Κανένας χριστιανός δεν αμφισβητεί ότι: «είναι πρωταρχικό και  διακριτικό καθήκον του επισκόπου να τελεί την ευχαριστία, “το φάρμακο της αθανασίας”», όπως αναφέρει ο Μητροπολίτης Διοκλείας Καθηγητής Κάλλιστος Ware [καταχωρίζοντας χωρίο των επιστολών προς Μαγνησιείς, σ. 1, προς Σμυρναίους, 8.1, και προς Εφεσίους 20.2] στο σπουδαίο σύγγραμμά του «Η Ορθόδοξος Εκκλησία». Την ίδια αναφορά επαναλαμβάνει με σαφή επικοινωνιακή σκοπιμότητα και η απόφαση της Δ.Ι. Συνόδου της Ιεραρχίας με πρόταση του προκαθημένου – προέδρου της κ.κ. Ιερωνύμου, υπαινισσόμενη «εν τω βάθει» ότι – πιθανόν – η θεία κοινωνία είναι … και «φάρμακο» για την θεραπευτική(!) αντιμετώπιση του κορωνοϊού covid-19…

Γράφει ο Γιάννης Γ. Ζαφειρόπουλος, Νομικός – πρ. Υφυπουργός Εξωτερικών

Το μυστήριο της θείας ευχαριστίας μαζί με το μυστήριο του βαπτίσματος «προεξάρχουν των άλλων θείων μυστηρίων». Ειδικά η θεία ευχαριστία είναι το κέντρο της κοινής προσευχής και αυτή η αντίληψη ενισχύθηκε – αλλά και ταυτόχρονα κινδύνευσε να καταντήσει «ένα είδος ευσεβιστικού “ψυχολογισμού”» (βλ. π. Γ. Φλωρόφσκι «θέματα Ορθοδόξου Θεολογίας») – από τη διδασκαλία του Ιωάννη της Κροστάνδης στη Ρωσία, από την πρακτική της οργάνωσης «Ζωή» στην Ελλάδα και από την τακτική των Κολλυβάδων στο Άγιο Όρος, οι οποίοι ταύτισαν στο πλαίσιο εθνοφυλετικών αντιλήψεων την … αναγέννηση του ελληνικού έθνους και του Ορθόδοξου Χριστιανισμού με την καθημερινή λήψη της θείας κοινωνίας και την προαπαιτούμενη τέλεση της θείας ευχαριστίας.

Το μυστήριο της θείας ευχαριστίας είναι «θεοσύστατο» και Ιησούς Χριστός το «παρέδωσε» στους μαθητές του το βράδυ της Μεγάλης Πέμπτης κατά τον Μυστικό Δείπνο και τους ανέθεσε την αποστολή της διαιώνισής του λέγοντας προς αυτούς «τούτο ποιείτε εις την εμήν ανάμνησιν». Και αποτελεί «πραγματική επανάληψη του εξιλαστηρίου θανάτου του Κυρίου Ιησού Χριστού». Η Α.Θ.Π. ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος στο σύγγραμμά του «Συνάντηση με το Μυστήριο» αναφέρει – και ορθά – ότι: «Η Θεία Ευχαριστία δεν αποτελεί πνευματικό βραβείο επειδή επιδοθήκαμε σε σκληρά ασκητικά γυμνάσματα. Αντίθετα ο πιστός προσέρχεται στο Μυστήριο της Θείας Κοινωνίας «ίνα μη θηριάλωτος γίνεται υπό του νοητού λύκου της αμαρτίας».

Όλοι οι ορθόδοξοι χριστιανοί γνωρίζουν και αποδέχονται την αντίληψη ότι αν επιδιώκουν την αιώνιο ζωή οφείλουν να λαμβάνουν την θεία κοινωνία «μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης» και έτσι να «κοινωνούν» του αχράντου σώματος και του τιμίου αίματος του Ιησού Χριστού σύμφωνα με την εντολή του. Όμως όσοι προσέρχονται να λάβουν την θεία κοινωνία, πρέπει να έχουν προετοιμαστεί και να έχουν διανύσει την περίοδο της μετανοίας που οφείλουν γιατί «μηδείς μένων ένοχος προσίτω». Γιατί όπως αναφέρεται από τον Δρ. Αλ. Καρακίδη: «Η προσέλευση στο ιερό μυστήριο αναξίως, είναι προσβολή της αγάπης του θεού, περιφρόνηση του απολυτρωτικού έργου του Ιησού Χριστού, βεβήλωση του αχράντου σώματός Του και του τιμίου αίματός Του. Η προσέλευση αυτή με ελαστική και πονηρή συνείδηση φέρει την αιώνιο κόλαση» [Βλ. Αλ. Κορασίδη Θεολογία και ζωή», – Ιωάν. Χρυσοστόμου, Ομιλία εις το κατά Ιωάννην, PG, 59, 262].

