«Ο ιός κινείται με πολύ υψηλές ταχύτητες, με μια πολύ σημαντική μεταδοτικότητα τις τελευταίες ημέρες» υπογράμμισε ο Σωτήρης Τσιόδρας παρουσιάζοντας τα επιδημιολογικά δεδομένα που οδήγησαν την κυβέρνηση στην απόφαση να επιβάλει εκ νέου lockdown, από το πρωί του Σαββάτου 7 Νοεμβρίου.
«Εκ μέρους της επιτροπής των λοιμωξιολόγων, που συνεδριάζει όλο αυτό το διάστημα, θα σας δείξω μερικά δεδομένα» ανέφερε ο καθηγητής κ. Τσιόδρας, τα οποία παρουσίασε σε διαφάνειες. Όπως εξήγησε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, αυτή είναι η παρουσίαση που λαμβάνει και ο ίδιος τρεις φορές την εβδομάδα.
Σύμφωνα με την επιδημιολογική καμπύλη, σε έναν μέσο όρο των τελευταίων 7 ημερών, ο ιός κινείται με πολύ υψηλές ταχύτητες, με μια πολύ σημαντική μεταδοτικότητα ανέφερε ο καθηγητής κ. Τσιόδρας, για να επισημάνει ότι η διασπορά παρουσιάζεται και ανά ηλικιακή ομάδα και δείχνει ότι ο ιός εξαπλώνεται επιθετικά και στις ηλικιακές ομάδες που κινδυνεύουν ακόμα περισσότερο από τον κορωνοϊό.
Τις τελευταίες 7 ημέρες περισσότερα από 1.000 άτομα άνω των 65 ετών, «στην ηλικία δηλαδή που κατά κάποιο τρόπο κλιμακώνεται ο κίνδυνος», έχουν αναγνωριστεί ως κρούσματα κορωνοϊού. «Αυτό από μόνο του είναι καθοριστικό» είπε ο κ. Τσίοδρας και εξήγησε: Με βάση τα ελληνικά δεδομένα, υπολογίζουμε πλέον με μαθηματικές εκτιμήσεις, ανάλογα με την ηλικία του ανθρώπου που πάσχει από κορονοϊό να νοσηλευτεί στο νοσοκομείο ή ακόμα να μπει σε ΜΕΘ» και αυτή τη στιγμή η πιθανότητα για έναν άνδρα άνω των 75 ετών με κορωνοϊό είναι σημαντική.
Στη συνέχεια, ο κ. Τσίοδρας παρουσίασε τα αριθμητικά δεδομένα για τον αριθμό των τεστ που διεξάγονται. «Από τις 10 Σεπτεμβρίου και μετά έχουμε 20πλασιάσει τα τεστ που γίνονται» με μέσο όρο πάνω από 19.000 τεστ την ημέρα και επιπλέον 3.000 rapid τεστ, ενώ προγραμματίζονται και αυτοματοποιημένοι έλεγχοι σε όλη την Επικράτεια.
Από τα τεστ που διεξάγονται είναι «χαρακτηριστική η άνοδος στη θετικότητα των τεστ που ξεπερνάει το 9%» σημείωσε ο καθηγητής, προσθέτοντας πως όταν το συνεκτιμήσει αυτός κανείς με την επιθετικότητα του ιού στη χώρα, πρακτικά αυτό συνεπάγεται ότι 1 στους 10 με συμπτώματα αυτή τη στιγμή έχει μολυνθεί με κορωνοϊό.
«Ποτέ ξανά στη σύγχρονη ιστορία δεν είχαμε τόσους νοσηλευόμενους, 1.600 περίπου χθες το βράδυ, από έναν ιό που κάνει πνευμονία. Ποτέ ξανά στη σύγχρονη ιστορία, ούτε εμείς, ούτε η υπόλοιπη Ευρώπη» τόνισε ο κ. Τσίοδρας.
Όπως εκτιμάει η επιτροπή εμπειρογνωμόνων, οι νέες εισαγωγές «θα πιέσουν αφόρητα το σύστημα υγείας τις επόμενες ημέρες», εξήγησε και ανέφερε ότι ο μέσος όρος νέων εισαγωγών τις τελευταίες 7 ημέρες ξεπερνάει τις 170 ανά ημέρα.
Οι νέες νοσηλείες συγκριτικά προς τα εξιτήρια, τις τελευταίες ημέρες, έχουν αρχίσει να απομακρύνονται, είπε ο κ. Τσίοδρας, δηλαδή μπαίνουν περισσότεροι άνθρωποι στα νοσοκομεία από όσους βγαίνουν, «άλλος ένας δείκτης που δείχνει ότι θα πιεστεί αφόρητα το σύστημα υγείας».
«Δυστυχώς, όταν μια επιδημία έχει μεγάλη αύξηση δεν θα νοσηλευτούν μόνο ηλικιωμένοι, οι άνθρωποι άνω των 75 ή των 80. Θα νοσηλευτούν και οι άνθρωποι που έχουν ηλικίες 45 έως 54, 93 άτομα σε αυτή την κατηγορία τις τελευταίες ημέρες. Αντίστοιχα, στις ηλικίες 35-44, 50 άτομα σε αυτή την κατηγορία τις τελευταίες ημέρες. Και θα υπάρξει βέβαια και νοσηλεία που θα οδηγήσει σε σοβαρές εκβάσεις, σε νοσηλεία σε εντατική, ακόμα και θάνατοι σε νεαρές ηλικίες, κάτι που δεν θέλουμε» επεσήμανε εμφατικά ο κ. Τσιόδρας.
