Αντίστροφη μέτρηση τεσσάρων μηνών έχει ξεκινήσει για τον επανακαθορισμό του κατώτατου μισθού.
Ασφαλείς πληροφορίες του Capital.gr, αναφέρουν πως ήδη η σχετική επιτροπή διαβούλευσης (ΟΜΕΔ,εκπρόσωποι Υπουργείου Εργασίας και ΥΠΟΙΚ) έχει αποστείλει επιστολές σε όλους τους επιστημονικούς φορείς (ΤτΕ, ΚΕΠΕ, ΙΟΒΕ, ερευνητικά ινστιτούτα κοινωνικών εταίρων, όπως το ΙΝΕ -ΓΣΕΕ, το ΙΜΕ-ΓΣΕΒΕΕ κλπ.) προκειμένου να καταθέσουν τις εκθέσεις τους σε σχέση με το ζήτημα.
Έπειτα ο φάκελος με τις εκθέσεις αυτές θα διαβιβαστεί στους κοινωνικούς εταίρους δηλαδή το ΣΕΒ, τη ΓΣΕΕ κλπ. προκειμένου να εκφέρουν τη γνώμη τους.
Στη συνέχεια, το ΚΕΠΕ μαζί με 5μελή επιτροπή από εκπροσώπους του ΥΠΟΙΚ, του Υπ. Ανάπτυξης και του Υπ. Εργασίας θα πρέπει υποβάλουν ένα πόρισμα στο Υπ. Εργασίας και το ΥΠΟΙΚ, ενώ το Υπ. Εργασίας θα καταθέσει την τελική του πρόταση στο Υπουργικό Συμβούλιο, προκειμένου να λάβει τις τελικές αποφάσεις. Η προθεσμία για τις κυβερνητικές αποφάσεις είναι ο ερχόμενο Ιούλιο.
Τα σενάρια επί της διαδικασίας και των κυβερνητικών αποφάσεων
Τρία είναι τα βασικά σενάρια τα οποία βρίσκονται στο τραπέζι σε σχέση με τη διαδικασία αλλά και τις τελικές κυβερνητικές αποφάσεις:
1. Σύμφωνα με ένα σενάριο , όπως αναφέρουν πληροφορίες του Capital.gr, η όλη διαδικασία διαβούλευσης, ενδεχομένως να ”παγώσει” λόγω των ειδικών συνθηκών στις οποίες έχει περιέλθει η ελληνική οικονομία λόγω της κορονο-κρίσης.
Σ’ αυτήν την περίπτωση, η κυβέρνηση θα δώσει νέα αναβολή στη διαδικασία διαβούλευσης και απόφασης είτε για το τέλος του 2021 είτε, πιθανότερα για τα μέσα του 2022, όταν, όπως προβλέπεται στο οικονομικό επιτελείο, θα έχει επανέλθει η ελληνική οικονομία σε ”καθεστώς” κανονικότητας.
2. Ένα άλλο, δεύτερο σενάριο το οποίο βρίσκεται στο τραπέζι και κερδίζει αρκετές πιθανότητες, προβλέπει την ολοκλήρωση της διαδικασίας η οποία έχει ξεκινήσει, αλλά το ”πάγωμα” κάθε μεταβολής του κατώτατου μισθού.
Πηγές του Capital.gr από κύκλους που εμπλέκονται στη διαδικασία της διαβούλευσης, αναφέρουν, πιο συγκεκριμένα, πως υπό τις αρνητικές οικονομικές συνθήκες που έχει διαμορφώσει η κορονο-κρίση, κάθε άλλο παρά θα μπορούσε να αποφασισθεί αύξηση του κατώτατου μισθού και έτσι είναι πολύ πιθανό η κυβέρνηση να αποφασίσει ”πάγωμα” του κατώτατου μισθού για άλλο ένα έτος, δηλαδή έως τα μέσα του 2022. Και αυτό γιατί, σύμφωνα με τους ίδιους κύκλους, πέρσι η ελληνική οικονομία βυθίστηκε σε ύφεση πάνω από 8%, φέτος εξακολουθεί να υπάρχει αβεβαιότητα, οι ώρες εργασίας μειώθηκαν κατά 11%, ενώ η παραγωγικότητα εργασίας ανά απασχολούμενο μειώθηκε κατά 7%.
Εξάλλου, η μείωση των εργατικών εισφορών των μισθωτών κατά 1,3 μονάδες -στα πλαίσια της συνολικής μείωσης του συνόλου των εισφορών κατά 3,9 μονάδες το 2020 και φέτος- έχει οδηγήσει σε αύξηση καθαρών αποδοχών τους κατά αντίστοιχο ποσοστό. Επίσης, επίκειται παραπέρα μείωση των εισφορών πχ κατά 0,5% υπέρ της επικουρικής ασφάλισης στα μέσα του 2022, η οποία θα οδηγήσει σε αύξηση κατά 0,25% και των καθαρών εργατικών αμοιβών. Επίσης, σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, ο αποπληθωρισμός που έχει φέρει η ύφεση έχει οδηγήσει σε αύξηση 0,4% του διαθέσιμου εισοδήματος.
Το τρίτο, αν και όχι ιδιαίτερα πιθανό, τρίτο σενάριο, προβλέπει μία μικρή αύξηση πχ 2% στον κατώτατο μισθό.
Υπέρ μιας τέτοιας απόφασης ”παίζουν” δύο βασικοί λόγοι. Κατά πρώτον, πέρσι σημειώθηκε αύξηση της παραγωγικότητας εργασίας ανά εργαζόμενο κατά 3,5%. Ο δείκτης αυτός, σύμφωνα με οικονομολόγους οι οποίοι εμπλέκονται στενά στη διαδικασία διαβούλευσης έχει πιο βαρύνουσα σημασία σε σχέση με την παραγωγικότητα της εργασίας ανά εργαζόμενο (σ.σ. η οποία μειώθηκε κατά 7%).
Κατά δεύτερον, οι ίδιες πηγές επισημαίνουν πως ήταν οι εργαζόμενοι των κλάδων που επλήγησαν και συνεχίζονται να πλήττονται από την κορονο-κρίση εκείνοι οι οποίοι κατά βάση αμείβονται με τον κατώτατο μισθό. Εξάλλου, με τον κατώτατο μισθό αμείβονται κατά βάση και οι εργαζόμενοι σε κλάδους οι οποίοι γνώρισαν μια ορισμένη ανάπτυξη εν μέσω κρίσης (όπως το ηλεκτρονικό εμπόριο κλπ.)
Συνεπώς μία αύξηση του θα αποτελούσε μία μορφή ”ανταμοιβής” προς ολους εκείνους οι οποίοι είτε αποκλείστηκαν από την εργασία λόγω της αναστολής των συμβάσεων αλλά και εκείνους που παρέμειναν στην εργασία ή προσελήφθησαν εν μέσω κρίσης, αλλά με χαμηλούς μισθούς και εξαιρετικά δύσκολες εργασιακές συνθήκες.
Πηγή: Capital.gr