Το ΠΑΣΟΚ είναι εδώ. Είναι εδώ, όντως – αλλά κανείς δεν μπορεί να καταλάβει με σιγουριά πού ακριβώς εδώ. Είναι υπέρ της άρσης της μονιμότητας στο Δημόσιο ή κατά; Στηρίζει την αξιοκρατία ή φοβάται μην ανοίξει εσωκομματικό εμφύλιο;
Έχει πολιτική πρόταση ή απλώς υπογράφει ό,τι λέει η Κωνσταντοπουλου και ο ΣΥΡΙΖΑ, μπας και κληρονομήσει το ακροατήριό τους; Το βέβαιο είναι ότι είναι μπερδεμένο. Το αν είναι και δυνατό, θα το κρίνει η ιστορία – ή μάλλον η κάλπη.
Ο Νίκος Ανδρουλάκης, με αφορμή την πρόταση του πρωθυπουργού για αναθεώρηση της μονιμότητας στο Δημόσιο, έδωσε άλλη μια παράσταση του πολιτικού θεάτρου του «ναι μεν, αλλά». Κατήγγειλε την υποκρισία της κυβέρνησης, αλλά δεν είπε αν συμφωνεί με την ουσία της πρότασης. Υποσχέθηκε ότι κάποια στιγμή θα καταθέσει τις δικές του προτάσεις – όταν με το καλό… φτάσει ο προϋπολογισμός. Ως τότε, ο πολίτης να κάνει υπομονή. Η πολιτική ξεκάθαρης θέσης μπορεί να περιμένει.
Και φυσικά δεν είναι η πρώτη φορά. Το ΠΑΣΟΚ του Ανδρουλάκη έχει γίνει το κόμμα του «όχι σε όλα και ναι σε τίποτα». Δεν στήριξε ούτε την επιστολική ψήφο, ούτε τα μη κρατικά πανεπιστήμια, ούτε την επιτάχυνση των διαδικασιών του ΑΣΕΠ, ούτε τις αυξήσεις στον κατώτατο μισθό, ούτε καν τις βελτιώσεις στη Δικαιοσύνη. Αντιπολίτευση χωρίς πυξίδα.
Ό,τι και να φέρει η κυβέρνηση, το ΠΑΣΟΚ καταψηφίζει ή απέχει. Και ό,τι κι αν ρωτήσεις τον αρχηγό του, σου απαντά ότι θα καταθέσει προτάσεις… σύντομα. Το «σύντομα» έχει καταντήσει η πιο μακρινή λέξη στο πολιτικό του λεξιλόγιο.
Στην πραγματικότητα, το ΠΑΣΟΚ φαίνεται να παγιδεύεται στη μίμηση του ΣΥΡΙΖΑ – με την ψευδαίσθηση ότι η καταγγελία χωρίς θέσεις και η καταψήφιση χωρίς εναλλακτική οδηγεί στην εξουσία. Κάνει, δηλαδή, το ίδιο λάθος που οδήγησε τον ΣΥΡΙΖΑ στη συρρίκνωση και στην αποξένωση από την κοινωνία. Ο κόσμος πια δεν θέλει φωνές που λένε μόνο «όχι». Θέλει πολιτικούς που τολμούν να πουν ναι σε κάτι. Που παίρνουν θέση, όπως έλεγε και ο Μακιαβέλι: «Ο ηγέτης αποκτά κύρος με το να είναι είτε αληθινός φίλος είτε πραγματικός εχθρός. Αυτή η τακτική έχει πολύ περισσότερα πλεονεκτήματα από την απλή ουδετερότητα.»
Το πρόβλημα δεν είναι απλώς επικοινωνιακό. Είναι βαθιά πολιτικό. Το ΠΑΣΟΚ δεν έχει αποφασίσει τι θέλει να είναι. Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα που προτείνει λύσεις ή πολιτικό παρατηρητήριο που μετράει αντιδράσεις; Κεντροαριστερή δύναμη που ανανεώνει το κράτος ή ρετρό σχήμα που απλώς φοβάται να αγγίξει τη μονιμότητα στο Δημόσιο μην τυχόν θυμώσει η βάση του; Δεν γίνεται να είσαι και με τον εκσυγχρονισμό και με το βαθύ κράτος. Δεν γίνεται να θες αξιοκρατία, αλλά να αποφεύγεις να ψηφίσεις υπέρ των θεσμών που τη διασφαλίζουν.
Αν ο Ανδρουλάκης πιστεύει ότι θα γίνει Πρωθυπουργός με την τακτική του «ίσως», μάλλον δεν έχει καταλάβει τι τον έφερε στην τρίτη θέση. Η πολιτική δεν είναι παιχνίδι αναμονής. Είναι πεδίο καθαρών συγκρούσεων και ξεκάθαρων προτάσεων. Όσο το ΠΑΣΟΚ συνεχίζει να κρύβεται πίσω από γενικότητες και διπλωματικά «ναι μεν αλλά», τόσο θα παραμένει μπερδεμένο – και η δύναμή του θα μετριέται μόνο σε δελτία Τύπου.
Γιατί τελικά, το μόνο που θυμίζει από το παλιό σύνθημα είναι ότι… είναι εδώ. Αλλά χωρίς χάρτη. Και χωρίς πυξίδα.