Από κατηγορούμενοι και υπόλογοι για την ανακρίτρια κατέληξαν αθώοι στο βούλευμα με τα ερωτήματα όμως να μένουν αναπάντητα.

 

ΕΙΔΙΚΟΥ ΣΥΝΕΡΓΑΤΗ

 

Αναπάντητο παραμένει προς το παρόν το ερώτημα πώς είναι δυνατόν να εκφράζονται εκ διαμέτρου αντίθετες νομικές απόψεις όσον αφορά την αξιοπιστία των προστατευόμενων μαρτύρων στην υπόθεση της Novartis, καθώς η κρίση τους πηγάζει από την ίδια δικογραφία!

Είναι απορίας άξιον πώς γίνεται τόσο η ανακρίτρια κ. Αλεβιζοπούλου, που χειρίστηκε την υπόθεση πάνω από δύο χρόνια, όσο και η εισαγγελέας Ελένη Μετσοβίτου-Φουρλή να υποστηρίζουν, με νομικά επιχειρήματα, ότι οι τρεις προστατευόμενοι μάρτυρες ουσιαστικά «ψευδομαρτύρησαν» σε βάρος των δέκα πολιτικών προσώπων κατόπιν υποδείξεων και πιέσεων από τους παραπεμφθέντες σε δίκη, Δημήτρη Παπαγγελόπουλο, Ελένη Τουλουπάκη και τους δύο επίκουρους εισαγγελείς, και να έρχεται στη συνέχεια το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, το οποίο ας σημειωθεί είχε στα χέρια του την πολυσέλιδη δικογραφία μόλις 16 ημέρες, και να απαλλάσσει τους πάντες από την κατηγορία της σκευωρίας, με το σκεπτικό ότι οι προστατευόμενοι μάρτυρες ούτε πιέσεις δέχτηκαν ούτε κατέθεσαν αναπόδεικτα στοιχεία…

Η εισαγγελέας, Ελένη Μετσοβίτου-Φουρλή, πρότεινε την παραπομπή στο Ειδικό Δικαστήριο του πρώην υπουργού Δημήτρη Παπαγγελόπουλου, της Ελένης Τουλουπάκη και των δύο επίκουρων εισαγγελέων Διαφθοράς, υποστηρίζοντας μεταξύ άλλων στην πρότασή της:

«[…] Ειδικότερα, οι κατηγορούμενοι εισαγγελείς Διαφθοράς εντόπισαν, από έγγραφα των αλλοδαπών αρχών των ΗΠΑ, τους τρεις μάρτυρες, οι οποίοι είχαν καταθέσει ενώπιόν τους και, αφού τους έθεσαν υπό καθεστώς προστασίας και στη συνέχεια τους χαρακτήρισαν μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος, χωρίς να υφίστανται οι νόμιμες προϋποθέσεις, τους ζητήθηκε να καταθέσουν σε βάρος πολιτικών προσώπων χωρίς στοιχεία, με αντάλλαγμα την ευνοϊκή ποινική τους μεταχείριση. Οι μάρτυρες αυτοί, αφού έλαβαν τις κωδικές ονομασίες “Μάξιμος Σαράφης”, “Αικατερίνη Κελέση” και “Ιωάννης Αναστασίου”, με εντελώς περίεργο και αντιδικονομικό τρόπο, έδιναν διαδοχικές και με χρονική απόσταση μεταξύ τους αλλεπάλληλες καταθέσεις ενώπιον των τριών κατηγορουμένων εισαγγελέων Διαφθοράς, παρότι –εν όψει του εξαιρετικά σοβαρού περιεχομένου των καταθέσεών τους– θα έπρεπε αυτές να ληφθούν και ολοκληρωθούν άμεσα και χωρίς χρονοτριβή, όπως άλλωστε είναι και η πάγια τακτική της ανακριτικής διαδικασίας. Η διατήρηση της εκκρεμότητας αυτής για μερικούς μήνες, χωρίς νόμιμο και εμφανή λόγο, είναι νομικά και πρακτικά ανεπίτρεπτη.

