Ήθελα να γράψω και φέτος κάτι για την επέτειο της δολοφονίας του Παύλου Μπακογιάννη. Τελικά, αντί να γράψω προτίμησα να… αντιγράψω τις αναμνήσεις του πατέρα μου, διευθυντή τότε του Γραφείου Τύπου της Νέας Δημοκρατίας. Για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νέοι.
Γράφει και αντιγράφει η Σοφία Βούλτεψη*
«Τρίτη, 26 Σεπτεμβρίου 1989. Στην εξουσία βρίσκεται η κυβέρνηση Νέας Δημοκρατίας – κομμουνιστικής Αριστεράς (ΚΚΕ-ΕΑΡ), με πρωθυπουργό τον Τζαννή Τζαννετάκη. Έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης στις 9 Ιουλίου, ύστερα από τις εκλογές που είχαν διενεργηθεί στις 18 Ιουνίου με σύνθημα ένα από τα κυριότερα των αντιπολιτευομένων το ΠΑΣΟΚ κομμάτων: «Όλοι μαζί για την κάθαρση».
Στις 11 εκείνο το πρωί η Ολομέλεια της Βουλής θα ψήφιζε επί του πορίσματος της προανακριτικής επιτροπής για το σκάνδαλο Κοσκωτά, με κυριότερο κατηγορούμενο τον ίδιο τον πρώην πρωθυπουργό Ανδρέα Παπανδρέου. Λίγο μετά τις 8 ανοίγω το ραδιόφωνο και δεν πιστεύω στ’ αυτιά μου. Ο Παύλος Μπακογιάννης μεταφέρεται στον «Ευαγγελισμό». Τον έχει χτυπήσει η 17 Νοέμβρη σε μια πολύ απλή ενέδρα που είχε στήσει στην οδό Ομήρου, κοντά στο ασανσέρ, στην είσοδο του κτιρίου όπου είχε το πολιτικό γραφείο του. Από εκεί θα πήγαινε στη Βουλή.
Έφθασα όσο πιο γρήγορα μπορούσα στο κτίριο της οδού Ρηγίλλης, όπου τα τηλέφωνα του Γραφείου Τύπου χτυπούσαν διαρκώς. Τηλεφωνούσαν από όλη την Ελλάδα και άρχισα να απαντώ:
-Τι δηλώσεις να κάνει αυτή την ώρα ο Πρόεδρος; Ακούστε τις ειδήσεις από το ραδιόφωνο και ανοίξτε την τηλεόραση στις 11 που θα συνεδριάσει η Βουλή. Και θα ακούσετε τον Μητσοτάκη.
Το θεωρούσα δεδομένο ότι θα γίνει έτσι και αδιανόητο να γίνει κάτι το διαφορετικό. Τα παιδιά του Γραφείου Τύπου εξακολούθησαν να απαντούν στα τηλεφωνήματα όταν πήγα στο σπίτι του ζεύγους Μπακογιάννη (στην κοντινή οδό Στησιχόρου, αρ. 5). Εκεί βρήκα τη γιαγιά των δύο χαροκαμένων παιδιών, Μαρίκα Μητσοτάκη, περικυκλωμένη από ένα πλήθος πολιτικών και φίλων όλων των παρατάξεων με ανάμεσά τους τον πανύψηλο Μίκη. Καθώς και τον Λεωνίδα Κύρκο, που επίσης το άκουσε πολύ γρήγορα και έφτασε από τους πρώτους.
Ύστερα από περίπου ένα τέταρτο της ώρας ακούω μια φωνή:
-Ο κύριος Βούλτεψης να πάει με ένα μαγνητόφωνο στην Αίθουσα του Κήπου (της οδού Ρηγίλλης)!
«Να κάμουν τι, που να πάρει ο διάολος;»
Έτρεξα αμέσως, κυριολεκτικά αναστατωμένος. Μα τι θα γίνει στην Αίθουσα Κήπου; Αφού πριν από το μεσημέρι θα συνεδριάσει η Βουλή! Ρώτησα στο θυρωρείο:
-Τι συμβαίνει στην Αίθουσα Κήπου;
-Μαζεύονται οι βουλευτές.
