Εν αρχή και πριν σχολιάσουμε το «αντάρτικο» της Ιεραρχίας, οφείλουμε να διευκρινήσουμε ότι οι Ιεράρχες δεν είναι εκπρόσωποι του Θεού. Πολλώ δε μάλλον απεσταλμένοι τού εξουσιοδοτημένοι να αποφασίζουν εξ ονόματός του. Το λάθος των εκάστοτε κυβερνήσεων, φιλελεύθερων και μη, δεν είναι ότι θεωρούν τους ιεράρχες διαπραγματευτές μέσω των οποίων ρυθμίζουν κρίσιμα ζητήματα με τη βασιλεία των ουρανών, αλλά ότι εκλαμβάνουν ως δεδομένη την υπεροχή της Εκκλησίας (Ιεραρχίας) στο εκλογικό σώμα.

του Χάρη Παυλίδη

Από αυτή την απαραίτητη διευκρίνηση ξεκινάει και η μεγάλη παρεξήγηση του ρόλου που διαδραματίζει στις αποφάσεις των κυβερνήσεων το lobby της Μονής Πετράκη. Και αυτή η παρεξήγηση, διαχρονική και πάντως αποδεκτή από το πολιτικό σύστημα, είναι που οδηγεί σε συμβιβασμούς που ενίοτε καταργούν τις αρχές της ισονομομίας και της ισοπολιτείας. Όλοι οι πολίτες είναι ίσοι έναντι του νόμου, αλλά στην Ελλάδα τα θεμελιώδη δικαιώματα καθορίζονται από το… Άγιο Πνεύμα σε πνεύμα συνεργασίας.

Αυτά τα ζητήματα, όπως και πολλά άλλα που έχουν να κάνουν με το τρίπτυχο «Πατρίς, Θρησκεία, Οικογένεια», έχουν λυθεί πανευρωπαϊκά από την περίοδο του Διαφωτισμού και εντεύθεν. Και μάλιστα από Χριστιανοδημοκρατικές κυβερνήσεις. Εδώ, στη χώρα της φαιδράς πορτοκαλέας, παραμένει μυστήριο πως γίνεται να μεταδίδεται ο κορωνοϊός στο εσωτερικό ενός καταστήματος και να μη μεταδίδεται στο εσωτερικό ενός Ιερού Ναού.

Στην προκειμένη περίπτωση το κατάστημα δεν είναι ιερό και ως εκ τούτου το επιχειρηματικό πνεύμα δεν παρέχει τον ίδιο βαθμό προστασίας στους καταναλωτές που παρέχει το Άγιο Πνεύμα στους πιστούς. Όμως δεν πρόκειται περί αυτού. Η ιερά ψήφος είναι το θέμα και αυτή είναι που καθιστά τις «διαπραγματεύσεις» διαχρονικά μεταξύ Πολιτείας και Εκκλησίας να διεξάγονται σε… πνεύμα συναίνεσης.

Τα πράγματα όμως είναι περισσότερο απλά απ’ όσο ορισμένοι θέλουν να τα παρουσιάζουν. Κατ’ αρχήν οι Ιεράρχες προφανώς επιτελούν έργο, αλλά είναι και αυτοί εργαζόμενοι όπως και όλοι όσοι υπόκεινται στους νόμους και τις αποφάσεις της Πολιτείας. Είναι πολίτες με υποχρεώσεις και δικαιώματα. Δεν είναι «υπεράνω» σ’ ένα κοσμικό ευρωπαϊκό κράτος. Επαγγελματίες είναι που λειτουργούν με ωράριο, όπως όλοι οι επαγγελματίες.

Συνεπώς οι Ιεράρχες οφείλουν να σέβονται τις αποφάσεις της Πολιτείας, όπως όλοι οι πολίτες οι οποίοι μάλιστα φορολογούνται και δεν απολαμβάνουν ειδικών προνομίων. Κατά συνέπεια το «αντάρτικο» με το οποίο απειλούν αποτελεί πρόκληση υπό τις παρούσες συνθήκες. Είναι πραγματικά αδιανόητο και εξωπραγματικό στον 21ο αιώνα να ζούμε τέτοιες τραγελαφικές καταστάσεις.

Τα καταστήματα κλειστά, οι επιχειρήσεις στα όρια της χρεοκοπίας, οι εργαζόμενοι με την αγωνία του αύριο, η κυβέρνηση να προσπαθεί να συμμαζέψει την κατάσταση, αλλά κάποιοι να συνθηματολογούν: Deus vult! Ο σεβασμός στο θρησκευτικό συναίσθημα είναι δεδομένος, αλλά οι Ιεράρχες θα πρέπει να αντιληφθούν ότι ο σεβασμός θα πρέπει να είναι αμοιβαίος. Κι αυτό αποτελεί και ευθύνη του Πρωθυπουργού.

Συμπερασματικά, για όλα αυτά τα τραγελαφικά που συμβαίνουν, το «Θεέ μου τι μπλε ξοδεύεις για να μη σε βλέπουμε», του Οδυσσέα Ελύτη, μπορεί κάλλιστα να τροποποιηθεί με το «Θεέ μου πόσο μαύρο σκοταδισμό ξοδεύουν για να μη σε βλέπουμε».