 

Πρωτόγνωρη και ανεπίτρεπτη διαδικασία

Ειδικά οι καταθέσεις των δύο πρώτων (Κελέση, Σαράφη), οι οποίοι είναι οι πρωταγωνιστές στην παράθεση επιβαρυντικών στοιχείων σε βάρος των πολιτικών, ενώ επισημαίνεται στα κείμενα των καταθέσεών τους ότι ήταν πολύωρες, ωστόσο είναι σύντομες κατά περιεχόμενο (2-4 σελίδων), διακόπτονταν και συνεχίζονταν άλλη μέρα, με απόσταση αρκετών ημερών η μία από την άλλη και χωρίς να βεβαιώνεται νόμιμος και σοβαρός λόγος διακοπής. Λαμβάνει δε χώρα το παράδοξο να υποβάλλονται σε μεταγενέστερες καταθέσεις, ερωτήσεις εκ των υστέρων για την προγενέστερη κατάθεση. Αυτό το γεγονός είναι πρωτόγνωρο και ανεπίτρεπτο για τη διαδικασία εξέτασης μάρτυρα, ιδίως όταν γίνεται κατά σύστημα.

Επίσης οι προστατευόμενοι μάρτυρες δεν προσκομίζουν ούτε παραπέμπουν σε αποδεικτικά στοιχεία για όσα ιδιαίτερα επιβαρυντικά, κρίσιμα και “καυτά” καταθέτουν σε βάρος των πολιτικών προσώπων, δεν ζητούνται περαιτέρω διευκρινίσεις και τεκμηρίωση του περιεχομένου των καταθέσεών τους, σε ορισμένα σημεία είναι φανερό, από τον τρόπο που τίθενται οι ερωτήσεις από τους κατηγορουμένους εισαγγελείς, ότι υπάρχει χειραγώγηση και καθοδήγηση ώστε να εστιασθεί η έρευνα σε βάρος υπουργών και βουλευτών για φερόμενα, ως τελεσθέντα από αυτούς, αδικήματα απιστίας και δωροδοκίας. Οι εν προκειμένω προστατευόμενοι μάρτυρες κατέθεσαν, όσον αφορά τα δέκα πολιτικά πρόσωπα, όσα εξ ακοής ισχυρίζονταν ότι γνώριζαν με σχεδόν μοναδική πηγή των πληροφοριών τους τον Κωνσταντίνο Φρουζή, χωρίς όμως να εισφέρουν αξιόπιστα αποδεικτικά στοιχεία, έστω και ισχνά, ή ενδεικτικά. Είναι δε αξιοσημείωτο ότι ουδόλως ερωτώνται, αλλά ούτε καλούνται από τους κατηγορούμενους εισαγγελείς Διαφθοράς να τεκμηριώσουν αυτά που καταθέτουν, δεδομένου ότι φέρονται ως εξαιρετικής σημασίας και είναι δυνατόν να τεκμηριωθούν αν όντως είναι αλήθεια, όπως επιβάλλεται κατά την εξέταση του μάρτυρα…

 

«Αδιανόητη πρακτική»

Δηλαδή, οι κατηγορούμενοι εισαγγελείς ενώ εξέταζαν, για μερικούς μήνες, τρεις υπό προστασία μάρτυρες, οι οποίοι έκαναν λόγο αορίστως για δωροληψία υπουργών κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους από τον διευθυντή της εταιρείας Novartis δεν έλαβαν ανωμοτί κατάθεση ή και ανωμοτί ως υπόπτου του ανθρώπου ο οποίος φέρεται να δωροδόκησε δύο πρώην πρωθυπουργούς και οκτώ πρώην υπουργούς, ώστε να υπάρχουν και ως προς το θέμα αυτό οι θέσεις του φερόμενου ως δωροδοκήσαντος. Αυτό δε ήταν απολύτως αναγκαίο να διερευνηθεί πριν διαβιβασθούν τα στοιχεία στη Βουλή, εν όψει της πλήρους αλληλεξαρτήσεως μεταξύ των εγκλημάτων δωροδοκίας και δωροληψίας…

Η αδιανόητη αυτή ανακριτική πρακτική, παράλειψη και παράκαμψη να ληφθεί κατάθεση κεντρικού προσώπου της υπόθεσης (Φρουζή) και να αρκεσθούν κυρίως στις καταθέσεις των προστατευόμενων μαρτύρων, πλήττει ισχυρά και ανεπανόρθωτα την αξιοπιστία τους και την αντικειμενικότητα των ενεργειών τους.

