Το ενδιαφέρον της ελληνικής κυβέρνησης για να συμμετάσχει στην επικείμενη Διάσκεψη του Βερολίνου για το ζήτημα της Λιβύης, εξέφρασε στον υφυπουργό Εξωτερικών της Γερμανίας Μίχαελ Ροτ, κατά τη συνάντησή τους στην Αθήνα, ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών Μιλτιάδης Βαρβιτσιώτης.

«Για εμάς, μετά την αποκατάσταση των διπλωματικών σχέσεων με τη Λιβύη, με τις δύο επισκέψεις του πρωθυπουργού και του υπουργού Εξωτερικών στη Λιβύη και μια επίσκεψη του Λίβυου Προέδρου στην Ελλάδα, και με το γεγονός ότι έχουμε δεσμεύσει δυνάμεις στην επιχείρηση “Ειρήνη”, είναι σημαντικό να είμαστε “παρών”» ανέφερε χαρακτηριστικά ο κ. Βαρβιτσιώτης στις κοινές δηλώσεις με τον Γερμανό υφυπουργό. Προσέθεσε πως ο Μίχαελ Ροτ άκουσε το ελληνικό αίτημα και δήλωσε βέβαιος ότι θα το διαβιβάσει στη γερμανική κυβέρνηση, στο υψηλότερο επίπεδο, με την ακριβή επιχειρηματολογία που του παρουσίασε.

Ο κ. Βαρβιτσιώτης καλωσορίζοντας θερμά τον Γερμανό υφυπουργό Εξωτερικών, με φόντο την Ακρόπολη, ανέδειξε τη σημασία των διμερών συναντήσεων με φυσική παρουσία και τον χαρακτήρισε ως έναν αφοσιωμένο Ευρωπαίο και αληθινό φίλο της Ελλάδας.

Ξεχωριστή μνεία έκανε ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών στο Σχέδιο Ανάκαμψης της ΕΕ (NextGenerationEU), χαρακτηρίζοντάς το μεγαλύτερο ευρωπαϊκό πρότζεκτ. «Μετά την ολοκλήρωση της επικύρωσης των ιδίων πόρων από όλα τα κράτη-μέλη, είμαστε έτοιμοι να υλοποιήσουμε το μεγαλύτερο έργο μας» ανέφερε χαρακτηριστικά. Στο σημείο αυτό, αναφέρθηκε στον ρόλο της Γερμανίας για τη δημιουργία του. «Αυτό δεν θα συνέβαινε ποτέ, εάν η Γερμανία δεν είχε δεσμευτεί να δημιουργήσει την πολιτική δομή, αλλά και τη χρηματοοικονομική δομή, πάνω στην οποία βασίστηκε αυτό το τεράστιο πρόγραμμα. Και ήταν η πολιτική δύναμη της Γερμανίας μαζί με τα άλλα ευρωπαϊκά κράτη που έκαμψαν την πίεση από τα frugal («φειδωλά») κράτη, για να έχουμε αυτό το μεγάλο πακέτο» είπε.

Αναφερόμενος στη σημασία του Πράσινου Ψηφιακού Πιστοποιητικού, ο κ. Βαρβιτσιώτης είπε πως «θα μας επιτρέψει να ταξιδέψουμε ελεύθερα τους επόμενους μήνες». Επίσης, υπογράμμισε την ετοιμότητα της Ελλάδας να καλωσορίσει τους Γερμανούς φίλους χωρίς καραντίνα, χωρίς κανένα άλλο έγγραφο, αλλά μόνο με το Πράσινο Ψηφιακό Πιστοποιητικό, για να απολαύσουν τις διακοπές τους στην Ελλάδα.

Περαιτέρω οι κ.κ. Βαρβιτσιώτης και Ροτ συζήτησαν το μεταναστευτικό και τρόπους για να γεφυρώσουν τις διαφορές και να έχουν μια κοινή θέση όσον αφορά στη συζήτηση που εκτυλίσσεται για το νέο Σύμφωνο Ασύλου και Μετανάστευσης. Σε αυτό το πλαίσιο, ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών ανέφερε πως πρέπει να γίνουν πολλά πράγματα ακόμη για να είμαστε αισιόδοξοι ότι ένα τέτοιο Σύμφωνο θα υιοθετηθεί και θα αντιμετωπίσει καλύτερα από την προηγούμενη συμφωνία, αυτήν την κοινή πρόκληση. Επιπροσθέτως, τόνισε την ανάγκη εξεύρεσης λύσεων που δεν θα αποκλείουν κανέναν και να μην είναι ένα ζήτημα που χωρίζει την ΕΕ.

