Αυτή την περίοδο η, αποκρουστική, υπόθεση του βιασμού της 12χρονης στον Κολωνό έφερε στο προσκήνιο το, λεγόμενο, dark web (δεν υπάρχει ελληνική μετάφραση), αφού από ό,τι φαίνεται εκεί κλείνονταν τα, ειδεχθή, «ραντεβού». Τι είναι όμως το dark web; Πως και γιατί υπάρχει; Και, κυρίως, αν τελικά χρησιμοποιείται για τέτοιες απωθητικές πράξεις γιατί το ανεχόμαστε;
Για να δοθεί ικανοποιητική απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα απαιτείται πρώτα μια σύντομη ιστορική αναδρομή. Το ίντερνετ δημιουργήθηκε από τον στρατό στις ΗΠΑ τη δεκαετία του 1960. Όταν βρέθηκαν καλύτερα μέσα επικοινωνίας το ίντερνετ «απελευθερώθηκε» στην αμερικανική ακαδημαϊκή κοινότητα τη δεκαετία του 1980. Στην αρχή, δηλαδή τη δεκαετία του 1990, ήταν δύσχρηστο και εξαιτίας και του ακαδημαϊκού περιβάλλοντος έγινε αντικείμενο εκμετάλλευσης από την αναρχο-αριστερή σκέψη που σε αυτό είδε ένα μέσο ανατροπής των εθνικών κυβερνήσεων, κατάργησης των συνόρων, αναρχο-ελεύθερης ζωής χωρίς ελέγχους και περιορισμούς και ό,τι άλλο μπορεί κανείς να φανταστεί.
Σύντομα όμως, πριν ακόμα κλείσει η δεκαετία του 1990, το ίντερνετ άρχισε αφενός να αποκτά εμπορική σημασία και αφετέρου να χρησιμοποιείται από πολλούς. Τότε σε αυτό μπήκαν οι εθνικές κυβερνήσεις, οι επιχειρήσεις και όλοι οι οργανισμοί που ήδη γνωρίζουμε από τον «πραγματικό» κόσμο. Μέσα σε λίγα χρόνια, δηλαδή μέχρι τις αρχές του 2000, το ίντερνετ είχε πάρει τη μορφή που όλοι γνωρίζουμε σήμερα, δηλαδή ενός καθημερινού εργαλείου που συμπληρώνει και βελτιώνει τη ζωή κάθε ανθρώπου στον πλανήτη.
Το πρόβλημα με αυτή τη μετάλλαξη του ίντερνετ ήταν ότι σταδιακά «κανονικοποιήθηκε». Δηλαδή, το αναρχο-αυτόνομο όνειρο των ακραίων που αρχικά το χρησιμοποιούσαν σύντομα αντικαταστάθηκε από ένα ίντερνετ με δυνατότητες ταυτοποίησης και απόδοσης ευθυνών. Με άλλα λόγια, όπως και στον πραγματικό κόσμο έτσι και στο ίντερνετ σιγά-σιγά οι κυβερνήσεις πήραν μέτρα ώστε οι πράξεις των πολιτών σε αυτό, αν είναι παράνομες, να μην μένουν ατιμώρητες. Σε αυτό το ιντερνετικό περιβάλλον ζούμε σήμερα, όπου με μεγαλύτερη ή μικρότερη δυσκολία αν κάποιος προβεί σε παράνομες πράξεις οι διωκτικές αρχές μπορούν να τον εντοπίσουν, προστατεύοντας έτσι το κοινωνικό σύνολο ακριβώς όπως και στον πραγματικό κόσμο.
Όπως όμως είναι γνωστό κάθε δράση προκαλεί μια αντίδραση. Επίσης, κάθε, μαζική, ανάγκη επιβάλλει την ικανοποίησή της. Έτσι, η παραπάνω «κανονικοποίηση» του ίντερνετ οδήγησε, τελικά, και στη δημιουργία του dark web. Δηλαδή, η ανάγκη για ανωνυμία και μη ταυτοποίηση από κυβερνήσεις και υπηρεσίες ασφαλείας οδήγησε στη δημιουργία ενός παράλληλου ίντερνετ που προσφέρει αυτά ακριβώς τα χαρακτηριστικά.
Οι τεχνικές λεπτομέρειες δεν ενδιαφέρουν εδώ, παρά μόνο το βασικό χαρακτηριστικό του dark web, δηλαδή η αδυναμία (όχι, πάντως, πλήρης) ταυτοποίησης των χρηστών του. Ενώ, δηλαδή, στο «φανερό», «ανοιχτό» ίντερνετ οι πράξεις μας οδηγούν σε εμάς, στο dark web παρέχεται αποτελεσματικός τρόπος να «κρυφτούμε».
Φυσικά, το dark web δεν θα παρείχε αυτή τη δυνατότητα αν όλοι μπορούσαν να μπουν εύκολα σε αυτό. Στο dark web δεν μπαίνει κανείς με έναν απλό Chrome ή Firefox που χρησιμοποιεί καθημερινά στον υπολογιστή ή στο κινητό του. Χρειάζεται να εγκαταστήσει ειδικά προγράμματα και να μάθει τη χρήση τους. Δηλαδή, η χρήση του dark web δεν είναι κάτι ευκαιριακό ή κάτι που γίνεται «κατά λάθος», αλλά θέλει οργάνωση και προσπάθεια.
Τι μπορεί κανείς να κάνει στο dark web, αν μπει στον κόπο να το επισκεφτεί; Κυρίως, παράνομες πράξεις. Σύμφωνα με τη Wikipedia στο dark web υπάρχουν 18000 περίπου ιστότοποι κυρίως με περιεχόμενο παιδικής πορνογραφίας και δευτερευόντως για πωλήσεις ναρκωτικών, όπλων και κλεμμένων πιστωτικών καρτών.
Αν είναι έτσι τα πράγματα τότε γιατί το ανεχόμαστε; Η απάντηση είναι απλή, και στηρίζεται στις βασικές αρχές των δυτικών μας δημοκρατιών: το dark web χρησιμοποιείται κυρίως για παράνομες πράξεις, αλλά όχι μόνο. Η ανωνυμία που προσφέρει είναι χρήσιμη σε ακτιβιστές, δημοσιογράφους, δικηγόρους και σε όσους εργάζονται σε «ευαίσθητες» υποθέσεις που δικαιολογούν αυξημένα μέτρα προστασίας τους. Γι αυτόν ακριβώς τον λόγο, επειδή μεταξύ των χιλιάδων ιστότοπων με παράνομο περιεχόμενο μπορεί να υπάρχει ένας με νόμιμο, κρίσιμο για τη δημοκρατία περιεχόμενο, δεν καταργούμε το dark web. Για τον ίδιο ακριβώς λόγο δεν καταργούμε την ανωνυμία ούτε στα social media όπως το Facebook και το Twitter: επειδή, στις δυτικές δημοκρατίες, που επιτίθενται με λύσσα όσοι καταχρώνται τα προνόμια ελευθερίας που τους παρέχονται, η προστασία έστω και ενός ατόμου που κινδυνεύει είναι σημαντικότερη από την προληπτική κατάργηση εργαλείων που γνωρίζουμε ότι κυρίως χρησιμοποιούνται για εγκληματικές ενέργειες.
Το άρθρο του Βαγγέλη Παπακωνσταντίνου δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα toManifesto
* Ο Βαγγέλης Παπακωνσταντίνου είναι Καθηγητής Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Βρυξελλών, Δικηγόρος, MPlegal -Υπεύθυνος Προσωπικών Δεδομένων της Νέας Δημοκρατίας