Λίγη ώρα μετά την έναρξη της πρωτοφανούς ιρανικής πυραυλικής επίθεσης εναντίον ιρακινής βάσης, οι Αμερικανοί στρατιώτες που ήταν ανεπτυγμένοι σ’ αυτήν έχασαν κάθε επαφή με το υπερεξελιγμένο και πανάκριβο σύστημά τους εναέριας επιτήρησης.
Στις 8 Ιανουαρίου, σε αντίποινα για ένα αμερικανικό πλήγμα στη Βαγδάτη που στοίχισε τη ζωή στον ισχυρό Ιρανό στρατηγό Κασέμ Σουλεϊμανί, η Τεχεράνη εκτόξευσε 22 βαλλιστικούς πυραύλους εναντίον της αεροπορικής βάσης Άιν αλ-Άσαντ, στο δυτικό Ιράκ, χωρίς να προκληθούν θύματα.
Οι περισσότεροι από τους 1.500 Αμερικανούς στρατιώτες που ήταν παρόντες στη βάση αυτή, μία από τις μεγαλύτερες της χώρας, βρίσκονταν ήδη προφυλαγμένοι στα μπούνκερ δύο ώρες πριν από την έναρξη της ιρανικής επίθεσης στη 01:35 (τοπική ώρα, 00:35 ώρα Ελλάδας).
Επτά αμερικανικά μη επανδρωμένα αεροπλάνα ήταν τότε ανεπτυγμένα στους αιθέρες, μεταξύ των οποίων αεροσκάφη MQ-1C Gray Eagles, τα οποία είναι εξειδικευμένα για επιχειρήσεις εναέριας επιτήρησης και μπορούν να πετούν πάνω από 27 ώρες συνεχώς, ενώ φέρουν τέσσερις αντιαρματικούς πυραύλους Hellfire που καθοδηγούνται με λέιζερ.
«Πιστεύαμε πως (σ.σ.: οι εχθρικές δυνάμεις) μπορεί να πραγματοποιούσαν χερσαία επίθεση, έτσι είχαμε κρατήσει στον αέρα τις αεροπορικές δυνάμεις», εξηγεί ένας από τους πιλότους ενός από τα Gray Eagles, ο λοχίας Κόστιν Χέργουιγκ.
Ο στρατιωτικός αυτός ανήκε σε μια ομάδα 14 πιλότων που είχαν καταφύγει μέσα σε κοντέινερ τα οποία είχαν μετατραπεί σε πιλοτήρια για να ελέγχουν εκ του μακρόθεν αυτά τα «πουλιά» και να τα παρακολουθούν χάρη σε πολύ τελειοποιημένες κάμερες.
Με τον πρώτο πύραυλο το καταφύγιό τους γέμισε σκόνη, όμως οι πιλότοι παρέμειναν ήρεμοι, εξηγεί ο λοχίας στο Γαλλικό Πρακτορείο στη διάρκεια επίσκεψης δημοσιογράφων που οργανώθηκε από τον υπό την Ουάσινγκτον συνασπισμό κατά των τζιχαντιστών, στον οποίο ανήκουν οι Αμερικανοί στρατιώτες της βάσης.
Όμως οι επόμενοι πύραυλοι έπεφταν όλο και πιο κοντά. «Κάποια στιγμή νομίζαμε πως είχαν τελειώσει», λέει ο στρατιωτικός.
Όμως το χειρότερο δεν είχε έρθει ακόμα.
Ένας πύραυλος κονιορτοποίησε έναν από τους κοιτώνες των στρατιωτών, πολύ κοντά στην αίθουσα επιχειρήσεων των πιλότων.
«Λιγότερο από ένα λεπτό αφότου έπεσαν οι τελευταίοι πύραυλοι, κατευθύνθηκα προς τα μπούνκερ και είδα πως μια φωτιά έκαιγε όλα τα καλώδιά μας οπτικών ινών», που είναι απαραίτητα για τον έλεγχο των μη επανδρωμένων αεροπλάνων, αφηγείται ο αρχιλοχίας Γουέσλι Κιλπάτρικ.
