Η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας, κατά πλειοψηφία, με μια σειρά αποφάσεων της απέρριψε τις αιτήσεις ακύρωσης της πρώην πρόεδρου της Επιτροπής Ανταγωνισμού, Βασιλικής Θάνου-Χριστοφίλου και των τέως μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της εν λόγω επιτροπής.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου (πρόεδρος η Μαίρη Σαρπ και εισηγητής ο σύμβουλος Επικρατείας και γενικός διευθυντής της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών Δήμητρης Εμμανουηλίδης) απέρριψαν (αποφάσεις 912-915/2021), τις αιτήσεις της κυρίας Θάνου και των άλλων, με τις οποίες ζητούσαν να ακυρωθούν τόσο οι αποφάσεις με τις οποίες απομακρύνθηκαν από τις θέσεις που κατείχαν, όσο και αυτές με τις οποίες τοποθετήθηκαν νέα πρόσωπα στις θέσεις τους.
Αναλυτικότερα, στο ΣτΕ είχαν προσφύγει εκτός από την κυρία Θάνου, η τέως αντιπρόεδρος της ανεξάρτητης αρχής Άννα Νάκου και δυο μέλη της, ο Νικόλαος Ζευγώλης και ο Ιωάννης Παύλοβιτς, ενώ παρεμβάσεις είχαν πραγματοποιήσει από διαφορετικές σκοπιές, μεταξύ των άλλων, ο Ιωάννης Λιανός, η Καλλιόπη Μπενετάτου, η Μαρία-Ιωάννα Ράντου και η Μαρία Ιωαννίδου. Όλες οι αιτήσεις είχαν συζητηθεί στο ακροατήριο του ΣτΕ στις 7 Φεβρουαρίου 2020.
Η κυρία Θάνου και οι άλλοι, υποστήριζαν ότι όλο το πλέγμα των αποφάσεων αντικατάστασης του Δ.Σ. της Επιτροπής Ανταγωνισμού, ήταν αντισυνταγματικό, παράνομο και αντίθετο στο ενωσιακό δίκαιο, αλλά και ήταν φωτογραφικές, οι πράξεις διορισμού της νέας διοίκησης της ανεξάρτητης Επιτροπής.
Ακόμη, υποστήριζαν ότι οι προσβαλλόμενες υπουργικές αποφάσεις «είναι παράνομες, στερούμενες νομίμου ερείσματος, και πάσχουν από πλημμελή και μη νόμιμη αιτιολογία». Κατά συνεπεία, οι προσβαλλόμενες αποφάσεις, «στερούνται νομίμου ερείσματος και είναι για τον λόγο αυτό παράνομες, καθώς και πλημμελώς και μη νομίμως αιτιολογημένες».
Η πλειοψηφία της Ολομέλειας των δικαστών του ΣτΕ, έκρινε ότι οι διατάξεων του άρθρου 101 του νόμου 4623/2019, με το οποίο αντικαταστάθηκε η παράγραφος 7 του άρθρου 12 του νόμου 3959/2011 και θεσπίσθηκαν ασυμβίβαστα για ορισμένες θέσεις της πυραμίδας της Επιτροπής Ανταγωνισμού είναι συνταγματική, συμβατή με την Ευρωπαϊκή και Ελληνική νομοθεσία και τις Ευρωπαϊκές συμβάσεις.