To «tomanifesto» φέρνει στο φως την εισαγγελική πρόταση για την παραπομπή Παπαγγελόπουλου στο Ειδικό Δικαστήριο – Ολο το σκεπτικό της κυρίας Μετσοβίτου-Φλουρή.

 

Η διατύπωση και τεκμηρίωση της εισαγγελικής πρότασης, για παραπομπή σε δίκη του πρώην υπουργού Δικαιοσύνης Δημήτρη Παπαγγελόπουλου και τριών εισαγγελικών λειτουργών, μεταξύ αυτών η πρώην προϊσταμένη της Εισαγγελίας Διαφθοράς, Ελένη Τουλουπάκη, δεν αφήνει περιθώρια αμφισβήτησης των κατηγοριών που τους αποδίδονται.

Στην πολυσέλιδη πρόταση της, και σχετικά με τον ρόλο «ενορχηστρωτή» του πρώην υπουργού, η εισαγγελέας, μεταξύ άλλων, επισημαίνει: «Οπως δε προέκυψε από τα στοιχεία της δικογραφίας, ο κατηγορούμενος, εκμεταλλευόμενος καταχρηστικά όχι μόνο την πολιτική θέση του ως αναπληρωτού υπουργού Δικαιοσύνης αλλά και τις παλαιότερες θέσεις που είχε υπηρετήσει, ως προϊστάμενος της Εισαγγελίας Πρωτοδικών, σε χρόνο που συνυπηρετούσε ως υφισταμένη του η κατηγορουμένη Ελένη Τουλουπάκη, και στην ΕΥΠ, θέσεις που του προσέδιδαν κύρος, αξιοπιστία και εμπειρία και εμπνέοντας σε αυτούς, ως πρώην συνάδελφός τους, ανάλογη εμπιστοσύνη. Με τον τρόπο αυτόν και αφού προηγουμένως τον ενημέρωναν οι συγκατηγορούμενοί του εισαγγελείς Διαφθοράς για την εξέλιξη της υπόθεσης αυτής, αυτός με πειθώ, επαναλαμβανόμενες προτροπές, συνεχείς παρεμβάσεις και καθοδήγηση, αποσκοπούσε στο να κατευθύνει και επηρεάζει την υπηρεσιακή συμπεριφορά τους και τις ενέργειές τους, ενθαρρύνοντας αυτούς στη συστηματική παραβίαση πρωταρχικών δικονομικών και δεοντολογικών κανόνων που διέπουν τη διεξαγωγή της προκαταρκτικής εξέτασης».

Χαρακτηριστική, του ρόλου του πρώην υπουργού, είναι και η παρακάτω διατύπωση-διαπίστωση στην εισαγγελική πρόταση: «Οπως προέκυψε από τα αποδεικτικά στοιχεία, προέβη σε παρεμβάσεις που στοιχειοθετούν τη νομοτυπική μορφή της παράβασης καθήκοντος, σε βάρος των εισαγγελικών λειτουργών Τουλουπάκη, Ράικου, Τσατάνη, Αθανασίου, προκειμένου να επηρεάσει και κατευθύνει τις υπηρεσιακές τους ενέργειες σχετικά με τον χειρισμό υποθέσεων τις οποίες ερευνούσαν. Η πράξη αυτή, κατά το σκέλος που αφορά την παρέμβασή του στη συγκατηγορούμενή του Τουλουπάκη, τα πραγματικά περιστατικά, που θεμελιώνουν τη συγκεκριμένη κατηγορία, ταυτίζονται και είναι ίδια, εξ ολοκλήρου κατά περιεχόμενο, με τα πραγματικά περιστατικά της πράξης της ηθικής αυτουργίας στην κατάχρηση εξουσίας σε όλες τις μορφές της και της ηθικής αυτουργίας σε παράβαση καθήκοντος, φερομένη ως τελεσθείσα από τους εισαγγελείς Διαφθοράς».

Ενώ για τις παρεμβάσεις του στους τρεις άλλους εισαγγελικούς λειτουργούς, υπογραμμίζεται: «Κατά το σκέλος της παράβασης καθήκοντος, που αφορά την παρέμβασή του στους τρεις άλλους εισαγγελικούς λειτουργούς (Ράικου, Τσατάνη, Αθανασίου), προέκυψαν από το αποδεικτικό υλικό της δικογραφίας τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά.

