Ο υπουργός Δικαιοσύνης, Κωνσταντίνος Τσιάρας, μιλώντας στον ρ/σ του ΑΠΕ-ΜΠΕ για το σχέδιο νόμου «Διαμεσολάβηση σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις – Περαιτέρω εναρμόνιση της Ελληνικής Νομοθεσίας προς τις διατάξεις της Οδηγίας 2008/52/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 21ης Μαΐου 2008» που εισήλθε προς ψήφιση στην Ολομέλεια της Βουλής, τόνισε πως «όλοι πρέπει να καταλάβουμε -και κυρίως η ελληνική κοινωνία- ότι αν θέλουμε να έχουμε μια πολιτεία με καλύτερα ποιοτικά, δημοκρατικά χαρακτηριστικά, που η δικαιοσύνη θα λειτουργεί μέσα από τον πραγματικό της ρόλο, σε πολύ μικρότερους χρόνους, θα πρέπει να βοηθήσουμε ώστε οι εναλλακτικές διαδικασίες, οι εναλλακτικές μέθοδοι να υιοθετηθούν και βεβαίως να εφαρμοστούν».
Όπως εξήγησε, πρόκειται για «μια εξωδικαστική διαδικασία, η οποία ουσιαστική δίνει τη δυνατότητα στους Έλληνες πολίτες, χωρίς να εμπλέκονται στις αίθουσες των δικαστηρίων ή στις δικαστικές διαδικασίες, ειρηνικά και με έναν απολύτως πολιτισμένο τρόπο, να επιλύουν τις μεταξύ τους διαφορές», ενώ υπηρετεί «τον μεγάλο στόχο που έχουμε στο υπουργείο Δικαιοσύνης να ελαττώσουμε τη μεγάλη δικαστική ύλη, που είναι ο σημαντικότερος λόγος των καθυστερήσεων στον χρόνο απονομής της δικαιοσύνης».
«Μιλάμε για χρόνους, οι οποίοι είναι πάρα πολύ μικροί, δηλαδή ακόμη και μια μεσαία υπόθεση διαμεσολάβησης θα μπορεί να ολοκληρώνεται σε ένα χρονικό διάστημα 30-40 ημερών, όταν ξέρουμε ότι τέτοιου είδους υποθέσεις μπορεί να κάνουν πραγματικά 4, 5, 6 και 8 χρόνια μέσα από τη διαδικασία της ελληνικής Δικαιοσύνης. Μιλάμε για μία σύντμηση του χρόνου, που είναι πραγματικά τεράστια και η οποία με απολύτως πολιτισμένο τρόπο δίνει τη δυνατότητα στην ελληνική κοινωνία να υιοθετήσει μια εντελώς διαφορετική λογική. Είναι όμως και μία προσπάθεια, που θα πρέπει να γίνει συνολικά από όλους τους εμπλεκόμενους -την ελληνική Πολιτεία, τους νομικούς και τους δικηγόρους. Βεβαίως οι δικαστικοί δεν εμπλέκονται σε αυτό, αλλά το να υιοθετούν μια τέτοια γενικότερη αντίληψη προφανώς θα ήταν θετικό», υπογράμμισε.
Σε ό,τι αφορά τη διαχείριση του προσφυγικού-μεταναστευτικού ζητήματος, σημείωσε ότι «δεν μπορεί κανείς ούτε με τη βία, ούτε αποπέμποντας την αλληλεγγύη ή τα ανθρωπιστικά αισθήματα να εμποδίσει όλους αυτούς τους ανθρώπους, οι οποίοι προσπαθούν να βρουν μια καλύτερη τύχη κι ένα καλύτερο αύριο» γι’ αυτό «πρέπει να λάβουμε όλες εκείνες τις πρόνοιες και όλα εκείνα τα μέτρα, ούτως ώστε να μην υπάρχουν σημαντικές επιπτώσεις στην ελληνική κοινωνία». «Το σχέδιο που παρουσίασε η κυβέρνηση την προηγούμενη εβδομάδα, με την οργάνωση κέντρων φιλοξενίας και προαναχωρησιακών κέντρων αποδεικνύει ότι για πρώτη φορά στην ελληνική πραγματικότητα, από τότε που παρουσιάστηκε το μεταναστευτικό ζήτημα, εμφανίζεται ένα οργανωμένο σχέδιο από την πλευρά μιας ελληνικής κυβέρνησης. Εκτιμώ ότι η προσπάθεια αυτή θα φέρει αποτελέσματα, τα οποία σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα από σήμερα θα φανούν», είπε.
