Ενα σημαντικό πολιτικό στοιχείο της μετεμφυλιακής Ελλάδας ήταν το λεγόμενο «παρακράτος», όρος που περιέγραφε εξωθεσμικούς μηχανισμούς οι οποίοι συνδέονταν παρασκηνιακά με κρατικούς παράγοντες, κυρίως στο παλάτι και στις Ένοπλες Δυνάμεις- ένα είδος «παραεξουσίας» δηλαδή. Οι παρεμβάσεις του ήταν συνήθως βίαιες και στο στόχαστρο βρισκόταν το Κέντρο και ιδίως η Αριστερά. Η δολοφονία του βουλευτή της ΕΔΑ Γρηγόρη Λαμπράκη τον Μάιο του 1963 υπήρξε κομβική στιγμή, ενώ το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967 αποτέλεσε κορύφωση του παρακράτους, αφού έτσι υποκατέστησε το κράτος.

Του ΣΤΑΘΗ Ν. ΚΑΛΥΒΑ*
Το παρακράτος επεδίωκε, υποτίθεται, τη μακροημέρευση της Δεξιάς στην εξουσία και την προστασία της χώρας από τον κομμουνισμό. Όπως όμως συμβαίνει συνήθως, εξυπηρετούσε περισσότερο τα στενά υλικά συμφέροντα των μελών του και τελικά συνέβαλε στην πλήρη απονομιμοποίηση τόσο της Δεξιάς όσο και του αντικομουνισμού. Η κατάρρευση της δικτατορίας τον Ιούλιο του 1974 σήμανε και το οριστικό του τέλος.

Μολονότι η λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος στα χρόνια της Μεταπολίτευσης υπήρξε υποδειγματική, πρόσφερε γόνιμο έδαφος στην ανάπτυξη νέων εξωθεσμικών μηχανισμών. Αυτοί μπορεί να διέφεραν σε αρκετά σημεία από το προδικτατορικό παρακράτος, αλλά μοιράζονταν με αυτό ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά, κυρίως τη χρήση της βίας ως μέσου πολιτικής παρέμβασης και διαμόρφωσης των εξελίξεων. Τώρα βέβαια μπήκε η Δεξιά στο στόχαστρο, ενώ η δράση του συνδύασε μια χαμηλής έντασης, αλλά συνεχή, πεζοδρομιακού τύπου βία με τη δράση ένοπλων «ανταρτών πόλης», δηλαδή τρομοκρατών.

Το φαινόμενο κορυφώθηκε στη διάρκεια της πενταετίας 1989-1994 όταν η 17Ν, παράλληλα με κάποιες μικρότερες οργανώσεις, κυριολεκτικά θέριζε, επιχειρώντας αρχικά να αποτρέψει και αργότερα να υπονομεύσει τη «δεξιά παλινόρθωση». Εμβληματικότερος στόχος υπήρξε τότε ο Παύλος Μπακογιάννης. Η εξάρθρωση της 17Ν υπήρξε κομβικό γεγονός, αλλά το παρακράτος επανάκαμψε δυναμικά μετά τα γεγονότα του Δεκεμβρίου 2008 (η μόνη άξια λόγου κληρονομιά της «εξέγερσης» αυτής) και την κρίση του 2010.

Στην καρδιά του φαινομένου είναι η απειλή της βίας. Στη διάρκεια της κρίσης η ψήφιση μέτρων από τη δημοκρατικά εκλεγμένη Βουλή συνοδευόταν μόνιμα από την απειλή πως «θα καεί η Αθήνα» – όπως άλλωστε έγινε τον Μάιο του 2010 και τον Φεβρουάριο του 2012. Όπως η απειλή των τανκς χαρακτήρισε τα χρόνια πριν από το απριλιανό πραξικόπημα, έτσι και η απειλή (και πράξη) του εμπρησμού της πρωτεύουσας συνδέθηκε ανεξίτηλα με τα πρώτα χρόνια της κρίσης.

Για τους αφελείς παρατηρητές (και τους λιγότερο αφελείς υποστηρικτές της), η βία αυτή (προπηλακισμοί υπουργών ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ. αλλά και άλλων, επιθέσεις, π.χ., στην παρέλαση της 28ης Οκτωβρίου, βομβιστικές ενέργειες κ,λπ.) δεν ήταν παρά το αποτέλεσμα του θυμού της κοινωνίας. Ο θυμός μπορεί να ήταν πραγματικός, όμως η βία εκπορευόταν από το παρακράτος και σύντομα εκδηλώθηκε με τη μορφή δολοφονικών επιθέσεων (δολοφονία Γ. Βασιλάκη τον Ιούνιο 2010, επίθεση κατά Λ. Παπαδήμου τον Μάιο 2017 κ,λπ.).

Όπως και η παλιότερη εκδοχή, το μεταπολιτευτικό παρακράτος επιβιώνει γιατί χαίρει ασυλίας σε έναν ευρύτερο πολιτικό χώρο. Εκεί στρατολογεί, εκεί βρίσκει πολιτική και ιδεολογική κάλυψη, εκεί στρέφεται όταν έχει ανάγκη πολιτικής στήριξης. Ιδωμένη λοιπόν από τη σκοπιά αυτή, η πρόσφατη αναταραχή γύρω από το πρόσωπο του Δ. Κουφοντίνα δεν κομίζει απολύτως τίποτα το καινούργιο. Επαναλαμβάνει απλά ένα πολύ γνωστό μοτίβο: βία (δεκάδες επιθέσεις και καταστροφές), απειλή χειρότερης βίας («θα καεί η Αθήνα»), ενεργή πολιτική στήριξη από έναν ευρύτερο πολιτικό χώρο και αφελείς συμπαραστάτες.

Η σημαντικότερη, όμως, ομοιότητά του με το παλιό παρακράτος είναι πως και αυτό οδηγείται στο αντίθετο αποτέλεσμα από αυτό που επιδιώκει, καθώς ενισχύει τελικά όσους στοχοποιεί. Ορθά λοιπόν η κυβέρνηση δεν υποκύπτει στους απανωτούς εκβιασμούς, είτε αυτοί αφορούν την προστασία των πανεπιστημίων, είτε την περίπτωση Κουφοντίνα, είτε κάτι άλλο. Δεν υπάρχει απολύτως κανένας λόγος να επιβραδύνουμε την περιθωριοποίηση του νοσηρού αυτού πολιτικού φαινομένου.

* 0 κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης, κάτοχος της έδρας Gladstone στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.
(Το άρθρο του κ. Καλύβα δημοσιεύεται στην “Καθημερινή της Κυριακής” 7/3/2021)