Μίχαελ Ροτ: Η Ευρώπη να παραμείνει ενωμένη απέναντι σε προκλήσεις

Ευγνωμοσύνη και συγχαρητήρια στην Ελλάδα και στην ελληνική κυβέρνηση για το «πολύ φιλόδοξο σχέδιο ανάκαμψης και ανθεκτικότητας», εξέφρασε ο υφυπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας, Μίχαελ Ροτ, ξεκινώντας τη δήλωσή του. Ο Γερμανός υφυπουργός Εξωτερικών έστειλε, επίσης, μήνυμα αλληλεγγύης στον ελληνικό λαό και συμπλήρωσε πως η πανδημία είναι ένα παγκόσμιο φαινόμενο, μια παγκόσμια πρόκληση, και αυτό που πραγματικά χρειαζόμαστε είναι ευρωπαϊκές λύσεις, όχι μόνο εθνικές. Υπό αυτό το πρίσμα, ανέφερε ότι το ευρωπαϊκό Σχέδιο Ανάκαμψης υπογραμμίζει την κοινή βούληση να συνεργαστούμε με τον καλύτερο τρόπο για να προστατεύσουμε τους ανθρώπους στις χώρες μας.

Εν συνεχεία, ο Μίχαελ Ροτ εξέφρασε την ικανοποίησή του για το ευρωπαϊκό Ψηφιακό Πιστοποιητικό, αναφέροντας πως σύντομα θα έχουμε ένα κοινό μέσο για ασφαλή ταξίδια στην Ευρώπη και συνεχάρη την Ελλάδα για την «εξαιρετική συνεργασία» μεταξύ των δύο κυβερνήσεων στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο.

Ειδική μνεία έκανε ο Γερμανός υφυπουργός Εξωτερικών στις διμερείς σχέσεις με αφορμή τη συμπλήρωση 40 χρόνων από την ένταξη της χώρας μας στην ΕΕ. «Είμαστε στενοί εταίροι, φίλοι, σύμμαχοι στην ΕΕ και συμμεριζόμαστε την άποψη ότι πρέπει να χρησιμοποιήσουμε τα νέα μέσα, όπως το Ταμείο Ανάκαμψης, για να οικοδομήσουμε μια Ευρωπαϊκή Ένωση πιο ισχυρή, πιο πράσινη και πιο ψηφιακή» ανέφερε χαρακτηριστικά.

Επισήμανε, επιπλέον, πως τον Ιούλιο συμπληρώνονται 70 χρόνια από την αποκατάσταση των διμερών διπλωματικών σχέσεων. «Έχουμε διανύσει πολύ δρόμο από το 1951 και ακόμη περισσότερο από τη σκοτεινή περίοδο της κοινής μας ιστορίας, τη ναζιστική κατοχή της Ελλάδας και το Ολοκαύτωμα που ούτε θα ξεχάσουμε ούτε θα παραμερίσουμε» τόνισε και προσέθεσε πως αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η Γερμανία συνεχίζει να υποστηρίζει την κατασκευή του Μουσείου Ολοκαυτώματος στη Θεσσαλονίκη, για το οποίο το Γερμανικό Κοινοβούλιο έχει διαθέσει χρήματα.

Επίσης, αναφέρθηκε στο Ελληνογερμανικό Ίδρυμα Νεολαίας, χαρακτηρίζοντας το αξιοσημείωτη πρωτοβουλία που φέρνει κοντά τη νέα γενιά και των δύο χωρών για να μάθει η μια από την άλλη. «Μια τέτοια πρωτοβουλία έχουμε μόνο με τους γείτονές μας, τη Γαλλία και την Πολωνία και είμαι πολύ χαρούμενος που ξεκινάμε αυτήν την πρωτοβουλία με την Ελλάδα τώρα» σημείωσε καταληκτικά ο Γερμανός υφυπουργός Εξωτερικών.

Παράλληλα, έστειλε το μήνυμα πως η Ελλάδα και η Γερμανία συμμερίζονται την άποψη ότι «η Ευρώπη πρέπει να παραμείνει αλληλέγγυα ενωμένη απέναντι σε προκλήσεις που μας επηρεάζουν όλους, είτε πρόκειται για απόπειρες αυταρχικών καθεστώτων -όπως της Τουρκίας, της Ρωσίας ή της Κίνας- να υπονομεύσουν τις κοινές αξίες μας, είτε πρόκειται για το μεταναστευτικό ή την αστάθεια στην κοινή γειτονιά μας, στα ανατολικά και τα νότια».  «Θέλουμε εποικοδομητικές και αμοιβαία επωφελείς σχέσεις μεταξύ ΕΕ-Τουρκίας, αλλά δεχόμαστε ότι η Τουρκία διαδραματίζει τελικά έναν εποικοδομητικό ρόλο και σταματά την επιθετικότητα» προσέθεσε ο Γερμανός υφυπουργός Εξωτερικών και σημείωσε ότι η Γερμανία υποστηρίζει τις συνεχείς προσπάθειες της Ελλάδας για ένα διαρκή διάλογο με την Τουρκία για αμφισβητούμενα ζητήματα, ο οποίος είναι ο μόνος δρόμος για μια Μεσόγειο που ενώνει παρά διχάζει.

Σε ό,τι αφορά την ενταξιακή πορεία της Αλβανίας και της Βόρειας Μακεδονίας στην ΕΕ, τόνισε πως και οι δύο χώρες τη στηρίζουν, επισημαίνοντας πως θα κάνει την ΕΕ μεγαλύτερη και ισχυρότερη.