Σήμερα θα γράψω πάλι για το τρίχρονο μωρό που η ζωή του κρέμεται από μια κλωστή εξαιτίας της κακοποίησης που βίωσε από τα δύο τέρατα, και θα γράψω πάλι για το μωρό, γιατί χθες μάρτυρας σε δελτίο είπε πως όταν πήγε να πει τα κάλαντα και άνοιξε η πόρτα του κολαστηρίου, είδε το μωρό μελανιασμένο από τα χτυπήματα και με εμφανέστατα τα σημάδια από τα εγκαύματα των τσιγάρων.

Άρα όλοι στον περίγυρο ήξεραν τι συμβαίνει εκεί μέσα και κανένας δε μίλησε, κανένας δε λυπήθηκε αυτό το αγγελούδι, κανένας δε σήκωσε το ακουστικό να καλέσει την αστυνομία ή έστω ανώνυμα το 1056 να καταγγείλει τη φρίκη.

Οι γείτονες κάλεσαν την αστυνομία μόνο τη στιγμή μετά τον ξυλοδαρμό που φώναζαν στο μικρούλη να ξυπνήσει και αυτός δεν ανταποκρινόταν.

Επομένως καθόταν και άκουγαν αμέτοχοι τα ουρλιαχτά του την ώρα της κακοποίησης και κανείς δεν έκανε το παραμικρό!

Όλα αυτά εμένα προσωπικά μου θυμίζουν ελληνική επαρχία της δεκαετίας του 1950, όπου όλοι ήξεραν για τις συστηματικές και καθημερινές κακοποιήσεις παιδιών και συζύγου από τον απολυταρχικό πατέρα, και κανένας δεν επενέβαινε ποτέ, τηρώντας μια ανατριχιαστική ομερτά καλά δομημένη στα πρότυπα ιταλικής μαφίας.

Νόμιζα πως έχουμε προχωρήσει σαν κοινωνία, πως έχουμε σπάσει τα κακοποιητικά στερεότυπα των προηγούμενων δεκαετιών, πως οι οργανώσεις και τα σωματεία ευαισθητοποίησης είχαν βρει πρόσφορο έδαφος στις συνειδήσεις των ανθρώπων, όμως τελικά τίποτα από τα παραπάνω δε συμβαίνει.

Η κακοποίηση του μωρού αποδεικνύει το χειρότερο για το ανθρώπινο γένος, καθώς έχει πλέον απολέσει την ανθρώπινη και την ανθρωπιστική του ιδιότητα.Δεν υπάρχει δικαιολογία, υπάρχει μόνο ανησυχία για το μέλλον, γιατί χωρίς αλληλεγγυη έχουμε τελειώσει.