Με προβληματισμούς υποδέχεται ο διεθνής εμπορικός χώρος την προεκλογική ατζέντα του Ντόναλντ Τραμπ καθώς στην προσπάθειά του να αυξήσει τα κρατικά έσοδα και να προστατεύσει την εγχώρια αγορά, έχει εξαγγείλει αυξήσεις στους δασμούς των εισαγωγών. Οι αυξήσεις στοχεύουν κυρίως την κινεζική αγορά με την οποία ο Τραμπ βρισκόταν σε «πόλεμο» κατά την προηγούμενη θητεία του, ενώ σήμερα ανακοινώνει για ενιαίο δασμό που φτάνει στο 60%.

Σχετικά με τις εισαγωγές από άλλες χώρες, συμπεριλαμβανομένων και των 27 της Ευρωπαϊκής 'Ενωσης, οι δασμοί φτάνουν το 10-20%. Στόχος της πολιτικής αυτής είναι η προστασία των αμερικανικών επιχειρήσεων, η ανάπτυξη της αμερικανικής οικονομίας με την αύξηση των τιμών και τα επιπλέον έσοδα στον ελλειμματικό προϋπολογισμό της χώρας. Ωστόσο, σύμφωνα με τις διεθνείς εκτιμήσεις, τέτοιου είδους κινήσεις αποδεικνύονται επιζήμιες για τις αγορές όπως και για τα κράτη, καθώς μπορεί να οδηγήσουν και σε αντίποινα.

Τα υπόλοιπα κράτη, προκειμένου να ασκήσουν πιέσεις, είναι πιθανό να αυξήσουν τους δασμούς στα εισαγώμενα προϊόντα από τις ΗΠΑ, ενώ οι βιομηχανίες θα δουν το κόστος των πρώτων υλών να αυξάνεται. Οι τελικοί χαμένοι είναι οι καταναλωτές οι οποίοι θα καλούνται να πληρώνουν πολύ ακριβότερα τόσο τα εγχώρια όσο και τα εισαγόμενα προϊόντα, με αποτλεσμα τη μείωση της κατανάλωσης και την αύξηση του πληθωρισμού.

Αυτός είναι ο λόγος που στην Ευρωπαϊκή Ένωση υπάρχει συγκρατημένη αισιοδοξία ότι υπάρχει δυνατότητα για συζητήσεις με τη νέα διοίκηση στην Ουάσιγκτον ώστε να αποφευχθεί ένας επιζήμιος και για τις δύο πλευρές εμπορικός πόλεμος. Αντί για δασμούς, οι Βρυξέλλες θα προτείνουν διμερείς συμφωνίες, όπως για μεγαλύτερες εισαγωγές αμερικανικού LNG (υγροποιημένου φυσικού αερίου) που χρειάζεται η ΕΕ μετά την απεξάρτησή της από τις ροές ρωσικού αερίου.

Μείωση φορολογίας και αύξηση δημόσιου χρέους

Ένα ακόμη αδύναμο σημείο της προεκλογικής ατζέντας του Τραμπ είναι το τεράστιο δημόσιο χρέος των ΗΠΑ, το οποίο το 2024 εκτιμάται ότι θα αγγίξει τα 36 τρις. δολάρια ή το 123% του ΑΕΠ της χώρας, με ανοδική τάση. Στην έκθεση του για την αμερικανική οικονομία πριν από λίγους μήνες, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο προειδοποίησε την Ουάσιγκτον ότι θα πρέπει να λάβει μέτρα για τη συγκράτηση του χρέους, συνιστώντας τη σταδιακή αύξηση της φορολογίας εισοδήματος.

Το Ταμείο τόνισε τους κινδύνους που εγκυμονεί το χρέος για την παγκόσμια οικονομία, αλλά και για την αμερικανική οικονομία. Διότι, μπορεί οι ΗΠΑ λόγω τους στάτους που έχουν ως παγκόσμια δύναμη να μπορούν να αναχρηματοδοτούν το χρέος τους, αλλά αυτό γίνεται με υψηλότερα επιτόκια. Επιπλέον, οι οίκοι πιστοληπτικής αξιολόγησης έχουν υποβαθμίσει το αξιόχρεο τους, το οποίο δεν είναι πλέον στην ανώτερη βαθμίδα (ΑΑΑ).

Ο Τραμπ υποσχέθηκε προεκλογικά τη διατήρηση και μετά το 2025 των φορολογικών ελαφρύνσεων, που είχε προωθήσει ο ίδιος στην πρώτη θητεία του, αλλά και νέες ελαφρύνσεις, όπως η μείωση του εταιρικού συντελεστή από το 21% στο 15%. Αν οι εξαγγελίες αυτές λαμβάνονταν τοις μετρητοίς θα πρόσθεταν 7,75 τρις. δολάρια στο δημόσιο χρέος των ΗΠΑ την επόμενη 10ετία, σύμφωνα με εκτίμηση του διακομματικού Γραφείου για τον Προϋπολογισμό στο Κογκρέσο.

Κίνδυνος αντιδράσεων και εσωκομματικών εντάσεων

Μετά την εξασφάλιση του ελέγχου και των δύο νομοθετικών σωμάτων του Κογκρέσου-της Γερουσίας και της Βουλής των Αντιπροσώπων-από το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, ο Τραμπ θα έχει μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων στη φορολογία καθώς δεν θα κινδυνεύει από μπλόκο των Δημοκρατικών σε νομοσχέδιά του. Ωστόσο, είναι αρκετοί οι Ρεπουμπλικάνοι βουλευτές και γερουσιαστές που έχουν εκφράσει τις ανησυχίες τους για το χρέος και μπορεί να υπάρξουν εσωκομματικές ενστάσεις που θα οδηγούσαν σε μερική αναδίπλωση τον Τραμπ.

Η μείωση των φόρων θα ήταν πιο εύκολη, αν γινόταν προσπάθεια συγκράτησης ή μείωσης των δαπανών, ώστε να περιοριζόταν το πρόσθετο χρέος από τη δημοσιονομική πολιτική του εκλεγμένου προέδρου. Η εμπειρία, όμως, των τελευταίων δεκαετιών έδειξε ότι οι προσπάθειες που έγιναν από διάφορες κυβερνήσεις-περιλαμβανομένης της πρώτης κυβέρνησης του Τραμπ-στην κατεύθυνση αυτή απέτυχαν, υπό το βάρος των αντιδράσεων που προκαλούνται σε τέτοιες περιπτώσεις.

Ο εκλεγμένος πρόεδρος ανακοίνωσε την περασμένη εβδομάδα τη συγκρότηση ενός άτυπου υπουργείου ή συμβουλευτικής επιτροπής, ρόλος του οποίου θα είναι μεταξύ άλλων να προτείνει περικοπές σπαταλών και η αναδιοργάνωση ή κατάργηση ομοσπονδιακών υπηρεσιών και οργανισμών.

Ο ένας εκ των δύο επικεφαλής του DOGE είναι ο διευθύνων σύμβουλος της Tesla, Ίλον Μασκ, ο οποίος υποστήριξε προεκλογικά ότι θα μειώσει τις δημόσιες δαπάνες κατά τουλάχιστον 2 τρις. δολάρια. Από τα λόγια, ωστόσο, μέχρι την πράξη η απόσταση είναι πολύ μεγάλη.