Ο π. Αλέξανδρος Σμέμαν στο σημαντικό έργο του «Θεολογία και Ευχαριστία» αναφέρει ότι «Επειδή η θεία κοινωνία [θεία μετάληψη στους πιστούς] έχει παύσει να είναι η αυταπόδεικτος ολοκλήρωσις του ευχαριστιακού μυστηρίου, δεδομένου ότι το 90% των ευχαριστιακών μας λειτουργιών τελούνται χωρίς να μεταλαμβάνει κανείς, ανεπτύχθη μια πρόσθετος και ουσιαστικώς ανεξάρτητος θεολογία της θείας ευχαριστίας ως θυσίας, εγκύρου καθ’ εαυτήν, ανεξαρτήτως της παρουσίας ή της συμμετοχής του λαού».

Το κυριαρχικό στοιχείο του μυστηρίου της θείας ευχαριστίας «φέρει όψιν διττήν, ον μυστήριον εν ταυτώ και θυσία» όπως υποστηρίζει ο Καθηγητής Ανδρέας Θεοδώρου στο σύγγραμμά του «Η ουσία της Ορθοδοξίας» και προσθέτει ότι «… τη του ιερέως καθαγιαστική επικλήσει (και ποίησον τον μεν άρτον τούτον τίμιον Σώμα του Χριστού Σου κλπ.) μεταβάλλονται ή μεταποιούνται ή μεταστοιχειούνται εις το πραγματικόν σώμα και αίμα του Χριστού». Είναι ως εκ τούτου προφανές ότι το μυστήριον της θείας ευχαριστίας ολοκληρώνεται από τον εκτελεστήν αυτού (επίσκοπο ή πρεσβύτερο) και δεν απαιτείται η παρουσία ή η συμμετοχή του λαού, των πιστών, του ποιμνίου για την ολοκλήρωσή του με τη (μετά)ληψη της θείας κοινωνίας από τρίτους εκτός του ιερουργού (επισκόπου ή πρεσβυτέρου).

Η επαναληπτική χρησιμοποίηση της λαβίδας, του «κοχλιαρίου», του ειδικού κουταλιού κατά τη (μετά)ληψη της θείας κοινωνίας εγκυμονεί κινδύνους μετάδοσης – διασποράς του κορωνοϊού με τα υπολείμματα του σάλιου πιστού που νοσεί (φέρει τον κορωνοϊό), αλλά και νοθεύει με ασέβεια και θράσος «το άχραντο σώμα και το τίμιο αίμα» του μυστηριακά θυσιαζόμενου Ιησού Χριστού, για τη σωτηρία του ανθρώπου!

Η προστασία της υγείας του κοινωνικού συνόλου ανήκει στα καθήκοντα και τις αρμοδιότητες του κράτους και η πλημμελής άσκησή τους είναι δυνατό να ελέγχεται δικαστικά και να επιβάλλεται η αναγκαστική εφαρμογή των νομικών κανόνων που θέτει η Πολιτεία. Παρόμοια νομική υποχρέωση έχουμε όλοι οι πολίτες [πιστοί ή όχι] και πρώτοι οι λειτουργοί της Εκκλησίας, δεδομένου ότι υφίσταται και ειδική ποινική πρόβλεψη σε περίπτωση παραβίασης μέτρων για την πρόληψη ασθενειών.

Εφόσον η Εκκλησία επιλέγει μία καιροσκοπική στάση που χαρακτηρίζεται από έναν απαράδεκτο θεολογικό λαϊκισμό και αναδεικνύει έναν παρακμιακό εμμονικό «ευσεβισμό», οφείλουν οι κρατικές αρχές να δράσουν.

Όμως έχει και η Εκκλησία περιθώρια να επαναξιολογήσει τη στάση της, γιατί οφείλει να γνωρίζει … «τα περί του κουνουπιού και της καμήλας»! Η Εκκλησία της Ελλάδος, οφείλει να περιορίζεται στην ολοκλήρωση του μυστηρίου της θείας ευχαριστίας, από τον ιερουργό – εκτελεστή του μυστηρίου χωρίς να καλεί τους πιστούς να προσέλθουν για τη (μετά)ληψη της θείας κοινωνίας «μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης» και μάλιστα απροετοίμαστοι χωρίς εξομολόγηση και μετάνοια!

Σε αντίθετη περίπτωση ας επιβάλλει η Ιεραρχία σε όσους πιστούς επιθυμούν οπωσδήποτε να λάβουν τη θεία κοινωνία να φέρουν μαζί τους λαβίδα ή «κοχλιάριο», ή κουταλάκι μιας χρήσης!

Και τελικά δεν θα τους τιμωρήσει ο Θεός αν απόσχουν για λίγες εβδομάδες από τη (μετά)ληψη της θείας κοινωνίας, ακόμη και αν δηλώνουν … «νεοζηλωτές»!

Και μη ξεχνούν οι Άγιοι Πατέρες μας και οι ανυπόμονοι (!)  πιστοί η Οσία Μαρία η Αιγυπτία έμεινε και ασκήτευε υποδειγματικά στην έρημο επί σαράντα (40) ολόκληρα χρόνια χωρίς θεία κοινωνία – όπως αναφέρει ο Δρ. Αλ. Κορακίδης στο βιβλίο του «Θεολογία και Ζωή» – ύστερα από τη μοναδική και ολοκληρωτική της μετάνοια και κοινώνησε μόνο την τελευταία στιγμή της ζωής της.