Μεταξύ οικονομίας, πανδημίας και κοινωνίας καλείται να ισορροπήσει το τελευταίο χρονικό διάστημα ο Κυριάκος Μητσοτάκης, με το τέταρτο κύμα του κορωνοϊού να δοκιμάζει τις αντοχές της κυβέρνησης και της χώρας σε όλα τα επίπεδα. Οπως είναι σε θέση να γνωρίζει η «Κ», οι σκέψεις του πρωθυπουργού σε αυτά τα τρία διαφορετικά και αντικρουόμενα σε πολλές περιπτώσεις επίπεδα είναι οι εξής:

Η Ελλάδα, παρά τα συνεχή lockdowns, αντεπεξήλθε σε πολύ μεγάλο βαθμό στις δυσκολίες του προηγούμενου ενάμισι έτους και κατάφερε σήμερα να κοιτάζει με αισιοδοξία το μέλλον, παρά τις δυσμενείς παγκοσμίως συνθήκες. Χαρακτηριστικό είναι πως οι προβλέψεις μιλούν για ανάπτυξη ακόμα και μεγαλύτερη από το 8%.

Τη θετική κατάσταση της ελληνικής οικονομίας περιέγραψε πριν από λίγες ημέρες ο διευθύνων σύμβουλος της Fairfax Πρεμ Γουάτσα, κατά τη συζήτηση που είχε με τον κ. Μητσοτάκη στο συνέδριο του ΣΕΒ, με θέμα Reinventing Greece through Investments in Innovation. «Η Ελλάδα βρίσκεται στη διαδικασία μιας μεταμόρφωσης, είμαι μεγάλος υποστηρικτής της Ελλάδας και πιστεύω πως θα δούμε την οικονομική ανάπτυξή της να συνεχίζεται και να φτάνει και το 8%», τόνισε και πρόσθεσε ότι «απ’ όλες τις χώρες της Ευρώπης, η ευκαιρία βρίσκεται στην Ελλάδα».

Αυτή την προοπτική ο κ. Μητσοτάκης δεν θέλει επ’ ουδενί να την ανακόψει με αλλαγή του υφιστάμενου στάτους που θα φέρει ένα lockdown ή άλλα ακραία μέτρα περιορισμού, που θα είχαν πολλαπλές επιπτώσεις, όχι μόνο άμεσα, αλλά και μακροπρόθεσμα. Το δεύτερο επίπεδο αφορά την κοινωνία που έχει ταλαιπωρηθεί υπερβολικά από τις αρχές του 2020. Οπως δείχνουν όλες οι έρευνες, ούτε η κοινωνία θέλει άλλα μέτρα περιορισμού, κάτι που δεν μπορεί να μη λάβει υπ’ όψιν ο πρωθυπουργός.

Αυτή τη στιγμή, άλλωστε, η Ελλάδα χωρίς να έχει φτάσει ακόμα στο επιθυμητό αποτέλεσμα του εμβολιασμού, έχει περίπου το 70% του πληθυσμού της από 12 ετών και πάνω εμβολιασμένο. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι οι αποφάσεις του πρωθυπουργού πρέπει να είναι προσαρμοσμένες ώστε για το ποσοστό που επέλεξε να κάνει το εμβόλιο να μη διαταραχθεί και πάλι η καθημερινότητά του, καθώς διαφορετικά θα διαρραγεί το βασικό κυβερνητικό επιχείρημα ότι ο εμβολιασμός είναι το εισιτήριο για την επιστροφή στην κανονικότητα. Συνεπώς, ο κ. Μητσοτάκης δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να επιβάλει περιορισμούς σε αυτό το τμήμα του πληθυσμού τόσο για λόγους στρατηγικής όσο και κοινωνικής ηρεμίας.

Με δεδομένες τις δύο παραπάνω προσεγγίσεις, αφενός δηλαδή πως η οικονομία πρέπει να δουλέψει και να μη διαταραχθεί ο κύκλος της και αφετέρου ότι οι εμβολιασμένοι πρέπει να επιστρέψουν σε μια μορφή κανονικότητας, ερχόμαστε στο τρίτο και πιο σημαντικό πεδίο: Πώς προστατεύεται η δημόσια υγεία ενώ το τέταρτο κύμα είναι σε έξαρση; Ο πρωθυπουργός σε αυτό το ερώτημα, όπως έχει ήδη διαφανεί, απαντά με στοχευμένα μέτρα που αφορούν κυρίως τους μη εμβολιασμένους. Η σταδιακή απαγόρευση των ανεμβολίαστων στην πρόσβαση στη διασκέδαση –πρόκειται για άτυπο lockdown– ήταν το πρώτο βήμα.

Ακολούθησε το πιο εμφατικό έως τώρα, η επέκταση της υποχρεωτικότητας για τους 60 και άνω. Σε αυτήν την απόφαση οδήγησαν συγκεκριμένα στοιχεία. Πρώτον, η ανησυχητική μετάλλαξη «Ομικρον», που αλλάζει τα δεδομένα παγκοσμίως. Επειδή στην παρούσα φάση κανείς δεν ξέρει με βεβαιότητα πώς θα λειτουργήσει η συγκεκριμένη μετάλλαξη, η κυβέρνηση επέλεξε να πάρει μέτρα προκαταβολικά, αυστηροποιώντας το πλαίσιο για τους άνω των 60 ετών. Γιατί όμως αυτή την ηλιακιακή ομάδα και όχι άλλη; Οπως είπε ο πρωθυπουργός εντός της εβδομάδας, από το βήμα της Βουλής, η συγκεκριμένη ηλικιακή ομάδα είναι η πιο ευάλωτη.

