Ο υφυπουργός Εσωτερικών Θεόδωρος Λιβάνιος, μιλώντας σε ημερίδα του ΑΠΘ για την επικείμενη νομοθέτηση της άσκησης του δικαιώματος ψήφου από τους εκτός Επικρατείας Έλληνες πολίτες, σε συνέχεια της σημερινής (25/11) -αναμενόμενης με καθολική αποδοχή των κομμάτων- τροποποίησης του Άρθρου 54 του Συντάγματος (αφορά το εκλογικό σύστημα), για τη διευκόλυνση της ψήφου τους, τόνισε πως «μιλάμε για μια πρώτη αρχή, για μια πρώτη φάση, επί της ουσίας είμαστε σε μια διαδικασία “take it or leave it” από το πόρισμα της διακομματικής επιτροπής».
«Με δεδομένη και τη σύνθεση της Βουλής έπρεπε να γίνουν αμοιβαίες υποχωρήσεις από όλους -κάποιοι κάνανε παραπάνω, κάποιοι λιγότερες- και εκεί κάπου τέθηκε και το θέμα της συνταγματικής αναθεώρησης», είπε ο κ. Λιβάνιος, εξηγώντας ότι κρίθηκε σκόπιμο «και συνταγματικά να θωρακιστεί η ύπαρξη κριτηρίων για τον υπολογισμό ή μη της ψήφου στο συνολικό αποτέλεσμα, για το αν θα μπορούν να τεθούν περιορισμοί στο ποιος θα μπορεί να γραφτεί στους ειδικούς εκλογικούς καταλόγους στο εξωτερικό και αν θα μπορούν να υπάρχουν ξεχωριστές εκλογικές περιφέρειες κι αν θα μετράει η ψήφος στο σύνολο της επικρατείας ή όχι».
«Προσπαθήσαμε να νομοθετήσουμε να κάνουμε ουσιαστικά “μια τροπολογία” στο άρθρο 51 (αφορά την εκλογή βουλευτών και το εκλογικό δικαίωμα) και να πούμε ότι το νομοσχέδιο που αφορά το άρθρο 51 μπορεί να θέτει περιορισμούς στο ποιοι μπορούν να γραφτούν εκτός Ελλάδας», είπε για την τέταρτη παράγραφο στο άρθρο 54, που ψηφίζεται σήμερα (25/11) από την Ολομέλεια της Βουλής.
«Οι τέσσερις προβλέψεις του ν/σ για την ψήφο των Ελλήνων του εξωτερικού»
Σε ό,τι αφορά τα σημεία που θα περιλαμβάνει το νομοσχέδιο που θα φέρει στη Βουλή τις επόμενες μέρες το υπουργείο Εσωτερικών ο κ. Λιβάνιος διευκρίνισε:
«Το νομοσχέδιο θα υλοποιεί ουσιαστικά τα σημεία που συμφωνήθηκαν στη διακομματική επιτροπή. Δικαίωμα έχουν όσοι είναι εγγεγραμμένοι στους εκλογικούς καταλόγους. Εκεί μπαίνουν δύο όρια. Το πρώτο λέει ότι τα τελευταία 35 χρόνια θα πρέπει να έχουν ζήσει δύο έτη στην Ελλάδα και να έχουν υποβάλει φορολογική δήλωση (Ε1,Ε2, Ε3, Ε9 κλπ) τη χρονιά που θα κάνουν αίτηση και την αμέσως προηγούμενη. Το δεύτερο είναι ότι η ψηφοφορία θα γίνεται σε εκλογικά κέντρα, τα οποία θα συσταθούν σε πρεσβείες προξενεία, χώρους των ελληνικών κοινοτήτων ή σε άλλα δημόσια κτήρια, τα οποία θα παραχωρήσει η χώρα, η οποία φιλοξενεί τους εκλογείς. Το τρίτο σημείο είναι ότι το εκλογικό αποτέλεσμα των εκτός Ελλάδας εκλογέων θα συνυπολογιστεί κανονικά στο συνολικό εκλογικό αποτέλεσμα και το τέταρτο σημείο αφορά στο ότι οι πολίτες αυτοί επί της ουσίας θα ψηφίζουν μόνο κόμμα, το ψηφοδέλτιο επικρατείας θα μπαίνει στον φάκελλο και θα μετράει η ψήφος μόνο στο συνολικό αποτέλεσμα».
«Εκεί βέβαια υπάρχει ένας μεγάλος περιορισμός», παρατήρησε, εξηγώντας ότι «συνδέουμε πρώτη φορά άμεσα δύο διαφορετικά πράγματα», καθώς «τυχαίνει τώρα και έχουμε έναν εκλογικό νόμο, ο οποίος κάνει την τελική κατανομή των εδρών με βάση το εθνικό ποσοστό», όμως, «υπάρχει ένας προβληματισμός ότι συνδέουμε τον εκλογικό νόμο με την ψήφο των Αποδήμων, και αν έλθει μια κυβέρνηση και αλλάξει τον εκλογικό νόμο […] μπορεί να δημιουργηθεί ένα στρεβλό πράγμα γιατί θα υπολογίζεται η ψήφος στο συνολικό τελικό αποτέλεσμα πρακτικά όμως μπορεί να μην έχει καμία σημασία για την κατανομή των εδρών».