Περί τον μήνα Νοέμβριο-Δεκέμβριο του 2015, παρενέβη στο έργο της εισαγγελέως Εφετών Γεωργίας Τσατάνη, από την οποία ζήτησε, με απειλές και ασκώντας της πίεση, να ενεργήσει με συγκεκριμένο τρόπο που ο ίδιος επιθυμούσε και της επέδειξε, όσον αφορά τον χειρισμό συγκεκριμένης δικογραφίας. Η συγκεκριμένη εισαγγελέας διενεργούσε προκαταρκτική εξέταση, μετά από παραγγελία της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου προς διακρίβωση της τέλεσης αξιόποινων πράξεων σε βάρος του Ανδρέα Βγενόπουλου. Ο κατηγορούμενος (Παπαγγελόπουλος) της υπέδειξε με τρόπο φορτικό και πιεστικό, προκειμένου να ενεργήσει με συγκεκριμένο δικονομικό χειρισμό της υπόθεσης, δηλαδή να επιστρέψει τη δικογραφία στην τότε εισαγγελέα Διαφθοράς Ελένη Ράικου, προκειμένου να ασκηθούν ποινικές διώξεις, όπως της δήλωσε».

«Περί τον μήνα Μάρτιο 2017 παρενέβη στο έργο της τότε εισαγγελέως Διαφθοράς Ελένης Ράικου, από την οποία ζήτησε, ασκώντας της πίεση και απειλώντας την, να ενεργήσει με συγκεκριμένο τρόπο που ο ίδιος της υπέδειξε στον χειρισμό της υπόθεσης Novartis, η οποία εκκρεμούσε στα χέρια της και διενεργούσε σχετική έρευνα…

Σε τηλεφωνική επικοινωνία που είχε μαζί της, αρχές Μαρτίου 2017, την πίεσε απαιτώντας από αυτήν επιτακτικά να διαβιβάσει τον σχετικό φάκελο της δικογραφίας στη Βουλή, προκειμένου να ενεργοποιηθεί ο νόμος περί ευθύνης των υπουργών, χωρίς να υπάρχουν στοιχεία κατά των πολιτικών προσώπων, τα οποία θα δικαιολογούσαν την ενέργεια αυτήν, γεγονός το οποίο ο ίδιος γνώριζε, παρά ταύτα την προέτρεψε, όπως η ίδια κατέθεσε, να κατασκευάσει στοιχεία εναντίον τους. Στη δε απάντηση της Ράικου “δεν είμαι της σχολής αυτής”, την απείλησε με τη φράση ‘‘κάτσε να δεις αν θα σου βγει σε καλό η σχολή σου”».

Είναι αξιοσημείωτη εδώ η αναφορά της εισαγγελέως, στην επιμονή του Δ. Παπαγγελόπουλου να κατασκευάσει στοιχεία, με χαρακτηριστικό παράδειγμα του μάρτυρα Φρουζή. «[…] Από την ανωτέρω στιχομυθία διαφαίνεται καθαρά ότι το ενδιαφέρον του εστιάστηκε αποκλειστικά στην όσο το δυνατόν γρηγορότερη διαβίβαση της δικογραφίας στη Βουλή, χωρίς να τον απασχολεί καθόλου το αυτονόητο, δηλαδή αν υπάρχουν στοιχεία, σε τι συνίστανται αυτά και σε ποιους αφορούν. Παρότι δε του γνωστοποιείται από τη Ράικου η ανυπαρξία στοιχείων, της προτείνει την “εύκολη λύση της κατασκευής” στοιχείων. Το γεγονός ότι γνώριζε ότι δεν υπήρχαν στοιχεία σε βάρος πολιτικών προσώπων, το παραδέχτηκε και ο ίδιος δημόσια σε μεταγενέστερο χρόνο».

 

Η κατάθεση Φρουζή

«[…] Οι πιέσεις αυτές ασκήθηκαν με την απειλή διώξεως εναντίον του και ειδικότερα λέγοντάς του σε συναντήσεις τους ότι για τα πρόσωπα αυτά είχαν ενοχοποιητικά στοιχεία, ότι αντιμετωπίζει την ποινή της ισόβιας κάθειρξης, λόγω των επιβαρυντικών στοιχείων από την κατάθεση άλλου μάρτυρα εναντίον του, επίσης αναφέροντας ότι “τώρα πια σε ξέρει όλη η Ελλάδα, η μόνη σου προστασία είναι να πάνε αυτοί φυλακή.

