Δεν ξέρω πόσοι το γνωρίζουν, φαντάζομαι λίγοι, αλλά βρισκόμαστε στην 4η μέρα συζήτησης στη Βουλή του πιο σημαντικού νόμου του κράτους. Αύριο τα μεσάνυχτα ψηφίζεται ο πιο κρίσιμος προϋπολογισμός της τελευταίας και βάλε δεκαετίας. Από την επιτυχή εκτέλεσή του θα ξεκαθαριστεί πόσο ακριβά θα πληρώσουμε τα οικονομικά απόνερα της πανδημίας. Στη συζήτηση συγκρούονται δύο σχολές.

του Νίκου Φιλιππίδη

Η ολίγον, λόγω των περιστάσεων και των κρατικών επιδομάτων απόρροια της πανδημίας, φιλελεύθερη. Η έντονα αναπτυξιακή. Μια σχολή σκέψης που θεωρεί ότι η χώρα θα ανακάμψει μέσο) μιας επιθετικής τακτικής. Αυτή της μείωσης των φόρων και των εισφορών. Με μεγάλο ερωτηματικό, πώς θα το καταφέρει χωρίς ταυτόχρονα να πειράξει τις δαπάνες για μισθούς, συντάξεις και κοινωνικά επιδόματα. Ταυτόχρονα δε αυξάνει κατά 7 δισ. τις δαπάνες της πανδημίας, που αναλόγως των εξελίξεων θα κατευθυνθούν για την ενίσχυση του ΕΣΥ. Την εν λόγω σχολή, που έχει στοιχεία τόσο από τη σημερινή ΝΔ όσο και από αυτήν της δεκαετίας του 2000, την εκπροσωπεί η κυβέρνηση.

Σε αυτή τη σχολή αντιπαρατίθεται μια άλλη πολιτική. Αυτή του δώστα όλα, χωρίς αύριο, προκειμένου όλοι να διατηρήσουν το ίδιο οικονομικό επίπεδο που είχαν πριν από την πανδημία. Η άποψη που εκπροσωπεί ο ΣΥΡΙΖΑ, είναι σαφής και στοχεύει όλη τη ζημιά να την αναλάβει το κράτος. Τα στελέχη του, λένε ότι η κυβέρνηση δεν έδωσε αρκετά για το σύστημα υγείας. Δεν έδωσε αρκετά στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και συνολικά στους πληττόμενους. «Επέλεξε τη μη στήριξη», όπως λένε εμφατικά οι βουλευτές του. Ο ΣΥΡΙΖΑ προτείνει να δοθούν και άλλα όπως η επιδότηση της εργασίας με αναπλήρωση του μισθού. Προφανούς να χαριστούν χρέη.

Αλλά δεν λέει πουθενά από πού θα βρεθούν τα χρήματα. Ή μάλλον λέει, αλλά είναι σαν να μη λέει. Υποστηρίζει ότι το κεφαλαιακό «μαξιλάρι» είναι η λύση. Μα από αυτό χρηματοδοτούνται πολλά πράγματα και αντικαθίσταται στη συνέχεια από τις αγορές. Αυτή είναι η ρευστότητα και με αυτήν ως εγγύηση μπορούμε και δανειζόμαστε με μηδενικό επιτόκιο. Αλλά όταν γίνεται δαπάνη πρέπει να καταγραφεί στον προϋπολογισμό. Και για να γίνει αυτό πρέπει να υπάρχουν δημοσιονομικά περιθώρια. Αλλιώς θα γίνει έλλειμμα και θα το χρωστάνε οι επόμενοι προϋπολογισμοί. Δηλαδή εμείς οι φορολογούμενοι.

Η πρώτη σχολή, αυτή της ΝΔ, έχει τα προβλήματά της. Η δεύτερη, όμως, είναι ανιστόρητη. Συνετρίβη πριν από 5 χρόνια. Ολη αυτή η επιχειρηματολογία που εκφράζει ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί κόπια της προεκλογικής ρητορικής του 2015. Ο ίδιος ως κόμμα την απέρριψε. Οσοι πίστευαν σε διαγραφές χρεών (σεισάχθεια), διασώσεις εταιρειών, αυξήσεις μισθών και συντάξεων στο Δημόσιο, εξοβελίστηκαν από το κόμμα. Ο «νέος» ΣΥΡΙΖΑ, μετά το 2015 εφάρμοσε το πιο σκληρό Μνημόνιο. Με την πιο σκληρή και άσκοπη (λόγω υπερπλεονασμάτων) φορολόγηση, με τους έμμεσους φόρους, που χτυπούν τους πιο αδύναμους, στα ύψη.

Γενικώς η συζήτηση στη Βουλή, που γίνεται αυτές τις μέρες έχει μεγάλο πολιτικό ενδιαφέρον. Κυρίως γιατί φαίνεται σαν να βρίσκεται σε εξέλιξη μια εσωτερική μάχη των σημερινών κομμάτων με το παρελθόν τους…


από Τα Νέα