Με τις μελωδίες του Σταμάτη Σπανουδάκη και της Ευανθίας Ρεμπούτσικα αλλά και τη φωνή του Νότη Σφακιανάκη στα αυτιά μου βρέθηκα να κάνω τον πρώτο μου περίπατο στον πασίγνωστο πεζόδρομο Ιστικλάλ με τις ράγες του παλιού τραμ στη μέση να οδηγούν στην πλατεία Ταξίμ.
Πάτησα το πόδι μου στην Πόλη έχοντας διαβάσει και ακούσει τόσο πολλά για αυτήν και περιμένοντας για πολλά χρόνια να βρω την ευκαιρία να πραγματοποιήσω αυτό το ταξίδι.
Όσα συνέβαιναν ολούθε γύρω μου κάλλιστα θα μπορούσαν να αποτελούν μία σειρά από διαδοχικές σκηνές κινηματογραφικής ταινίας. Άπειροι πεζοί, ντόπιοι και επισκέπτες από όλον κόσμο, Τουρκάλες με μαντίλες, άλλες με ακάλυπτα κεφάλια, Τούρκοι καλοντυμένοι και Τούρκοι πάμπτωχοι.
Δίπλα στις φανταχτερές βιτρίνες, κάθε λογής πλανόδιοι μικροπωλητές να δίνουν αγώνα επιβίωσης. Κάποιοι πουλάνε μύδια από τον Βόσπορο, ενώ ένας ρακένδυτος άνθρωπος με πράσινα μαλλιά και κόκκινα μούσια κάθεται σε αναπηρικό καρότσι έχοντας πάνω του τέσσερις παπαγάλους.
Στο καφενείο στη γωνία πίνουν τσάι. Παντού τσάι σε αυτά τα χαρακτηριστικά γυάλινα ποτηράκια. Απέναντι στο κατάστημα με τα δερμάτινα κάποιοι κάνουν πρόβα στη διαπραγμάτευση.
«Όσα παλιά αρχοντικά βλέπεις τα είχαν Έλληνες», μου είπε ο Ανδρέας Ρομπόπουλος, Κωνσταντινοπολίτης και ανταποκριτής. Μου έδειξε το Ζωγράφειο Σχολείο και το Ελληνικό Προξενείο με τη γαλανόλευκη να κυματίζει περήφανα.
Η καρδιά του ελληνισμού εξακολουθεί να χτυπά δυνατά στην Κωνσταντινούπολη με τους περίπου 1.800 Έλληνες που κρατούν ζωντανή την ελληνική ψυχή. Δεν είναι εύκολη η ζωή τους, όσο κι αν η Πόλη δείχνει ευρωπαϊκή.

Οι ρίζες τους είναι βαθιές, όπως και των 150.000 Ρωμιών που έφυγαν κυνηγημένοι.
Ο φίλος μου ο Στέφανος μού έγραψε: «Θα μου φέρεις λίγο χώμα από τον κήπο του Άι-Γιώργη στο Πατριαρχείο;». Πώς να του το αρνηθείς…
Εκεί στο Φανάρι, οι περισσότεροι είναι φίλοι της Φενέρ Μπαχτσέ, για τον Λευτέρη, τον σπουδαίο Ρωμιό ποδοσφαιριστή που κάποτε φόρεσε τη φανέλα της. Το απόγευμα του Σαββάτου στο Πέρα, οπαδοί της Γαλατά πήγαιναν στο γήπεδο, ενώ εμείς επισκεφθήκαμε το Πατριαρχείο και δειπνήσαμε σε ένα ακριβό εστιατόριο με μοναδικές γεύσεις.
Με δάκρυα αντίκρισα την Αγία Σοφία. Μπήκα μόνο στο πάνω μέρος, αφού κάτω προσεύχονται οι μουσουλμάνοι. Τα ψηφιδωτά, η Παναγία, οι πάνινες καλύψεις — όλα αυτά προκαλούν ρίγος. Είναι όλο λάθος.
Οι ιερείς στους χριστιανικούς ναούς πρέπει να βγάζουν τα ράσα μετά τη λειτουργία. Από τα χρόνια του Κεμάλ αυτό, και ο Ερντογάν το συνεχίζει.
Παρανοϊκή η οδήγηση, μα κανείς δεν τρακάρει. Αντίθετα, οι μίνι κρουαζιέρες στον Βόσπορο προσφέρουν γαλήνη και ηρεμία.
Είδα την ανατολή του ήλιου μέσα από το πλοιάριο, πηγαίνοντας στην ασιατική πλευρά για την εκκίνηση του μαραθωνίου.
Οι ηλιαχτίδες έντυσαν με κοκκινόχρυσο φως την Πόλη, όπως τότε που ήταν πορφυρή, πριν από τη Μαύρη Τρίτη.
Όπως έλεγε ο Ιεροκλής Μιχαηλίδης στην Πολίτικη Κουζίνα: «Την Πόλη την είπανε Πόλη γιατί ήταν η πιο όμορφη πόλη του κόσμου…».
Θα ξαναπάω.