Ο Βολοντίμιρ Ζελένσκι απέρριψε κατηγορηματικά το ενδεχόμενο εδαφικών παραχωρήσεων για την Ουκρανία, μιλώντας από τις Βρυξέλλες κατά τη διάρκεια της Συνόδου Κορυφής της ΕΕ — και ταυτόχρονα επανέλαβε την ανάγκη να ασκηθεί διεθνής πίεση στη Ρωσία ώστε να καθίσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.

Ο πρόεδρος της Ουκρανίας τόνισε ότι «Χωρίς εδαφικές παραχωρήσεις», παραμένοντας όμως ανοικτός σε κάθε μορφή διαπραγμάτευσης εφόσον το περιεχόμενο των συνομιλιών διασφαλίζει ειλικρινείς συζητήσεις και διαρκή ειρήνη για τον ουκρανικό λαό.

Ο Ζελένσκι υπογράμμισε ότι η ειρηνευτική διαδικασία προϋποθέτει πρώτα πολιτική βούληση για να σταματήσουν οι μάχες.

«Ο σχεδιασμός ξεκινάει με τη βούληση να καθίσουμε και να μιλήσουμε — όχι να συνεχίσουμε να πολεμάμε, χρησιμοποιώντας πυραύλους όλων των τύπων ενάντια σε αθώους πολίτες και παιδιά», επισήμανε, υπενθυμίζοντας και το πρόσφατο χτύπημα σε παιδικό σταθμό στο Χάρκοβο.

Αναφερόμενος στη στάση τρίτων χωρών, ο Ουκρανός πρόεδρος χαρακτήρισε τη Κίνα «πολύ περίπλοκο ζήτημα», υπογραμμίζοντας ότι δεν παρακολουθεί ενεργό διάλογο με τον Σι Τζινπίνγκ και αμφισβήτησε την προθυμία του Πεκίνου να στηρίξει την ήττα της Ρωσίας.

«Η Κίνα πραγματικά είναι ένα πολύ περίπλοκο ζήτημα... μου είπε ότι δεν θα πουλήσει όπλα (στη Ρωσία)», σημείωσε, προσθέτοντας ωστόσο: «Δεν ενδιαφέρονται για μία αδύναμη Ρωσία. Γι' αυτό πιστεύω ότι βοηθούν τη Ρωσία».

Σε ό,τι αφορά τη χρήση αμερικανικών όπλων, ο Ζελένσκι διαχώρισε την πολιτική του Κιέβου: «Δεν έχουμε χρησιμοποιήσει αμερικανικά όπλα μεγάλου βεληνεκούς για πολύ σημαντικούς σκοπούς στη Ρωσία», είπε, διευκρινίζοντας ότι όσα όπλα έχουν χρησιμοποιηθεί αφορούσαν περιοχές όπως η Κριμαία και η ανατολική Ουκρανία που τελούν υπό ρωσική κατοχή.

Τέλος, ο πρόεδρος τόνισε ότι η Ουκρανία διαθέτει στρατηγική για την παραγωγή μακράς εμβέλειας όπλων στη χώρα, επισημαίνοντας τεχνικά χαρακτηριστικά: «Τα όπλα αυτά μπορούν να πλήξουν στόχους σε αποστάσεις από 150 χλμ. έως 3.000 χλμ.».

Το κρίσιμο, όπως ανέφερε, είναι η εξασφάλιση επιπλέον χρηματοδότησης για τη μαζική παραγωγή τους στην Ουκρανία, ώστε η χώρα να αποκτήσει μεγαλύτερη αυτοτέλεια και επιχειρησιακή ικανότητα.