Τίποτε δεν υπάρχει για ορισμένους στον ΣΥΡΙΖΑ πάνω από τον ΣΥΡΙΖΑ. Το κόμμα είναι το παν. Ο ελληνικός λαός πλήρωσε ακριβά αυτήν την πολιτική επιλογή και έκανε πάρα πολλές αχρείαστες θυσίες για να τους μάθει.

 

Γράφει ο Ανδρέας Λοβέρδος

 

Εχει ειπωθεί ότι ο χρόνος είναι εκ φύσεως σοφός γιατί το μικροσκόπιό του τελικά διευκρινίζει τις κρίσιμες ιστορικές στιγμές και αποκαλύπτει τις πραγματικές διαστάσεις τους όταν πλέον εκείνες είναι απαλλαγμένες από το πάθος και το συναίσθημα του ενεστώτος χρόνου. Υστερα από είκοσι δύο χρόνια στα κοινοβουλευτικά έδρανα είμαι σε θέση να πω με βεβαιότητα ότι κανένας πολιτικός δεν εύχεται να διαπιστώνει πως είχε άδικο ή έσφαλε σε κρίσιμες στιγμές της κοινοβουλευτικής διαδρομής του. Αλίμονο, όμως, υπάρχουν φορές που η προσωπική ιστορική δικαίωση μακάρι και να μην ερχόταν όταν αυτή συνεπάγεται ζημία για την πατρίδα.

 

Μια τέτοια στιγμή είναι ασφαλώς και δυστυχώς η ανάμνηση της συζήτησης στην Ολομέλεια της Βουλής το Σάββατο της 27ης Ιουνίου 2015, τότε που το μέλλον της χώρας, της κοινωνίας, της οικονομίας κρεμόταν από μια κλωστή, τότε που η πιο ανεύθυνη κυβέρνηση όλων των εποχών, η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, καταστρατηγώντας το σύνταγμα και υπό το βάρος της πλήρους αποτυχίας της, έθεσε στον ελληνικό λαό το πιο διχαστικό, το πιο επικίνδυνο, το πιο κάλπικο δίλημμα που θα μπορούσε να τεθεί. Τότε που αρνήθηκε να επωμισθεί τις συνέπειες των ενεργειών της μετακυλίοντας το πρόβλημα στους Ελληνες πολίτες.

 

Σήμερα, έχοντας την απόλυτη εμπειρία των πράξεων και των απόψεων αυτών των ανθρώπων, μπορούμε εύλογα να καταλάβουμε γιατί διακινδύνευσαν τότε τόσο πολλά για τόσο λίγα. Γιατί απλούστατα τίποτε δεν υπάρχει για ορισμένους στον ΣΥΡΙΖΑ πάνω από τον ΣΥΡΙΖΑ. Το κόμμα είναι το παν. Ο ελληνικός λαός πλήρωσε ακριβά αυτήν την πολιτική επιλογή και έκανε πάρα πολλές αχρείαστες θυσίες για να τους μάθει. Υπήρχαν όμως και εκείνοι που είχαμε καταλάβει εξαρχής ποια είναι τα αποτελέσματα του άκρατου λαϊκισμού. Γι’ αυτό και έκανα λόγο παραπάνω για προσωπική ιστορική δικαίωση, δυστυχώς με μεγάλο κόστος για την πατρίδα.

 

Επτά χρόνια μετά, μου ζητάτε μέσα από αυτές τις γραμμές να σχολιάσω το νόθο δημοψήφισμα του 2015. Δεν χρειάζεται να προσθέσω ή να αφαιρέσω τίποτε. Παραθέτω verbatim τρία μικρά πλην απολύτως ενδεικτικά αποσπάσματα από την αγόρευσή μου στη Βουλή εκείνη την κρίσιμη νύχτα ως εισηγητή του ΠΑΣΟΚ: «[…] ναι στην Ευρωπαϊκή Ενωση», ναι στο ευρώ, όχι στην κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Αυτό το δημοψήφισμα –το επαναλαμβάνω και θα το λέω μέχρι το τέλος της ομιλίας μου‒ δεν πρέπει να γίνει […]».