Σχετικά με τις αντιδράσεις τοπικών κοινωνιών στην προοπτική εγκατάστασης προσφύγων και μεταναστών σε δομές στις περιοχές τους, παρατήρησε: «Γενικώς υπάρχει μια αντίδραση της ελληνικής κοινωνίας, η οποία ως έναν βαθμό είναι δικαιολογημένη. Για τα νησιά είναι δικαιολογημένη, γιατί καλούνται να φιλοξενήσουν έναν υπερβολικά μεγάλο αριθμό προσφύγων-μεταναστών και αυτό ενδεχομένως θα δημιουργήσει σε δεύτερο ή τρίτο χρόνο επιπτώσεις στις ελληνικές κοινωνίες. Για την ενδοχώρα πάλι σε έναν βαθμό είναι δικαιολογημένες οι αντιδράσεις μιας και οτιδήποτε έρχεται και δημιουργεί μια άλλη πραγματικότητα πάντα το αντιμετωπίζει κανείς και με επιφύλαξη, ενδεχομένως και με φόβο. Η Ελλάδα δεν είναι η χώρα στην οποία θα μπορούσαν να ευδοκιμήσουν όλες αυτές οι αρνητικές αντιδράσεις, που ενδεχομένως είχαν παρουσιαστεί σε κάποιες χώρες της Κεντρικής Ευρώπης. Η Ελλάδα είναι μια ανοιχτή χώρα, η οποία έχει πραγματικά τη διάθεση να στηρίξει και να βοηθήσει όλους τους αδύναμους ανθρώπους, απλά αυτό πρέπει να γίνει με όρους, πρέπει να γίνει με κανόνες, πρέπει να γίνει ενδεχομένως μέσα από τη θέσπιση συγκεκριμένων διαδικασιών που δε θα αφήσουν προβλήματα να εξελιχθούν και να ανακύψουν στο μέλλον, μιας και η φιλοξενία ή ένταξη όλων αυτών των ανθρώπων στις τοπικές κοινωνίες της Ελλάδας πρέπει να αντιμετωπιστεί και με τη δέουσα σοβαρότητα και με τη δέουσα ευθύνη και προσοχή».
Αναφερόμενος τέλος στο σχέδιο νόμου του υπουργείου Οικονομικών «Φορολογική μεταρρύθμιση με αναπτυξιακή διάσταση για την Ελλάδα του αύριο», που συζητείται στη Διαρκή Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής, επισήμανε ότι «οι δεσμεύσεις πρωθυπουργού στη ΔΕΘ υλοποιούνται σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα».
«Για πρώτη φορά αντί να αυξάνονται οι φόροι μειώνονται και αυτή είναι μια πραγματικότητα την οποία δεν μπορεί να αμφισβητήσει κανείς. Παρέχονται σημαντικά κίνητρα για την προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων, υπάρχει μια γενικότερη κινητροδότηση σε δράσεις εταιρικής κοινωνικής ευθύνης, υπέρ των εργαζομένων λαμβάνονται μέτρα, επιδιώκεται γενικότερα η επανεκκίνηση της ελληνικής οικονομίας με άμεση βελτίωση των οικονομικών δεικτών της χώρας», τόνισε.