Ιδιαίτερα από τις 26 Οκτωβρίου και μετά, σύμφωνα με τα δεδομένα που παρουσίασε ο καθηγητής, έχουμε μια σημαντική αύξηση των νοσηλειών σε ΜΕΘ, οι οποίες εχθές το βράδυ ήταν 213. Αυτό συνεπάγεται «μια κάλυψη 60% των ΜΕΘ που έχουν οριστεί για την αντιμετώπιση του κορονοϊού στην πατρίδα. Αυτά είναι δεδομένα της επικράτειας» ανέφερε.
Σχετικά με τους διασωληνωμένους ο καθηγητής Σωτήρης Τσιόδρας ανέφερε ότι είναι 191 άτομα τις τελευταίες ημέρες στην επικράτεια, υπάρχει δηλαδή «μια σημαντική αύξηση στους νοσηλευόμενους που είναι πιο βαριά, από τους βαριά».
«Αυτή τη στιγμή στην Αττική και στη Θεσσαλονίκη έχουμε σημαντική κατάληψη ποσοστού των κλινών ΜΕΘ που είναι ειδικά σχεδιασμένες για νοσηλεία ασθενών covid. Βλέπετε στη Θεσσαλονίκη τη δραματική αύξηση των τελευταίων 10 ημερών, πλέον 78% των κλινών ΜΕΘ-covid είναι κατειλημμένες» υπογράμμισε ο κ. Τσιόδρας.
«Όταν έχεις μεγάλη διασπορά του ιού στην κοινότητα, θα νοσηλευτούν στις ΜΕΘ και νεότεροι άνθρωποι» επισήμανε ο καθηγητής και συμπλήρωσε ότι 27 άτομα ηλικίας 55-64 και 18 άτομα ηλικίας 45-54 τις επτά τελευταίες ημέρες νοσηλεύτηκαν σε ΜΕΘ. Επίσης, ενημέρωσε ότι για λόγους που η διεθνής επιστημονική κοινότητα δεν κατανοεί ακόμα «οι άνδρες προσβάλλονται περισσότερο σοβαρά».
Σχετικά με τους συμπολίτες μας, οι οποίοι έχασαν τη ζωή τους εξαιτίας του κορωνοϊού, ο Σωτήρης Τσιόδρας μίλησε για «το δυστύχημα του θανάτου, αυτή την πολύ κακή έκβαση» και ανέφερε ότι «σταδιακά έχει μια αύξηση τις τελευταίες ημέρες. Είχαμε έναν μέσο όρο των τελευταίων ημερών γύρω στις 10. Φυσικά, αν πιεστεί το εθνικό σύστημα υγείας περισσότερο θα αυξηθούν και οι θάνατοι περισσότερο. Χθες είχαμε μια ημέρα ρεκόρ σε θανάτους και αυτό φυσικά μας απασχολεί πάρα πολύ σαν επιστήμονες» υπογράμμισε.
«Ακόμα και αν ο ιός τρέχει με μικρότερες ταχύτητες στους θανάτους από ό,τι στις νέες νοσηλείες, εάν πιεστεί το σύστημα υγείας, αυτό θα αλλάξει» τόνισε ο καθηγητής. Οι θάνατοι αφορούν κυρίως τους ανθρώπους που είναι ηλικιωμένοι, άνω των 75 ετών, αλλά «όταν έχεις μεγάλη διασπορά θα έχεις περιστατικά και σε νεότερες ηλικίες» επεσήμανε ακόμα μια φορά ο κ. Τσίοδρας, αναφέροντας συνολικά 8 περιστατικά συμπολιτών μας κάτω των 75 ετών που έχασαν τη ζωή τους τις τελευταίες 7 ημέρες.
«Θα τελειώσω με μια αναφορά στο Ευρωπαϊκό Κέντρο Ελέγχου και πρόληψης νοσημάτων, το ECDC» είπε ο κ. Τσιόδρας, το οποίο αναφέρει τα μη φαρμακευτικά μέτρα που μπορεί να πάρει μια κοινωνία για να προστατευτεί από τον ιό.
Σύμφωνα με το ECDC, το lockdown «έχει τη μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα και το μεγαλύτερο βαθμό βεβαιότητας ως μέτρο» και η χρήση μάσκας «έχει μια σημαντική βεβαιότητα και αποτελεσματικότητα και ένα μεγαλύτερο εύρος», ενώ παράλληλα είναι «το πιο εύκολο μέτρο που υιοθετείται από όλες τις χώρες. Θεωρείται ότι θα προλάβει εκατοντάδες χιλιάδες θανάτους, εάν η χρήση της γίνει σε μεγάλα ποσοστά του πληθυσμού που υποφέρει αυτή τη στιγμή, μέχρι να έρθει το εμβόλιο».