«[…] Με αόριστα ερωτήματα δεν γίνονται δημοψηφίσματα. Διότι, κυρίες και κύριοι βουλευτές, ακόμα κι ένας πρωτοετής φοιτητής της Νομικής ξέρει ότι το δημοψήφισμα είναι μία πάρα πολύ καλή, από δημοκρατικής απόψεως, ενέργεια στο πλαίσιο μιας δημοκρατίας, αλλά είναι και μια ύποπτη διαδικασία, όταν η απάντηση εκμαιεύεται από το ερώτημα. Και εσείς θέλετε να εκμαιεύσετε την απάντηση από τον τρόπο που θέτετε το μέχρις αυτήν τη στιγμή αόριστο ερώτημά σας. Είναι ύποπτο το ερώτημα έτσι όπως το θέσατε. Και είναι ύποπτο, κυρίες και κύριοι βουλευτές, γιατί ουδείς επιθυμεί να λάβει τη δυσάρεστη απόφαση επιβολής φόρου. Κανείς δεν το θέλει αυτό. Και πρέπει να ξέρει ο ερωτώμενος πολίτης ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στις δύο προτάσεις ως προς τους φόρους που καλείται να αρνηθεί και ως προς εκείνους που καλείται να αποδεχθεί σύμφωνα με την πρόταση Τσίπρα […]».

«[…] Ακόμη, κυρίες και κύριοι βουλευτές ‒το είπε ο κ. Βενιζέλος‒ έχουμε ένα πρόβλημα εδώ. Το άρθρο 44, παράγραφος 2 του συντάγματος μας λέει ότι για θέματα δημοσιονομικά που ρυθμίζουν ψηφισμένα σχέδια νόμου δεν επιτρέπεται να γίνει δημοψήφισμα, γιατί τεκμαίρεται ότι κατά το 90%-95%, ο ερωτώμενος πολίτης θα πει ‘‘όχι’’. Και τα μείζονα εθνικά θέματα μπορεί να είναι και οικονομικά θέματα. Σωστά το είπε ο κ. Βίτσας. Ομως, όταν το ένα από τα δύο κείμενα που μας διανείματε πριν από λίγα λεπτά ‒και το μαθαίνουμε από το ρεπορτάζ και όχι επισήμως και είμαστε Βουλή των Ελλήνων!‒ περιλαμβάνει πληθώρα δημοσιονομικών μέτρων, το καταστρατηγείτε το σύνταγμα στην ουσία του ή δεν το καταστρατηγείτε; Είναι Πρόεδρος της Δημοκρατίας ο κ. Προκόπης Παυλόπουλος και όχι της Πλειοψηφίας. Δεν είναι Πρόεδρος της Πλειοψηφίας και οφείλει να ασκήσει τα καθήκοντά του. Τον καλούμε να το κάνει αυτό και θα επιμείνουμε σ’ αυτήν μας την πρόσκληση […]».

 

Τι θέλω να κρατήσω, πάνω απ’ όλα ως Ελληνας, από εκείνη την περίοδο; Καθαρό: δύο ναι και ένα όχι. Το ναι στην Ευρωπαϊκή Ενωση, το ναι στο ευρώ, το όχι στον ΣΥΡΙΖΑ. Τα παθήματα, ιδίως τα τόσο σκληρά, πρέπει να γίνονται διά βίου μαθήματα. Και για μένα το συμφέρον της πατρίδας είναι άρρηκτα δεμένο με το συμφέρον της Ευρώπης. Οσοι αυτό το έθεσαν σε διακινδύνευση μία φορά, θα είναι πάντοτε επίφοβοι να το ξανακάνουν. Εχω την τιμή να ανήκω σε μία παράταξη που βάζει την Ελλάδα πάνω από το κόμμα, γι’ αυτό και έχω κάθε δικαίωμα να ασκώ κριτική σε εκείνους που βάζουν το κόμμα πάνω από την Ελλάδα, σε εκείνους που καταστρατήγησαν κάθε έννοια νομιμότητας με μοναδικό σκοπό τη νομή της εξουσίας. Γιατί στο τέλος της ημέρας σημασία δεν έχει τι λες, αλλά τι κάνεις για τη χώρα σου.

 

Από την έντυπη έκδοση της εφημερίδας “Τo Μanifesto”