Χωρίς αμφιβολία, ο τουρισμός αποτελεί τον κύριο αιμοδότη της ελληνικής οικονομίας. Σε αυτόν, απασχολούνται μόνιμα ή εποχιακά, πάνω από το 20% όλων όσων εργάζονται στην Ελλάδα.
Του Βασίλη Φεύγα, Γραμματέα Στρατηγικού Σχεδιασμού και Επικοινωνίας, Νέα Δημοκρατία
Πέρυσι το καλοκαίρι, το φαινόμενο του κορονοϊού το οποίο μπήκε ξαφνικά στις ζωές μας, έπληξε σοβαρά το ελληνικό, και όχι μόνο, τουριστικό προϊόν. Τα κλειστά σύνορα, οι κλειστές τουριστικές επιχειρήσεις και ο φόβος, συνετέλεσαν να μειωθούν οι επιδόσεις σε έναν τόσο κρίσιμο τομέα. Οι κυβερνητικές παρεμβάσεις και θα πρέπει να το υπογραμμίσουμε συνετέλεσαν στο να μείνει όρθιος ο τουρισμός και να ατενίζει το 2021 με μεγαλύτερη αισιοδοξία.
Όλοι όσοι ασχολούμαστε με την πολιτική, παρακολουθούμε με ιδιαίτερη αγωνία, τις εξελίξεις γύρω από τα θέματα του τουρισμού. Ωστόσο, όπως όλα δείχνουν, υπάρχουν βάσιμες ελπίδες φέτος να είναι μια καλή χρονιά στον τομέα αυτό. Η διαχείριση της πανδημίας από την Κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, φαίνεται πως έχει κερδίσει τον θαυμασμό ολόκληρου του πλανήτη. Αυτό, σε συνδυασμό και με άλλους ανταγωνιστές μας οι οποίοι φαίνεται ότι δεν τα κατάφεραν εξίσου καλά, μεταφράζεται σε ψήφο εμπιστοσύνης στον ελληνικό τουρισμό.
Αν σε αυτό συνυπολογίσουμε και τον κρίσιμο παράγοντα που λέγεται εμβολιασμός, ο οποίος εξελίσσεται με ικανοποιητικούς ρυθμούς και τα ελληνικά νησιά, το ένα μετά το άλλο όπως για παράδειγμα η Κύθνος, γίνονται Covid free, μας κάνουν συγκρατημένα έως και αρκετά αισιόδοξους.
Ακόμα, τα νέα που καταφτάνουν από το εξωτερικό, είναι πολύ ενθαρρυντικά. Το ένα μετά το άλλο, μεγάλα τουριστικά πρακτορεία, δίνουν ψήφο εμπιστοσύνης στη χώρα μας και προτρέπουν τους πελάτες τους να μας επισκεφτούν.
Χώρες όπως η Γαλλία, οι ΗΠΑ, το Ισραήλ, οι Σκανδιναβικές χώρες και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, συστήνουν την Ελλάδα ως έναν ασφαλή ταξιδιωτικό προορισμό, από κάθε άποψη. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι φέτος, από τις ΗΠΑ, θα καταφτάνουν καθημερινά εννιά πτήσεις, χωρίς ενδιάμεσο σταθμό ενώ αντίστοιχα δρομολόγια θα πραγματοποιούνται και από άλλες χώρες, με παρόμοια συχνότητα πτήσεων. Στην εξίσωση αυτή, δεν θα πρέπει να αμελήσουμε καθόλου την μεταβλητή εκείνη που λέγεται οδικός τουρισμός, με επισκέπτες τόσο από τις γειτονικές Βαλκανικές χώρες αλλά και επισκέπτες με αυτοκίνητο από την κεντρική Ευρώπη.
Κλείνοντας, να υπενθυμίσουμε ότι η χώρα μας ήταν μία από τις πρώτες οι οποίες πήραν την απόφαση να ανοίξουν τον τουρισμό, κάτι που την τοποθετεί σε καλύτερη θέση στην εκκίνηση του απαιτητικού αυτού μαραθωνίου. Σε κάθε περίπτωση και με αφορμή, τη σύντομη κρίση στον τουριστικό τομέα, είναι μια ευκαιρία αφενός να διαφοροποιήσουμε το τουριστικό μας προϊόν, αφετέρου να αναπτυχθούν πολιτικές ανάπτυξης και άλλων τομέων της ελληνικής οικονομίας ώστε να μην εξαρτόμαστε αποκλειστικά και μόνο από την πορεία του τουριστικού μας προϊόντος .