 

«Ιδιοτελείς σκοποί»

Επιπρόσθετα και ενισχυτικό των μεθόδων που ακολουθούσαν κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης αποτελεί το γεγονός ότι οι κατηγορούμενοι εισαγγελείς Διαφθοράς γνώριζαν ότι οι προστατευόμενοι μάρτυρες είχαν καταθέσει με βεβαιότητα ενώπιον των αρμόδιων αρχών των ΗΠΑ για την υπόθεση της εταιρείας Novartis Hellas, αποβλέποντας σε προφανείς ιδιοτελείς (οικονομικούς) σκοπούς, όπως αυτό προκύπτει από τη δικογραφία και αναφέρει σε αναφορά της η ίδια η κατηγορουμένη Τουλουπάκη. Το γεγονός αυτό από μόνο του προβληματίζει ιδιαίτερα και προεχόντως για το αν δικαιούνταν να τεθούν υπό καθεστώς προστασίας αλλά και για την αξιοπιστία τους.

Το γεγονός ότι όλη η υπόθεση σε βάρος των δέκα πολιτικών προσώπων βασίστηκε ιδίως στις ένορκες καταθέσεις των ως άνω προστατευομένων μαρτύρων, προκύπτει ευθέως από την με αριθμό πρωτ. 268/5-2-2018 υποβλητική αναφορά της κατηγορουμένης Τουλουπάκη κατά τη διαβίβαση αντιγράφων της δικογραφίας σε βάρος τους προς τη Βουλή διά της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, όπου γίνεται ρητή αναφορά […]»

 

Ανατροπή με το βούλευμα

Η άποψη του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου, με την οποία χαρακτηρίζονται απόλυτα αξιόπιστοι οι προστατευόμενοι μάρτυρες, όπως διατυπώνεται στο βούλευμά τους, και μέσω αυτού αντικρούουν την εισαγγελική πρόταση:

«[…] Οι μάρτυρες δεν εξέφρασαν απλή γνώμη, χωρίς αποδεικτικά στοιχεία, όπως αβασίμως αποδίδεται στους κατηγορουμένους εισαγγελείς, εφόσον κατά τη διάρκεια της ενιαίας –κατά τα προαναφερθέντα– κατάθεσής τους προσκόμισαν και αποδεικτικά στοιχεία, έγγραφα και ηλεκτρονικά αρχεία. Στη συνέχεια, επειδή κατά τα ανωτέρω προέκυψαν έγγραφα και καταθέσεις των προστατευομένων μαρτύρων όπου, μεταξύ άλλων, γίνονταν αναφορές και σε εμπλοκή πολιτικών προσώπων, διαβιβάσθηκαν στη Βουλή των Ελλήνων αντίγραφα της σχηματισθείσας δικογραφίας, απολύτως νόμιμα, τόσο οικονομικά όσο και αναφορικά με την ύπαρξη των απαιτούμενων κατά νόμο στοιχείων που θα θεμελίωνε τη διαβίβαση αυτήν…

 

