«Υπάρχουν φασίστες που παριστάνουν τους ανθρωπιστές, όπως οι κανίβαλοι που, για το καπρίτσιο της υγειονολογίας, τρώνε μονάχα χορτοφάγους» (Ρότζερ Μαγκόου, 1974 – Αγγλος ποιητής και θεατρικός συγγραφέας)
Στην Κουμουνδούρου δεν κρύβουν την υποστήριξή τους σε κάθε τι ακραίο που απειλεί την κανονικότητα και δημιουργεί ευκαιρίες για δήθεν… επαναστάσεις
Γράφει ο Κώστας Δημητράκος
Ο βουλευτής και τομεάρχης Δικαιοσύνης του ΣΥΡΙΖΑ Θεόφιλος Ξανθόπουλος με την περιλάλητη δήλωσή του «η 17Ν, οποιαδήποτε ακροαριστερή οργάνωση, όσο απεχθής κι αν μας φαίνεται η πρακτική της, δεν έχει στον πυρήνα της τη ναζιστική ιδεολογία» δεν έκανε τίποτα περισσότερο από το να δώσει ακόμα μία φορά τα διαπιστευτήρια του κόμματός του στην πατροπαράδοτη, που κατάγεται από τον προηγούμενο αιώνα, άποψη της παραδοσιακής, δογματικής και επαναστατικά διαταραγμένης Αριστεράς για την αξία της ανθρώπινης ζωής.
Μην πάμε, όμως, πολύ μακριά. Την πολιτική (και όχι μόνο) σχέση στοργής της Αριστεράς στην Ελλάδα με την ένοπλη βία την είχε περιγράψει άρτια το 2003 στο δικαστήριο ο τότε συνήγορος του Αλέξανδρου Γιωτόπουλου, Γιάννης Ραχιώτης: «Η 17Ν είναι η επιτιθέμενη Αριστερά. Είναι ο κυνηγημένος που αποφασίζει να γίνει κυνηγός. Φορείς της δεν είναι μόνο οι κατηγορούμενοι που δέχονται ότι υπήρξαν μέλη της. Είναι φορείς μιας μακροχρόνιας ιστορικής διαδρομής. Η οργάνωση ‘‘προκάλεσε τον φόβο ως παράγοντα της καθημερινότητας στην άρχουσα τάξη. Η δράση της 17Ν ήταν αυτή που προκάλεσε ανατροπή του πολιτικού σκηνικού. Ο αριστερός στην Ελλάδα ήταν πάντα ο κυνηγημένος». Από τότε, από την εποχή της δίκης των μελών της 17Ν, η άποψη αυτή δεν φαίνεται να έχει αλλάξει όσο και αν ο ίδιος ο κόσμος έχει αλλάξει περισσότερες από δύο ή τρεις φορές.
Αυτό το σύνδρομο, του κατά φαντασίαν επαναστάτη, είναι που λειτουργεί ως αυτοάνοσο νόσημα στα σημερινά υψηλόβαθμα στελέχη και την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ. Το πρώτο και ελαφρύ σύμπτωμα είναι η αμηχανία να απαντήσουν με σιγουριά στο βασικό ερώτημα: «Υπάρχουν καλές και κακές δολοφονίες σε περιόδους ειρήνης;»
«Eπαναστατικό DNA»
Η πρακτική της φυσικής εξόντωσης του ιδεολογικού – ταξικού (Στάλιν) ή φυλετικά κατώτερου (Χίτλερ) αντιπάλου, η πολιτική ένοπλη βία είναι, πλέον, απολύτως καταδικασμένες από ολόκληρο τον δυτικό κόσμο, ιδίως από ευρωπαϊκές χώρες (Ιταλία, Ισπανία, Γερμανία) που έζησαν το φαινόμενο της τρομοκρατίας και το έχουν αφήσει για τα καλά στο παρελθόν έχοντας πετύχει να συμφωνήσουν σε ό,τι υπαγορεύει ο σύγχρονος ευρωπαϊκός πολιτισμός. Κάτι που για τον ΣΥΡΙΖΑ δεν φαίνεται να ισχύει. Και φυσικά δεν χάνει ευκαιρία να χαϊδεύει το εκλογικό κοινό των θιασωτών της βίας. Και ερχόμαστε στο δεύτερο –και σοβαρότερο– σύμπτωμα, μετά την αμηχανία, που είναι η καθαρή επιδοκιμασία.