«Να εφαρμοστεί στην πράξη, να μιλάμε με πραγματικούς αριθμούς»
Σε ό,τι αφορά το πόρισμα στο οποίο κατέληξε η διακομματική επιτροπή ως βάση για το νομοσχέδιο, εκτίμησε: «Δεν είναι το καλύτερο, είναι αποτέλεσμα ενός συμβιβασμού, αλλά ευελπιστώ ότι μετά την πρώτη εφαρμογή, μετά τις εκλογές, που θα μπορούμε να έχουμε και πραγματικά νούμερα -διότι τώρα συζητάμε σχέδια επί χάρτου αν θα γραφτούν 10.000 ή 500.000 εκλογείς – να μπορέσουμε να προχωρήσουμε ένα βήμα παραπάνω». Χαρακτήρισε παρόλα αυτό θετικό ότι «φαίνεται πως θα συγκεντρώσει μια πιο ευρεία πλειοψηφία, ακόμη και πάνω από τις 200 ψήφους».
«Σε κάθε περίπτωση», υπογράμμισε, «τα κόμματα δεν πρέπει ούτε να θεωρούν δεδομένο κανένα εκλογικό αποτέλεσμα του εξωτερικού, ούτε να φοβούνται την ψήφο των εκλογέων του εξωτερικού».
Σημείωσε, ακόμη, ότι «αδίκησε πάρα πολύ το θέμα η δημόσια κουβέντα πριν, γιατί δημιουργήθηκαν εντυπώσεις εκατέρωθεν, ακούγονταν διάφορα νούμερα για 10 εκατομμύρια, για άλλη μια Ελλάδα που θα έλθει να ψηφίσει, κάποια στιγμή έφτασε το νούμερο στα 4 εκατομμύρια, κάποια στιγμή στις 800.000 , 250.000, ενώ υπήρξαν παρανοήσεις, δεν έγινε, για παράδειγμα, αντιληπτό ότι δεν μιλούσαμε για παραχώρηση κανενός νέου εκλογικού δικαιώματος σε κανέναν πολίτη».
«Καλύπτονται 100% οι απόδημοι του brain drain»
Σχετικά με το ποιους θα καλύπτει ο νέος νόμος, διευκρίνισε: «Δεν πιάνει το σύνολο των εκλογέων. Αυτό που καλύπτει 100% -πάρα πολύ σημαντικό- είναι το λεγόμενο brain drain, όσους φύγανε τα τελευταία 15 χρόνια, καθώς όλοι αυτοί έχουν ζήσει δυο χρόνια στην Ελλάδα, έχουν κάνει δυο χρόνια σχολείο, έχουν τελειώσει πανεπιστήμιο, σχολείο, στρατό κλπ. Αυτούς τους καλύπτει και θεωρητικά όλοι μπορούν να γραφτούν στους ειδικούς εκλογικούς καταλόγους και να ψηφίσουν στο εξωτερικό. Θα καλύψει και ένα κομμάτι από τους παλαιότερους απόδημους, όχι το σύνολο. Δε θα δώσει δικαίωμα σε κανέναν που δεν το έχει σήμερα».
Ο υφυπουργός μίλησε και για το νομοσχέδιο που κατατίθεται στη Βουλή και περιλαμβάνει μια σειρά ρυθμίσεων εκσυγχρονισμού της εκλογικής διαδικασίας «η σημαντικότερη εκ των οποίων αφορά στο ότι στις 10 το βράδυ εκτός συγκλονιστικού απροόπτου θα έχουμε το τελικό εκλογικό αποτέλεσμα στο υπουργείο Εσωτερικών χωρίς να παρεμβάλλονται περιφέρειες κλπ», ενώ σχετικά με την κατάθεση των υποψηφιοτήτων «αλλάζουμε μία σειρά διαδικασιών οι οποίες ήταν πάρα πολύ εξοντωτικές» και «οι υποψηφιότητες θα κατατίθενται ηλεκτρονικά, θα τραβιούνται αυτόματα όλα τα στοιχεία από το μητρώο πολιτών του ελληνικού δημοσίου».
Την ημερίδα με θέμα «Ο εκσυγχρονισμός της εκλογικής διαδικασίας» διοργάνωσαν το Διατμηματικό Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Σπουδών των Τμημάτων Πολιτικών και Οικονομικών Επιστημών «Διακυβέρνηση-Περιφερειακή Ανάπτυξη», το Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Σπουδών του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών «Πολιτική Ανάλυση» και το Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Σπουδών «Δημόσιας Διοίκησης» , υπό την αιγίδα της Σχολής Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών και της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ.