Ο Σωκράτης Φάμελλος αποφάσισε να βγει επιθετικά στην πολιτική αρένα, καταθέτοντας μήνυση κατά της Ομάδας Αλήθειας και της Blue Skies, συνδέοντάς τες ευθέως με τη Νέα Δημοκρατία. Με ύφος «εισαγγελέα της ηθικής» εμφανίστηκε μια ωραία πρωία στα δικαστήρια και στη συνέχεια κατήγγειλε «σχέδιο χειραγώγησης και προπαγάνδας». Αν ήθελε να δείξει ότι «το πήρε προσωπικά», το πέτυχε – αλλά όχι με τον τρόπο που θα επιθυμούσε.

Το ζήτημα όμως είναι βαθύτερο. Αντί να εστιάσει σε όσα δημόσια έχουν παραδεχθεί κυβερνητικά στελέχη για τη συνεργασία τους με την Blue Skies, ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ επέλεξε να σηκώσει πολιτικά φωνές χωρίς νομική επάρκεια. Αντί για αποδείξεις, παρουσίασε απορίες.

Αντί για τεκμήρια, διατύπωσε υποψίες. Και όταν ήρθε η ώρα της απάντησης από την πλευρά της Ομάδας Αλήθειας –με εξώδικα και προαναγγελία αγωγής– ο κ. Φάμελλος άλλαξε τροπάρι.

Από το «σκάνδαλο» στο δράμα

Είναι τουλάχιστον ειρωνικό: ο ίδιος που λίγες ώρες πριν καλούσε τους θεσμούς να παρέμβουν, άρχισε να καταγγέλλει «πολιτική δίωξη» όταν η Ομάδα Αλήθειας αντέδρασε νομικά στις καταγγελίες του. Αν έδειξε κάτι όλο αυτό το επεισόδιο, είναι ότι η ελευθερία καταγγελίας στον ΣΥΡΙΖΑ θεωρείται αποκλειστικό προνόμιο.

Όταν ο αντίπαλος σηκώνει το γάντι, τότε «κινδυνεύει η δημοκρατία».
Μάλιστα, ο πρόεδρος της αξιωματικής αντιπολίτευσης έσπευσε από το βήμα της Βουλής να δηλώσει πως η μήνυση εναντίον του δεν είναι απλώς προσωπική υπόθεση, αλλά «κατευθύνεται από τον ίδιο τον Κυριάκο Μητσοτάκη». Αντικειμενικά, πρόκειται για το πιο προβλέψιμο καταφύγιο κάθε πολιτικού που χάνει την πρωτοβουλία των κινήσεων: η θεωρία της συνωμοσίας με επίκεντρο το Μέγαρο Μαξίμου.

Ο κ. Φάμελλος είχε μια χρυσή ευκαιρία να θίξει σοβαρά το ζήτημα της υπόγειας πολιτικής επικοινωνίας και της σχέσης κομματικών μηχανισμών με ιδιωτικές εταιρείες. Αντί γι’ αυτό, αρκέστηκε σε ρητορικά πυροτεχνήματα και αμήχανες ερωτήσεις του τύπου «ήταν ποτέ υπουργοί υπάλληλοι της Blue Skies;», την ώρα που Κωνσταντίνος Κυρανάκης και η Δόμνα Μιχαηλίδου το έχουν ήδη παραδεχτεί δημόσια. Τι προσπαθεί να αποκαλύψει ο κ. Φάμελλος που δεν είναι ήδη γνωστό; Και γιατί επιχειρεί να φορτώσει με μυστηριώδη υπονοούμενα όσα είναι ήδη επιβεβαιωμένα;

Η επιλογή του να μιλήσει για «σκάνδαλο δημοκρατίας» είναι εξόχως αποκαλυπτική της επικοινωνιακής ένδειας. Όταν δεν υπάρχουν στοιχεία, γενικεύουμε. Όταν δεν υπάρχει γραμμή, υψώνουμε σημαίες. Και όταν η κουβέντα πηγαίνει στο νομικό επίπεδο, τότε... φωνάζουμε για «άσκηση πίεσης» και «απαξίωση της πολιτικής».

Το πιο ανησυχητικό στη ρητορική του κ. Φάμελλου είναι η αντίληψη ότι οι πολιτικοί –ιδίως οι της Αριστεράς– έχουν κάποιο ιδιαίτερο άβατο απέναντι στη Δικαιοσύνη. Ο ίδιος προσφεύγει στον εισαγγελέα χωρίς κανείς να τον εμποδίζει. Όταν όμως πολίτες ή οργανώσεις απαντούν νομικά, τότε σύμφωνα με τον ίδιο «χειραγωγείται η δημοκρατία». Εδώ η λογική παραιτείται.

Όπως λέει και η γνωστή παροιμία, «όποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα, τον τρώνε οι κότες». Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ αποφάσισε να μπλέξει σε μια υπόθεση πολιτικής πόλωσης με όρους παλιάς, καταγγελτικής Αριστεράς, αλλά η εποχή έχει αλλάξει. Οι πολίτες ζητούν αλήθειες, όχι εντυπώσεις. Απαιτούν σοβαρότητα, όχι «στρατηγική καταγγελίας με το βλέμμα στο Twitter».

Τι έμεινε τελικά;

Μέσα σε λίγα 24ωρα, ο Σωκράτης Φάμελλος κατάφερε να ξεκινήσει με το «ηθικό πλεονέκτημα» και να καταλήξει απολογούμενος για τους χειρισμούς του. Όχι επειδή η Ομάδα Αλήθειας είναι υπεράνω κριτικής, αλλά γιατί ο τρόπος με τον οποίο επελέγη να γίνει η αντιπαράθεση υποβάθμισε το ίδιο το θέμα.

Η κυβέρνηση δεν χρειάστηκε να απαντήσει. Αρκούσε να αφήσει τον Φάμελλο να εκτεθεί από μόνος του. Και το κατάφερε.