Δεν είναι λίγες οι φορές –από την αποκάλυψη της ταυτότητας των μελών της 17Ν, των καταδικών και των φυλακίσεών τους– που η ελληνική κοινή γνώμη γίνεται μάρτυρας φαντασιακών ταξιδιών στο «επαναστατικό DNA» διαφόρων, είτε δορυφόρων είτε ενταγμένων στελεχών της Αριστεράς του ΣΥΡΙΖΑ. Αλλοτε σε ατομικό επίπεδο και άλλοτε σε επίπεδο μαζικών συγκεντρώσεων, δεν προδίδουν εμμέσως και αμέσως τη σχέση στοργής που διατηρούν με την τυφλή, δολοφονική βία της ελληνικής τρομοκρατίας.
Αγκαλιά στον Κουφοντίνα
Για παράδειγμα, στις 6 Απριλίου 2017, μια ομάδα ανθρώπων αποφάσισε να τυπώσει φέιγ βολάν και σκορπώντας τα έξω από το σπίτι της Ντόρας Μπακογιάννη στη Γλυφάδα να διεκδικήσει την ικανοποίηση του αιτήματος του Δημ. Κουφοντίνα να λάβει άδεια από τη φυλακή. Ηταν μία από τις πρώτες φορές που η κινηματική λογική αγκάλιαζε δημοσίως τον καταδικασμένο για έντεκα δολοφονίες, Δημ. Κουφοντίνα. Αργότερα η Ντ. Μπακογιάννη εξέδωσε ανακοίνωση στην οποία τόνιζε μεταξύ άλλων: «Ο Κουφοντίνας είναι δολοφόνος, καταδικάστηκε ισόβια διότι αφαίρεσε ζωές αθώων ανθρώπων, τις περισσότερες δε από αυτές πισώπλατα. Είναι λοιπόν τουλάχιστον πρόκληση να στέλνεις ανθρώπους οι οποίοι ρίχνουν τέτοιου είδους χαρτιά στο σπίτι μου. Στην Ελλάδα υπάρχουν νόμοι και οι νόμοι αυτοί πρέπει να τηρούνται. Κανένας νόμος Παρασκευόπουλου δεν μπορεί να βγάλει τον κ. Κουφοντίνα από τη φυλακή».
Εναν μήνα πριν, τον Μάρτιο ’21, στην επικαιρότητα είχε πρωταγωνιστήσει μία δήλωση του βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Θόδωρου Δρίτσα στο Κανάλι 1, ενώ είχε ήδη ξεκινήσει η μαζική στήριξη στο αίτημα του Κουφοντίνα να λάβει άδεια από τις φυλακές: «Με αυτό που κάνει (η κυβέρνηση) θα αναβιώσει μια συζήτηση για τη δράση του ένοπλου και της τρομοκρατίας, όπως λέγεται, αν και κανείς δεν έχει τρομοκρατηθεί, πιστεύω εγώ, από τη δράση αυτών των οργανώσεων». Σε επίμονες ερωτήσεις της δημοσιογράφου του ραδιοφωνικού σταθμού του Πειραιά, ο βουλευτής της αξιωματικής αντιπολίτευσης επέμεινε πως «κανείς δεν έχει τρομοκρατηθεί από τη 17η Νοέμβρη, αντίθετα ο ελληνικός λαός έχει τρομοκρατηθεί από πάρα πολλές άλλες πολιτικές».
Η δήλωση προκάλεσε τη σκληρή αντίδραση τόσο της Νέας Δημοκρατίας όσο και του ΚΙΝΑΛ που έκαναν λόγο για «βάναυση προσβολή της μνήμης των 23 νεκρών της 17Ν αλλά και της ίδιας της Δημοκρατίας» ενώ ο κ. Δρίτσας, πρώην υπουργός Ναυτιλίας της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, έριξε κι άλλο λάδι στη φωτιά: «Για κάποιους λόγους, τους οποίους ο καθένας μπορεί να αξιολογήσει όπως θέλει, τα περισσότερα θύματα της δράσης της 17 Νοέμβρη, είτε εκδότες, είτε πολιτικά πρόσωπα, είτε οτιδήποτε άλλο –αν και ο Μπακογιάννης δεν μπορεί να χαρακτηριστεί δεξιός– ανήκαν σε αυτήν την πολιτική παράταξη, επομένως μπορώ να καταλάβω έναν θυμό, μια αγανάκτηση», δήλωσε μετά τις αρχικές αντιδράσεις. Επειτα από παρεμβάσεις της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ ώστε να μη γίνουν χειρότερα τα πράγματα, ο Θ. Δρίτσας εξαναγκάστηκε σε εκ νέου διορθωτική δήλωση: «Οφείλω να το ξεκαθαρίσω, η πιεστική λόγω χρόνου διατύπωση δεν είναι πλήρης, απολύτως σαφής και ξεκάθαρη».
