Το 2009, στη χώρα που πίστευε πως το πάρτι δεν θα τελείωνε ποτέ, δηλώθηκαν εισοδήματα 100,3 δισ. ευρώ, ενώ η κατανάλωση άγγιξε τα 155,3 δισ. ευρώ. Έλειπαν μόλις 55 δισ. για να κλείσει η λογιστική εξίσωση — λεπτομέρεια. Το 2024, μετά από τρία μνημόνια, ανελέητη λιτότητα και τάγματα λογιστών, η εικόνα παραμένει γνωστή: κατανάλωση 163,6 δισ., δηλωθέν εισόδημα 120 δισ. ευρώ. Η απόσταση ελαφρώς μικρότερη, σταθερή· όμως η δημιουργική λογιστική.
Αλλά για να καταλάβει κανείς πόσο… ευφάνταστη είναι η ελληνική φορολογική ειλικρίνεια, αρκεί να κοιτάξει τα ενοίκια. Το μέσο δηλωθέν εισόδημα από ενοίκιο το 2023 ήταν μόλις 211 ευρώ. Όχι τη μέρα. Το μήνα. Το 2007 ήταν 210, το 2021 ήταν 194, και κάπου εκεί εξαντλείται η φαντασία. Δηλαδή, επί 16 χρόνια η αγορά ακινήτων ανέβαινε, τα ενοίκια εκτοξεύονταν, αλλά οι ιδιοκτήτες σταθερά δηλώνουν ένα «συμβολικό» ποσό — προφανώς για να πληρώνουν ελάχιστο φόρο. Και το κράτος; Το κράτος μετράει Airbnb, μετράει μισθώσεις, μετράει πλατφόρμες… αλλά ξεχνάει να μετρήσει εισπράξεις.
Αν υπάρχει ένα εθνικό σπορ στην Ελλάδα, δεν είναι ούτε το ποδόσφαιρο, ούτε το τάβλι. Είναι η φοροδιαφυγή με φαντασία και η υποκρισία με στυλ. Δηλώνουμε φτωχοί, δίνουμε στο κράτος τα απολύτως απαραίτητα, και κατά τα άλλα ζούμε σε ένα παράλληλο σύμπαν ευημερίας, αφορολόγητης κατανάλωσης και «μαύρης» οικονομίας. Φορολογικά, είμαστε… ένας λαός θαυμάτων: ηθικά πλούσιοι, δηλωμένοι φτωχοί και πρακτικά αόρατοι.
Ο Έλληνας «δεν έχει» να πληρώσει.... αλλά έχει το τελευταίο μοντέλο iPhone, τα SUV συνεχίζουν να ξεφυτρώνουν σαν μανιτάρια και οι διακοπές σε νησιά παραμένουν σχεδόν αυτονόητες. Πληρώνει με μετρητά, παίρνει αποδείξεις «μόνο αν είναι ανάγκη» και δηλώνει εισόδημα που δεν φτάνει ούτε για τις συνδρομές του Netflix και του γυμναστηρίου.
Το κράτος, πράγματι, κάνει προσπάθειες: επεκτείνει τις ψηφιακές πλατφόρμες, συνδέει τα ταμεία με την εφορία, ενισχύει τους ελέγχους. Όμως αυτές οι προσπάθειες αποδεικνύονται αποσπασματικές και ανεπαρκείς μπροστά σε μια κουλτούρα φοροαποφυγής που έχει ριζώσει βαθιά. Αν δεν συνοδευτούν από ουσιαστική πολιτική βούληση, κοινωνική παιδεία και πραγματική ισονομία, το «μαύρο» θα παραμένει όχι εξαίρεση, αλλά ο κανόνας της ελληνικής οικονομικής ζωής.