Ο υπουργός Δικαιοσύνης, Κώστας Τσιάρας, σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Νέα Σελίδα», τονίζει ότι το «υπαρκτό διεθνές σκάνδαλο της Novartis, που αφορά κυρίως στις αθέμιτες μεθόδους των επιχειρήσεων στον χώρο του φαρμάκου, μόνο στην Ελλάδα επιχειρήθηκε να μετατραπεί σε όχημα σπίλωσης και απαξίωσης πολιτικών αντιπάλων, διχάζοντας τον ελληνικό λαό και δηλητηριάζοντας τα πολιτικά μας ήθη».
Πρόσθεσε ότι για το πρώτο σκέλος «η Δικαιοσύνη διερευνά απερίσπαστη και έχει αρχειοθετήσει την υπόθεση για τους περισσότερους από τους φερόμενους ως εμπλεκόμενους» ενώ για το δεύτερο σκέλος έχει συσταθεί προανακριτική επιτροπή της Βουλής όπως προβλέπεται από το Σύνταγμα.
Αναφορικά με την πορεία του κυβερνητικού έργου, σημείωσε ότι «κάθε μέρα είναι μέρα ευθύνης. Η κυβέρνηση κρίνεται καθημερινά και συνολικά για το έργο της και τις θετικές επιδράσεις στη ζωή των πολιτών», τονίζοντας ότι σε μόλις τέσσερις μήνες «η κυβέρνηση επέδειξε συνέπεια στις δεσμεύσεις της και αναμφισβήτητη αποτελεσματικότητα στο έργο της».
Ο κ. Τσιάρας, ερωτηθείς σχετικά με την τροποποίηση του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, απάντησε ότι «ως υπουργός Δικαιοσύνης δεν θα προκαταλάβει ούτε τα συμπεράσματα, ούτε τις προτάσεις» της ειδικής επιτροπής που αξιολογεί τις σχετικές προτάσεις, σημειώνοντας ότι «ως γενική φιλοσοφία η κυβέρνηση έχει στόχο να αντιμετωπίσει τις στρεβλώσεις που καθυστερούν τις διαδικασίες της πολιτικής δίκης και να νομοθετήσει ρυθμίσεις που θα επιταχύνουν την απονομή της Δικαιοσύνης».
Χαρακτηρίζει το νομοσχέδιο για την ενίσχυση του θεσμού της διαμεσολάβησης ως «εναλλακτικό, λειτουργικό και αποτελεσματικό εργαλείο εξωδικαστικής επίλυσης διαφορών στις αστικές και εμπορικές υποθέσεις, το οποίο θα μειώσει σημαντικά τον αριθμό των υποθέσεων που εισάγονται προς επίλυση στα δικαστήρια».
Ερωτηθείς σχετικά, απάντησε ότι «θέση της κυβέρνησης είναι ότι δεν γίνεται η χώρα να μην έχει φυλακές υψίστης ασφαλείας τύπου Γ, όχι μόνο για καταδικασμένους τρομοκράτες, αλλά και για βαρυποινίτες του οργανωμένου εγκλήματος».
Αναφορικά με το δημοσίευμα των Financial Times σύμφωνα με το οποίο «τροπολογία του ποινικού κώδικα προβλέπει ότι άτομα ύποπτα για εγκληματική απάτη και ξέπλυμα χρήματος θα ανακτούν περιουσιακά στοιχεία που είχαν “παγώσει” από τα δικαστήρια αν δεν δικαστούν μέσα σε 18 μήνες», καταρχήν το χαρακτήρισε “παραπλανητικό”, ενώ η ελληνική κυβέρνηση έχει ήδη στείλει επιστολή «με την οποία επισημαίνει ότι η εφημερίδα υποβάθμισε το γεγονός ότι από τον νόμο δεν τίθεται θέμα μαζικής αποδέσμευσης λογαριασμών».
Ο κ. Τσιάρας είπε ότι «σε ένα σοβαρό κράτος δικαίου δεν μπορεί ούτε να χρονίζουν κρίσιμες υποθέσεις διαφθοράς που συνδέονται με διασπάθιση δημοσίου χρήματος, ούτε να κρατούνται “όμηροι” άνθρωποι που δεν φταίνε σε τίποτα», προσθέτοντας «με την προηγούμενη νομοθεσία μπορούσε να δεσμευτεί η περιουσία ενός πολίτη χωρίς επαρκή στοιχεία και να παραμείνει δεσμευμένη για πολλά χρόνια. Αυτή η δέσμευση μπορούσε να παραμείνει σε ισχύ ακόμη κι αν δεν ασκούνταν τελικά διώξεις ή η δίκη γινόταν έπειτα από 5-6 χρόνια, ενώ στο μεταξύ ακόμα κι αν αθωωνόταν, ο πολίτης θα είχε τελικά καταστραφεί οικονομικά ολοσχερώς».
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