Πάνω από 50 τμήματα από τα συνολικά 430 των ελληνικών ΑΕΙ βρίσκονται υπό εξέταση από το υπουργείο Παιδείας ενόψει των αλλαγών που σχεδιάζονται στον πανεπιστημιακό χάρτη και θα αποτυπωθούν στο μηχανογραφικό δελτίο των φετινών Πανελλαδικών Εξετάσεων.
Η «Κ» παρουσιάζει τα σχέδια του υπουργείου Παιδείας, και, ενδεικτικά, τμήματα της περιφέρειας με σημαντικό έργο και στίγμα θα ενισχυθούν, σε αντίθεση με νεόκοπα που βρίσκονται σε κεντρικά ΑΕΙ. Επίσης, στις Πανελλαδικές του 2022 αναμένεται αύξηση των θέσεων υπέρ των περιφερειακών ΑΕΙ έναντι των κεντρικών ιδρυμάτων. Οι αλλαγές σχεδιάζεται να γίνουν γνωστές μέσα στον Μάιο. Την ίδια στιγμή αναμένεται η έκθεση της Εθνικής Αρχής Ανώτατης Εκπαίδευσης (ΕΘΑΑΕ) βάσει της οποίας θα κατανεμηθεί στα πανεπιστήμια το 20% της ετήσιας χρηματοδότησης. Πληροφορίες της «Κ» αναφέρουν ότι δεν θα υπάρξουν μεγάλες αποκλίσεις σε σχέση με τη χρηματοδότηση που λάμβαναν έως τώρα τα ΑΕΙ. Καινούργιο στοιχείο είναι ότι στην ποιοτική αξιολόγηση των ΑΕΙ διακρίνονται τα αποτελέσματα από την αλόγιστη «πανεπιστημιοποίηση» των ΤΕΙ επί υπουργίας Κώστα Γαβρόγλου.
Οπως ανέφερε στην «Κ» υψηλόβαθμο στέλεχος του υπ. Παιδείας, τα βασικά κριτήρια για τις συγχωνεύσεις και καταργήσεις τμημάτων, τα οποία θα συνεκτιμηθούν για τις τελικές αποφάσεις, είναι:
1. Ο χαμηλός αριθμός φοιτητών.
2. Η βιωσιμότητα του τμήματος (π.χ. επάρκεια του διδακτικού και του υποστηρικτικού προσωπικού, διαθεσιμότητα υποδομών).
3. Η πανσπερμία τμημάτων με συναφές αντικείμενο σε διάφορες περιοχές και οι αλληλοεπικαλύψεις.
4. Ο ρυθμός αποφοίτησης, η ποιότητα και η διεθνής αναγνώριση του παραγόμενου ερευνητικού έργου, η απορροφητικότητα των πτυχιούχων από την αγορά εργασίας.
Μετά τις εκθέσεις που έχει παραλάβει η ΕΘΑΑΕ από τα μέλη του Συμβουλίου Αξιολόγησης και Πιστοποίησης ανά επιστημονικό κλάδο και την επεξεργασία των στοιχείων των ΑΕΙ από το ηγετικό επιτελείο του υπουργείου Παιδείας, προκύπτουν ιδιαίτερα ενδιαφέροντα στοιχεία για τα σημεία των παρεμβάσεων που πρέπει να γίνουν και τις συγχωνεύσεις τμημάτων:
• Τα προπτυχιακά προγράμματα σπουδών δύσκολα προσαρμόζονται στις ραγδαίες εξελίξεις της επιστήμης και στις αλλαγές στην αγορά εργασίας. Αποτελεί παράδειγμα αλλά και ένδειξη μιας ευρύτερης εκτίμησης ότι στα ελληνικά ΑΕΙ υπάρχει υπερπληθώρα τμημάτων σε αντικείμενα όπως του γεωτεχνικού τομέα και των θετικών επιστημών.
• Υπάρχει στροφή των υποψηφίων προς νέα αντικείμενα σε σχέση με τα παραδοσιακά (π.χ. στις θετικές επιστήμες και τις ανθρωπιστικές). Χαρακτηριστικά, η Ελλάδα έχει 27 τμήματα Πληροφορικής εκτός από τα δέκα τμήματα Ηλεκτρολόγων Η/Υ. Θεωρούνται λίγα σε σχέση με τον ψηφιακό προσανατολισμό των οικονομιών.
• Στις γεωτεχνικές επιστήμες έχουμε 44 πανεπιστημιακά τμήματα, που θεωρούνται υπεραρκετά. Ενδεικτικά, όπως παρατηρήθηκε στην «Κ», από τα τμήματα Δασολογίας μόνο εκείνο του ΑΠΘ εμφανίζεται να ελκύει το ενδιαφέρον των υποψηφίων. Επίσης, η χώρα διαθέτει 11 τμήματα Φιλοσοφίας και Θεολογίας – θεωρούνται πολλά.
• Τα καλά περιφερειακά τμήματα «υποφέρουν» από τα νεόκοπα που ιδρύθηκαν σε κέντρα της ηπειρωτικής χώρας. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Μαθηματικού Σάμου, το οποίο το 2021 λόγω της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής βρέθηκε με αρκετές κενές θέσεις. Ωστόσο έχει το απαραίτητο διδακτικό προσωπικό, το έργο του αξιολογείται ως πολύ θετικό, καθώς και η προσφορά του στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου. Ομως, η έδρα του είναι στη Σάμο και γι’ αυτό αρκετοί υποψήφιοι από την ηπειρωτική Ελλάδα προτίμησαν τμήματα Μαθηματικών που, έπειτα από συγχώνευση των ΤΕΙ, λειτούργησαν την τελευταία τριετία και τα οποία δεν έχουν πείσει για τη βιωσιμότητά τους (π.χ. λίγο διδακτικό προσωπικό).