Χωρίς τα καλώδια αυτά, είναι αδύνατο να συνδεθούν οι καμπίνες-πιλοτήρια με τις κεραίες που λαμβάνουν και μεταδίδουν σήματα από και προς τα Gray Eagles, ούτε να παρακολουθούνται τα αεροπλάνα αυτά μέσω των οθονών της βάσης. «Μόλις κάηκαν τα καλώδια οπτικών ινών, δεν υπήρχε πλέον κανένας έλεγχος», συνοψίζει ο αρχιλοχίας.
Οι πιλότοι δεν μπορούσαν πλέον να εντοπίσουν τα μη επανδρωμένα αεροπλάνα και ο αμερικανικός στρατός είχε γίνει ξαφνικά τυφλός στους ουρανούς, όπως και επί του πεδίου.
Αν, για παράδειγμα, κατερρίπτετο ένα Gray Eagle, θα ήταν αδύνατο να το γνωρίζουν στη βάση Άιν αλ-Άσαντ.
«Αυτό είναι σοβαρό, διότι (τα μη επανδρωμένα αεροπλάνα) είναι πολύ ακριβά και υπάρχουν πολλά πράγματα (στην κατασκευή τους) που δεν θέλουμε να τα ξέρουν άλλοι ούτε να τα αποκτήσει ο εχθρός», εξηγεί ο Γουέσλι Κιλπάτρικ.
Ένα Gray Eagle κοστίζει 7 εκατομμύρια δολάρια, δηλαδή 6,3 εκατομμύρια ευρώ, σύμφωνα με έναν προϋπολογισμό που είχε ανακοινωθεί το 2019 από τον αμερικανικό στρατό.
Αυτά τα μη επανδρωμένα αεροπλάνα χρησιμοποιούνται τουλάχιστον από το 2017 από τη συμμαχία στο Ιράκ, στο πλαίσιο του αγώνα κατά της τζιχαντιστικής οργάνωσης Ισλαμικό Κράτος.
Κούρσα με τον χρόνο
Διαπιστώνοντας ότι τα πυραυλικά πλήγματα πλησίαζαν στην αίθουσα ελέγχου, οι πιλότοι αποφάσισαν τελικά να καταφύγουν στα μπούνκερ, μαζί με τους στρατιώτες που βρίσκονταν ήδη εκεί.
Όμως μόλις τελείωσε η επίθεση, έτρεξαν για να αποκαταστήσουν την επαφή με τα μη επανδρωμένα αεροπλάνα, σε μια κούρσα με τον χρόνο για να εντοπίσουν και να ανακτήσουν τα Gray Eagles.
Ενώ ξημέρωνε, άρχισαν εντατικές προσπάθειες για να αντικαταστήσουν τα 500 μέτρα καλωδίων που είχαν λιώσει και να αναπρογραμματίσουν τους δορυφόρους για να λαμβάνουν τα σήματα που εκπέμπονταν από τα μη επανδρωμένα αεροπλάνα.
Τελευταίο στάδιο: η προσγείωση των «πουλιών». «Αυτό ήταν αρκετά αγχωτικό», λέει ο λοχίας Κόστιν Χέργουιγκ. Ένα από τα Gray Eagles επρόκειτο να προσγειωθεί πριν αρχίσει η επίθεση και τώρα η προτεραιότητα των πιλότων ήταν να το κατεβάσουν στο έδαφος το συντομότερο δυνατόν, καθώς η στάθμη των καυσίμων του ήταν πολύ χαμηλή.
Στη διάρκεια πολλών ωρών, προσγείωσαν ένα-ένα τα μη επανδρωμένα αεροπλάνα, με την αδρεναλίνη να τους κρατά ξύπνιους ενώ οι άλλοι στρατιώτες είτε αναπαύονταν έπειτα από μια μακρά νύχτα φόβου είτε προέβαιναν σε εκτίμηση των ζημιών που είχαν γίνει στη βάση.
Περίπου στις 09:00 (τοπική ώρα, 08:00 ώρα Ελλάδας) όλα τα μη επανδρωμένα αεροπλάνα είχαν επιστρέψει στο Άϊν αλ-Άσαντ. Στη διάρκεια της επίσκεψης των δημοσιογράφων, οι στρατιώτες ασχολούνταν με τα αεροσκάφη αυτά κάτω από έναν χειμωνιάτικο ήλιο.
«Φέραμε πίσω όλα τα πουλιά μας», είπε ο αρχιλοχίας Γουέσλι Κιλπάτρικ. «Ήταν ένα κατόρθωμα».