Του Νίκου Χιδίρογλου
Αυτή η υπόθεση της «προοδευτικής διακυβέρνησης», που εξακολουθούν να προτάσσουν οι άνθρωποι του ΣΥΡΙΖΑ, εγείρει ερωτήματα για το πώς βλέπουν το αύριο. Λογικό είναι οι προτάσεις τους, που εξαρχής αποκλείουν την όποια ανάπτυξη δυναμικής και την αυτοδυναμία του κόμματός τους, να προβληματίζουν τους ψηφοφόρους.
Με λίγα λόγια, ο ΣΥΡΙΖΑ εγγυάται αστάθεια διά του εκλογικού νόμου που ψήφισε ο ίδιος ως κυβέρνηση, όταν αντιλήφθηκε διά των δημοσκοπήσεων –από τις αρχές του 2016– ότι χάνει το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια του. Διότι, υπενθυμίζουμε, ο ΣΥΡΙΖΑ διοίκησε μαζί με τους ΑΝΕΛ με ενισχυμένη αναλογική. Θέλει τώρα να διαχειριστεί τις όποιες συνθήκες αστάθειας θα δημιουργήσει ο νόμος που ψήφισε.
Ο εκπρόσωπος της Κουμουνδούρου μάς μιλά για «μια προοδευτική διακυβέρνηση που θα βάλει φρένο στον κατήφορο». Κατήφορο όμως μπορεί να δημιουργήσει μόνο ο νόμος για την απλή αναλογική, υπό την έννοια ότι θα απαιτηθεί και δεύτερη κάλπη και θα χαθεί χρόνος.
Φυσικά, το σαθρό αφήγημα των αριστεριστών πλαισιώνεται και από διάφορες θεωρίες συνωμοσίας, όπως π.χ. περί του πώς θα διανεμηθούν τα χρήματα του Ταμείου Ανάκαμψης. Αυτό και πολλά άλλα, χωρίς κάποιον συγκεκριμένο προβληματισμό επί της όποιας διαδικασίας, στην αριστεριστική λογική τού να λέγεται ό,τι να ’ναι, φτάνει να αφήνει σκιές για τα πεπραγμένα της κυβέρνησης.
Κι ενώ οι δημοσκοπήσεις δείχνουν τον ΣΥΡΙΖΑ πολύ πίσω, μας λέει ο εκπρόσωπος του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης ότι η ηγεσία της ΝΔ πιέζεται να προκηρύξει τώρα εκλογές, «με την προσδοκία ότι η ήττα θα είναι μικρότερη και θα μπορεί να τη διαχειριστεί εσωκομματικά την επόμενη μέρα». Αλήθεια, πού τα βρίσκουν; Ολα αυτά με απανωτές σφυγμομετρήσεις της κοινής γνώμης να δείχνουν τον ΣΥΡΙΖΑ να έπεται κατά οκτώ και πλέον μονάδες; Ετσι παρηγορούν τον εαυτό τους; Με παραισθησιογόνα ρητορική;
Ουδείς μπορεί να απαγορεύσει στους ανθρώπους του ΣΥΡΙΖΑ να παριστάνουν ότι έχουν ανατρέψει την εις βάρος τους κατάσταση και ότι ετοιμάζονται για μια «προοδευτική διακυβέρνηση» (με ποιους;), όπως και αν την εννοούν. Απλά, την επομένη των εκλογών η ηγεσία των αριστεριστών θα έχει να κάνει με την οργή της εναπομείνασας βάσης.