• Τα βαρίδια είναι τα τμήματα των ΤΕΙ που το 2019 μετατράπηκαν σε πανεπιστημιακά, χωρίς προσωπικό με τα απαιτούμενα ακαδημαϊκά προσόντα. Αυτά είναι που αποτελούν την πλειονότητα μεταξύ των 78 τμημάτων με 0 έως 9 διδάσκοντες που παρέλαβε η κυβέρνηση. Συγκεκριμένα, το 2020, 34 τμήματα είχαν 0-3 μόνιμα μέλη διδακτικού και ερευνητικού προσωπικού, 16 τμήματα 4-6 διορισμένους καθηγητές και 28 τμήματα 7-9 διορισμένους καθηγητές. Εως τώρα υπήρχαν νέοι διορισμοί σε αυτά τα τμήματα, ωστόσο δεν αλλάζει σημαντικά η κατάσταση.
• Η καθιέρωση της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής από το 2021 για πρώτη φορά άφησε το αποτύπωμά της. Σύμφωνα με τα στοιχεία του μαθηματικού-αναλυτή Στράτου Στρατηγάκη, από 430 τμήματα, σε 189 έμεινε έστω μία θέση κενή. Στα 130 οι κενές θέσεις ήταν τουλάχιστον 50, ενώ πάνω από 100 κενές θέσεις είχαν 73 τμήματα ΑΕΙ. Βέβαια δεν μετράει μόνο ο αριθμός των κενών θέσεων αλλά και το ποσοστό τους επί του αριθμού θέσεων που είχε ανακοινώσει το υπουργείο Παιδείας.
Ετσι θα υπάρξουν συγχωνεύσεις τμημάτων και νέα ανακατανομή των θέσεων υπέρ των περιφερειακών τμημάτων έναντι των κεντρικών, με την ηγεσία του υπ. Παιδείας να δηλώνει αποφασισμένη να προχωρήσει, αντιμετωπίζοντας τυχόν τοπικές αντιδράσεις.
«Θολά» σημεία και αλλαγή νοοτροπίας
Τις τελικές εισηγήσεις έχει λάβει αρμοδίως η υπουργός Παιδείας, Νίκη Κεραμέως, για τις συγχωνεύσεις και καταργήσεις τμημάτων. Πληροφορίες της «Κ» αναφέρουν ότι έχει τεθεί ακόμη και πρόταση ολόκληρα ΑΕΙ να μετατραπούν σε Σχολές Εφαρμοσμένων Επιστημών, εκτός από τα τμήματα που έχουν «πανεπιστημιοποιηθεί» το 2019.
Τότε ιδρύθηκαν ή ανωτατοποιήθηκαν συνολικά 153 τμήματα, οδηγώντας σε όξυνση μιας σειράς παθογενειών. Βέβαια, παρότι αφανίστηκε από τον χάρτη η τριτοβάθμια τεχνολογική εκπαίδευση, κρίνεται πολύ δύσκολο να υιοθετηθεί η πρόταση για μετατροπή ολόκληρου ΑΕΙ σε Σχολή Εφαρμοσμένων Επιστημών.
Η ποιοτική αξιολόγηση των πανεπιστημίων που ολοκληρώνεται θα αναδείξει τα θολά σημεία των ΑΕΙ. Γίνεται με περίπου 700 κριτήρια/δείκτες και θα είναι η πρώτη φορά που μέρος της χρηματοδότησης δημόσιου φορέα θα γίνει σε συνάρτηση με ποιοτικά κριτήρια. Γεγονός που αποτελεί, σύμφωνα με το υπουργείο Παιδείας και την ΕΘΑΑΕ, ένα βήμα για την αλλαγή νοοτροπίας στα ΑΕΙ.
Χαρακτηριστικά, όπως προκύπτει, ο ρυθμός αποφοίτησης των φοιτητών είναι ένα από τα σημαντικά ποιοτικά στοιχεία που προβληματίζει την Εθνική Αρχή Ανώτατης Εκπαίδευσης (ΕΘΑΑΕ) για τα ελληνικά ΑΕΙ και θα αποτελέσει κρίσιμο κριτήριο. Το 2019-20 εισήχθησαν περίπου 80.000 φοιτητές και αποφοίτησαν περίπου 40.000. Μάλιστα, το ποσοστό αποφοίτησης σε κάποια τμήματα με αντικείμενο χαμηλής ζήτησης έφτασε έως και 5%.
Την ίδια στιγμή, στα ιδρύματα υπηρετούν περίπου 20.000 διδάσκοντες. Τα μόνιμα μέλη ΔΕΠ είναι το 50% αυτών, λίγο πάνω από 10.000. Αυτό, αυτομάτως, ανεβάζει την αναλογία των φοιτητών ανά διδάσκοντα σχεδόν στους 40. Μια πολύ υψηλή τιμή και μακράν η υψηλότερη μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ, λόγω του «παγώματος» των προσλήψεων.
Πηγή: Καθημερινή