Μην ανησυχείς, θα πρέπει να συνεισφέρεις να μην επανεκλεγούν, να μην έρθουν στην κυβέρνηση και να πάνε φυλακή”, ότι “αν δεν συνδράμει να πάνε αυτοί οι πολιτικοί φυλακή και έρθουν στην κυβέρνηση, θα τους εκδικηθούν όλους”, ότι “δεν έχεις δηλώσει εισοδήματα και δεν θα ξαναδείς τα παιδιά σου” […]»

Η Τoυλουπάκη και άλλοι

«[…] Οι κατηγορούμενοι, κατά παράβαση των δικονομικών εγγυήσεων, με τη μεθοδολογία λήψης διαδοχικών χειραγωγημένων και κατευθυνόμενων καταθέσεων, εξέταζαν αυτούς σε διάρκεια μηνών, επιχειρώντας με κάθε επόμενη κατάθεση να συμπληρώσουν την προηγούμενη, αντί να λαμβάνονται οι καταθέσεις άπαξ, έστω και για πολλές ώρες και να ολοκληρώνονται σε μια φορά, χωρίς να προκύπτει λόγος που να δικαιολογεί τη διακοπή

της κατάθεσης και τη μη ολοκλήρωση της, επιτρέποντας σε αυτούς αλλά και επιβάλλοντας, με εκμετάλλευση της δυσχερούς θέσης τους, ότι ως εμπλεκόμενοι μπορούν να καταστούν ανά πάσα στιγμή κατηγορούμενοι, να καταθέσουν εν γνώσει τους (των κατηγορουμένων) ψευδή περιστατικά, που ήταν επιθυμητά σε αυτούς (κατηγορούμενους)… Παράλληλα απείχαν από διενέργεια οποιασδήποτε πράξης έρευνας που θα μπορούσε να παράσχει αντικειμενικά στοιχεία, καθόσον αυτά θα αντιστρατεύονταν τις ψευδείς καταθέσεις αφού δεν ερωτώνται για κρίσιμα στοιχεία και δεν καλούνται να τα τεκμηριώσουν, κατονομάζοντας τις πηγές που τα ανέφεραν ούτε να διευκρινίσουν τα αντιφατικά στοιχεία. Αλλά και χωρίς να ερευνήσουν απολύτως τίποτα άλλο επί μήνες, όπως τις επιλήψιμες δραστηριότητες της Novartis σχετικά με δωροδοκίες γιατρών, αυξημένες καταβολές σε εταιρείες μέσων ενημέρωσης, που χρησιμοποιούνταν ως μέσο ξεπλύματος χρήματος με σκοπό δωροδοκίες και επηρεασμού γιατρών ως προς τις συνταγογραφήσεις φαρμάκων της Novartis που περιγράφονται με το υπ’ αριθμ.ΝΚ2057320 S 105/1-8-17 έγγραφο του υπουργείου Δικαιοσύνης των ΗΠΑ προς την Εισαγγελία Εγκλημάτων Διαφθοράς, με συνέπεια μάλιστα την παραγραφή ορισμένων υποθέσεων. Επίσης δεν ερεύνησαν ούτε το περιεχόμενο 14 λογαριασμών της Novartis και δεν εξέτασαν τους 19 υποδειχθέντες από τη Novartis υπαλλήλους της, όπως τα στοιχεία αυτά αναφέρονται στο από 22-6-17 έγγραφο του υπουργείου Δικαιοσύνης των ΗΠΑ προς την Εισαγγελία Διαφθοράς, εστιάζοντας το ερευνητικό τους ενδιαφέρον στην αναζήτηση επιβαρυντικών στοιχείων σε βάρος των πολιτικών προσώπων».

Και ακόμη: «Δεν διαβίβασαν αμελητί τα στοιχεία για τα πολιτικά πρόσωπα στη Βουλή, όπως ορίζει το άρθρο 86 παρ. 3 του συντάγματος, ενώ οι μάρτυρες τουλάχιστον από 6-11-2017 είχαν αναφερθεί σε αυτά, αλλά συνέχισαν ανακριτικές πράξεις στοχευμένα σε βάρος πολιτικών προσώπων και για διάστημα τριών μηνών από (6/11/2017 – 5/2/2018) για φερόμενα τελεσθέντα από αυτούς αδικήματα απιστίας και δωροδοκίας, κατευθύνοντας την έρευνα».

 

Από την έντυπη έκδοση της εφημερίδας “Τo Μanifesto”