Μελόδραμα
Τον Ιανουάριο ’21, 17 στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ κατέθεσαν κείμενο υπέρ του Δ. Κουφοντίνα. Ανάμεσά τους η πρώην βουλευτής Αννέτα Καββαδία, ο Πάνος Λάμπρου, ο Γιώργος Κυρίτσης, ο Νίκος Μανιός κ.ά. Ηταν η εποχή που ο «φαρμακοχέρης» της 17Ν έκανε απεργία πείνας με κεντρικό αίτημα να επιστρέψει στις φυλακές του Κορυδαλλού από τις φυλακές Δομοκού όπου είχε μεταχθεί. Εγραφαν, τότε, σε επικολυρικό-μελοδραματικό ύφος: «Οταν ένας άνθρωπος συλλαμβάνεται, δικάζεται και καταδικάζεται αμετάκλητα σε όποια ποινή αποφασίσει το δικαστήριο, η υπόθεση παίρνει τέλος.
Ο καταδικασμένος, με όποιο αδίκημα, δεν ξαναδικάζεται. Στην περίπτωση όμως του Δημήτρη Κουφοντίνα, αλλά και σε μια σειρά άλλες, η κυβέρνηση λειτουργεί σαν ένα υπέρτατο, άτυπο ασφαλώς, δικαστήριο, το οποίο ‘‘διορθώνει’’ τα όποια δικαιωματικά… λάθη του κράτους δικαίου. ‘‘Δικάζει’’ εκ νέου και τιμωρεί εκ νέου, ακόμη και αν έχουν περάσει 19 ολόκληρα χρόνια. Ποινή πάνω στην ποινή, ως αιώνια εκδίκηση και τιμωρία…»
Ο συγγραφέας Ξηρός
Και πάμε ακόμα πιο πίσω, στο 2016, με τον ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση και όχι στην αντιπολίτευση. Ο βουλευτής του κόμματος Μάκης Μπαλαούρας είχε δώσει συνέντευξη στον ΒΗΜΑ FM. Με αφορμή το κατέβασμα μιας παράστασης (Ισορροπία του Nash) με κεντρικό θέμα τη δολοφονία του Π. Φύσσα βασισμένη σε κείμενα του Σάββα Ξηρού. Το κατέβασμα της παράστασης έγινε μετά από απαίτηση των οικογενειών των θυμάτων της 17Ν. Ο βουλευτής ρωτήθηκε για το αν θα μπορούσε φερ’ ειπείν να ανέβει παράσταση για τη δολοφονία του Π. Φύσσα σε κείμενα του Ρουπακιά και εξέφρασε την εξής άποψη: «Οι οργανώσεις αυτές όπως η 17Ν είχαν ένα λαθεμένο, αλλά ένα ιδεώδες που ήταν υπέρ του ανθρώπου».
Οπως ήταν αναμενόμενο προκλήθηκε να εξηγήσει τι εννοούσε: «Γενικά σας λέω, είχαν ας πούμε αντίληψη μιας κοινωνίας εντελώς διαφορετικής, μιας καλής κοινωνίας εν πάση περιπτώσει και οι κακοί έπρεπε να τιμωρηθούν». Ο Μάκης Μπαλαούρας βρέθηκε τότε να εκφράζει από τη θέση του κυβερνητικού βουλευτή αυτό που δεν μπορούσε να κάνει δημοσίως το κόμμα του, την πλήρη στήριξή του –όχι στις οικογένειες των θυμάτων της 17Ν– αλλά στις φαντασιώσεις περί ένοπλων κινημάτων και αγνών επαναστατών. Ο, τότε, υπουργός Πολιτισμού, Αριστείδης Μπαλτάς, είχε πάρει τη σκυτάλη με μια «περί ανέμων και υδάτων» δήλωση που δεν καταδίκαζε τη δολοφονία ανθρώπων από τη 17Ν, αλλά «συμμεριζόταν» την ευαισθησία τους: «Η κοινωνική ευαισθησία σχετικά με το ζήτημα της βίαιης και δολοφονικής δράσης ένοπλων ομάδων είναι δικαίως μεγάλη. Συμμεριζόμαστε αυτήν την ευαισθησία και συμπαραστεκόμαστε πλήρως στους οικείους των θυμάτων».
Το νέο επεισόδιο στις ιδεολογικές σχέσεις του ΣΥΡΙΖΑ με τη φαντασίωση του «ένοπλου» και με πρωταγωνιστή τον Θεόφ. Ξανθόπουλο θυμίζει αυτό που είχε πει ο Ναπολέων Βοναπάρτης: «Για να καταλάβεις τον πραγματικό χαρακτήρα ενός ανθρώπου θα πρέπει να ξέρεις πώς ήταν ο κόσμος του όταν αυτός ήταν είκοσι ετών»…