Περί μορφοποίησης

Σημειώνεται ότι οι προστατευόμενοι μάρτυρες με τις κωδικές ονομασίες «Μάξιμος Σαράφης» και «Αικατερίνη Κελέση» σε όλες τις καταθέσεις τους έχουν επιβεβαιώσει ότι πάντοτε κατέθεταν οι ίδιοι με φυσική παρουσία τους και χωρίς οποιαδήποτε πίεση, προτροπή, υποβολή από τους εισαγγελείς, ενώ ουδείς εκ των μαρτύρων έχει καταθέσει ότι έδινε προδιατυπωμένες καταθέσεις. Η διαφορετική γραμματοσειρά σε ορισμένες εκθέσεις καταθέσεων δεν είναι αρκετή να ενισχύσει τον ισχυρισμό περί προδιατυπωμένων καταθέσεων και περί διαβίβασης των καταθέσεων των προστατευομένων μαρτύρων μέσω ηλεκτρονικού υπολογιστή ή μέσω mail. Η διαφορετική μορφοποίηση οφείλεται, κατά την κρίση του Συμβουλίου, σε προφανή αβλεψία των εισαγγελέων αυτών και στην ένταση που υπήρχε κατά τη λήψη των καταθέσεων, εφόσον, όπως είναι φανερό, θα μπορούσαν αυτοί εύκολα να είχαν προβεί μέσω του ηλεκτρονικού υπολογιστή σε ενιαία μορφοποίηση του κειμένου των καταθέσεων ώστε να μην υπάρχει διαφορά, ενώ κρίνεται ότι αν οι καταθέσεις ήταν προδιατυπωμένες (όπως αντίθετα αναφέρεται σε μηνύσεις από πολιτικά πρόσωπα), οι εισαγγελείς θα φρόντιζαν να μην αποκαλυφθεί η προαναφερόμενη κατ’ αυτών αιτίαση, προβαίνοντας εύκολα σε ενιαία μορφοποίηση του κειμένου…

Η αιτίαση ότι παρανόμως χαρακτηρίσθηκαν μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος διότι προσδοκούν ίδιο όφελος από τις καταθέσεις τους στις δικαστικές αρχές των Η.Π.Α. είναι απορριπτέα. Τούτο διότι η ύπαρξη τυχόν ιδίου οικονομικού οφέλους, κατά το νομικό καθεστώς των Η.Π.Α., δεν απαγορεύει τον ως άνω χαρακτηρισμό τους από την εισαγγελία Διαφθοράς στην Ελλάδα, εφόσον το όφελος αυτών –χρηματικό ποσό που έλαβαν ή πρόκειται να λάβουν από τις αρχές των Η.Π.Α– δεν έχει ως προϋπόθεση την κατάθεσή τους στην Ελλάδα, δηλαδή οι καταθέσεις στις Η.Π.Α. και στην Ελλάδα δεν συνδέονται αιτιωδώς και συνακόλουθα με την κατάθεσή τους στις Η.Π.Α. δεν τους καθιστά ανεπιτήδειους μάρτυρες στην Ελλάδα. Σημειώνεται επίσης ότι ενδεχόμενη εξέταση των προστατευομένων μαρτύρων και παράλληλα του Κ. Φρουζή (υπό οιαδήποτε ιδιότητα), αναφορικά με την αξιοπιστία των καταθέσεων των μαρτύρων για το ζήτημα του εάν πολιτικά πρόσωπα έχουν ζητήσει ή λάβει χρήματα ή ανταλλάγματα ως δώρα, θα συνιστούσε έμμεση διερεύνηση ευθύνης πολιτικών προσώπων, η οποία πριν από τη διαβίβαση της υπόθεσης στη Βουλή θα ήταν παράνομη και αντισυνταγματική, δεδομένου ότι συνιστά στοχευμένη κατά υπουργών και ως εκ τούτου απαγορευμένη προανακριτική ενέργεια. Συνεπώς, η προβαλλόμενη αιτίαση ότι δεν προηγήθηκε εξέταση του Κ. Φρουζή προς διερεύνηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων, πριν από τη διαβίβαση της δικογραφίας στη Βουλή, πέραν του ότι η εξέταση αυτού εναπόκειτο στην κυριαρχική κρίση των εισαγγελέων διαφθοράς, είναι αβάσιμη γιατί η εξέταση αυτή δεν θα ήταν νόμιμη […]»

 

Από την έντυπη έκδοση της εφημερίδας “Τo Μanifesto”