Παρέθεσε και τα στοιχεία, τα οποία χαρακτήρισε «αδυσώπητα», που τον οδήγησαν στην απόφαση επιβολής της υποχρεωτικότητας: 9 στους 10 Ελληνες που πεθαίνουν σήμερα είναι άνω των 60 ετών. Επτά στους 10 διασωληνωμένους στις ΜΕΘ ανήκουν στην ίδια κατηγορία και περισσότεροι από 8 στους 10 δεν έχουν εμβολιαστεί. Ο τρίτος λόγος που οδήγησε στην απόφαση είναι πως παρά το γεγονός ότι η συγκεκριμένη ηλικιακή ομάδα είναι με διαφορά η πιο ευάλωτη, την ίδια ώρα έδειξε τη μεγαλύτερη «απείθεια» να εμβολιαστεί τις τελευταίες τρεις εβδομάδες έξαρσης του τέταρτου κύματος, που οι εμβολιασμοί έχουν αυξηθεί θεαματικά. Από τους 580.000 ανεμβολίαστους 60 ετών και άνω, μόλις 70.000 έσπευσαν να κλείσουν το ραντεβού τους για πρώτη δόση και να αποκτήσουν με αυτόν τον τρόπο ασπίδα προστασίας, κάτι που έκανε επιτακτική μία κυβερνητική πρωτοβουλία.

«Ηταν η μικρότερη ποσοστιαία αύξηση σε σχέση με όλες τις άλλες ηλικιακές κατηγορίες. Σε αυτούς, λοιπόν, κυρίως πρέπει να εστιαστεί η δράση μας», ανέφερε ο πρωθυπουργός στην ίδια ομιλία του στη Βουλή, όπου επιχειρηματολόγησε για το μέτρο της υποχρεωτικότητας. Με αυτόν τον τρόπο η κυβέρνηση φιλοδοξεί να προστατεύσει τόσο τους ίδιους όσο και το Εθνικό Σύστημα Υγείας, που πιέζεται κυρίως από τη συγκεκριμένη ηλικιακή ομάδα.

Τελευταίο στοχευμένο μέτρο που ελήφθη είναι αυτό που αφορά την τρίτη δόση. Οπως ανακοινώθηκε την Παρασκευή, η ενισχυτική δόση θα μπορεί να γίνει πλέον στους τρεις και όχι στους έξι μήνες μετά το πέρας της δεύτερης. Πρόκειται επίσης για στοχευμένο μέτρο θωράκισης του πληθυσμού, καθώς, όπως ομονοούν όλοι οι ειδικοί, η τρίτη δόση είναι σημαντική για να μην υπάρξουν ρωγμές στο τείχος ανοσίας. Η σημασία της τρίτης δόσης είχε διαφανεί και από την πρόταση Μητσοτάκη για έκδοση πιστοποιητικού στους 60 ετών και άνω μόνον εφόσον έχουν κάνει και τις τρεις δόσεις του εμβολίου, μέτρο που δεν αποκλείεται το επόμενο διάστημα να επεκταθεί και σε άλλες ηλικιακές ομάδες, καθώς είναι δεδομένο ότι μετά το πέρας συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος οι δύο δόσεις εμβολιασμού θεωρούνται ως μη γενόμενες.

 

Με το βλέμμα στον Ιανουάριο

Η εν λόγω στρατηγική έχει τριπλό στόχο, ο οποίος ισορροπεί πραγματικά σε ένα τεντωμένο σκοινί: πρώτον, την οικονομική ευημερία και την προοπτική χωρίς διακοπές και πισωγυρίσματα της ελληνικής οικονομίας, δεύτερον, την κοινωνική ηρεμία καθώς τα μέτρα είναι πιο ήπια σε σχέση με άλλες χώρες και απολύτως στοχευμένα και, τρίτον, την υγειονομική θωράκιση. Ειδικά ο τρίτος στόχος είναι πολύ σημαντικός ενόψει του Ιανουαρίου και του Φεβρουαρίου. Αρκετοί προβλέπουν πως το σύστημα Υγείας θα πιεστεί ακόμα περισσότερο τους επόμενους μήνες με ένα πιθανό πέμπτο κύμα, και εκεί η κυβέρνηση για να αποφύγει νέα μέτρα θα πρέπει να έχει επιτύχει ένα πολύ μεγάλο ποσοστό εμβολιασμού. Ολες οι κινήσεις του Νοεμβρίου και του Δεκεμβρίου έχουν ακριβώς αυτόν τον στόχο: οι πρώτοι μήνες του επόμενου έτους να βρουν την ελληνική κοινωνία εμβολιασμένη και θωρακισμένη σε τέτοιο ποσοστό, που τα όποια μέτρα χρειαστούν να μη διακινδυνεύσουν ούτε την οικονομία ούτε την κοινωνική ευημερία.

από την Καθημερινή