Αν κάτι απέδειξε ητελευταία συνέντευξη του Νίκου Καραχάλιου, είναι ότι στην Ελλάδα η κοροϊδία έχει πια εξελιχθεί σε πολιτική τεχνοτροπία. Ο άνθρωπος που υπηρέτησε για χρόνια την πιο εδραιωμένη και «εσωστρεφή] φάση της κεντροδεξιάς παράταξης, εμφανίζεται σήμερα να οργανώνει «κίνημα δικαιοσύνης» με τη Μαρία Καρυστιανού, ην οποία -όπως λέει ο ίδιος- εκείνη τον φώναξε για να «οργανώσουν το ΚΥΜΑ». Και μάλιστα, όπως αποκάλυψε, το καλοκαίρι ήταν «έτοιμοι να ανακοινώσουν κόμμα, κατ’ εντολή της Μαρίας».

Η ειρωνεία είναι εκκωφαντική. Από τη μια, μια γυναίκα που δηλώνει πως θέλει να «στείλει στη φυλακή» τον υπουργό που είχε την θεσμική ευθύνη για την τραγωδία των Τεμπών. Από την άλλη, περιβάλλεται από τους ίδιους επαγγελματίες του παρασκηνίου που για δεκαετίες υπηρετούσαν την οικογένεια που σήμερα καταγγέλλει. Αυτούς που ξέρουν άριστα να στήνουν «κινήματα», να φτιάχνουν συνθήματα και να ντύνουν τις φιλοδοξίες τους με τη ρητορική της «κάθαρσης».

Το πιο αποκαλυπτικό είναι πως ο ίδιος ο Καραχάλιος δεν κρύβει τίποτα: 15 με 20 συναντήσεις με τη Μαρία Καρυστιανού, «πρόθεση για ανακοίνωση κόμματος», «domain κατοχυρωμένα στο όνομα του ΚΥΜΑτος». Και τώρα, με ύφος γενναιόδωρο, δηλώνει ότι «αν θέλει, της τα δίνει αύριο». Ένα παιχνίδι πολιτικής επικοινωνίας, γνωστό σε όσους ανήκουν στην παλιά σχολή της επιρροής και της προβολής.

Κι όμως, οι ίδιοι κύκλοι που κάποτε κινούνταν γύρω από τα κέντρα εξουσίας της παράταξης, παρουσιάζονται σήμερα ως «αντισυστημικοί σωτήρες». Μοναδικό τους κοινό σημείο, η εμμονή τους με τον Κυριάκο Μητσοτάκη, επειδή εκείνος κατόρθωσε να απελευθερώσει τη Νέα Δημοκρατία από τα βαρίδια και τις νοοτροπίες που την κρατούσαν πίσω. Δεν είναι μόνο ο Καραχάλιος. Είναι κι ο Αντώναρος, κι ο Κύρτσος, κι ο Νικολόπουλος, κι ο Παναγιώτοπουλος, κι ο Βαληνάκης, κι ο Σπηλιωτόπουλος. Είναι πολλοί.

Το λεγόμενο «ΚΥΜΑ» λοιπόν δεν είναι κύμα ανανέωσης. Είναι απλώς το κύμα της κοροϊδίας -μια επικοινωνιακή ανακύκλωση προσώπων και μεθόδων που το μόνο νέο στοιχείο τους είναι η ταμπέλα. Γιατί η αληθινή δικαιοσύνη και η κάθαρση δεν έρχονται από εκείνους που κάποτε βολεύονταν στην αδράνεια, αλλά από όσους επιλέγουν να προχωρούν χωρίς αυτούς.