-Να κάμουν τι, που να πάρει ο διάολος;
Ανεβαίνω τρέχοντας τις μαρμάρινες σκάλες και μπαίνω στο γραφείο του Μητσοτάκη. Κάθομαι λαχανιασμένος στη μία από τις δύο καρέκλες για επισκέπτες και ακουμπώ τον αγκώνα μου στο γραφείο του. Κοιτάζει μπροστά του με μάτια βουρκωμένα, ακίνητος και αμίλητος. Έχω καταλάβει. Ίσως για πρώτη φορά στη ζωή του δεν κυριαρχεί η μνημειώδης ψυχραιμία του. Είναι φανερό ότι του υποβλήθηκε να περιμένει εδώ μέσα, μόνος, χωρίς δική του απόφαση. Του λέω χωρίς ούτε καν να τον συλλυπηθώ:
-Εσείς τώρα, κύριε Πρόεδρε, εσείς τώρα θα πάτε στη Βουλή. Τι γυρεύουν οι βουλευτές στην Αίθουσα Κήπου; Ποιος τους έστειλε εκεί; Μου θυμίζει τη Βουλή του Αβεντίνο – είναι ένας από τους επτά λόφους της Ρώμης – μετά την δολοφονία του Ματεόττι. Εκεί μαζεύτηκαν τότε οι σοσιαλιστές βουλευτές, αντί να πάνε στη Βουλή. Προς μεγάλη χαρά του… επίσης σοσιαλιστή Μουσσολίνι! Κι’ εσείς τι θα κάμετε στην Αίθουσα Κήπου; Θα βγάλετε λόγο; Για να πείτε τι; Και για να επακολουθήσουν ταραχές και διαδηλώσεις; Ξέρετε πώς απέφυγε τον εμφύλιο πόλεμο η Ιταλία, το 1948, όταν οι παρτιζάνοι είχαν ακόμη κρεμασμένα τα όπλα τους στα σπίτια τους; Έγινε τότε σε μια πλατεία η απόπειρα δολοφονίας του Τολιάττι. Αλλά ο ίδιος ο Τολιάττι, καθώς έπεφτε με μια σφαίρα στο στήθος, είπε στους γύρω του, δύο φορές, μόνο μια λέξη: «Κάλμα! Κάλμα!». Αυτό θα κάμετε και σεις σήμερα, κύριε Πρόεδρε της Νέας Δημοκρατίας! Θα πάτε στη Βουλή και θα πείτε μόνο μια παράγραφο. Όπως τη νιώθετε σείς και όπως την αισθάνεσθε σείς. Όλη η Ελλάδα σας περιμένει! Από το πρωί το Γραφείο Τύπου απαντά σε αμέτρητα τηλεφωνήματα από παντού. Και λέει: «Τι δηλώσεις θέλετε; Θα ακούσετε από τη Βουλή τον Μητσοτάκη». Αν δεν γίνει έτσι, κύριε Πρόεδρε, θα νικήσει η τρομοκρατία.
Στην Αίθουσα των Συνεδριάσεων! Σε ποια αίθουσα θα πάτε;
Και τότε τον βλέπω να σηκώνει το τηλέφωνο και να σχηματίζει έναν τριψήφιο αριθμό. Είναι πάλι μπροστά μου ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης.
-Θανάση, τον ακούω να λέει, η συνεδρίαση θα γίνει. Ειδοποίησε και τους άλλους αρχηγούς.
Ο Αθανάσιος Τσαλδάρης, Πρόεδρος της Βουλής, εξακολουθεί να έχει κάποιες (προφανώς προηγηθείσες) αντιρρήσεις. Ίσως νομίζει ότι δεν είναι σωστό να «εκμεταλλευθούμε» ( ή και να «καπηλευθούμε, όπως κάνουν άλλοι») τον θάνατο ενός δικού μας ανθρώπου. Αλλά ο Μητσοτάκης έχει ήδη αποφασίσει:
-Τίποτε, τίποτε, λέει στον Τσαλδάρη. Από το πρωί το Γραφείο Τύπου απαντά στα τηλεφωνήματα ότι δηλώσεις θα γίνουν την προγραμματισμένη για σήμερα συνεδρίαση της Βουλής. Τις περιμένει όλη η Ελλάδα.
Για να μη «βουλιάξω» με τα μούτρα και με σπασμένα πλέον τα νεύρα πάνω στο γραφείο, έπεσα σε μια πολυθρόνα. Χωρίς να σκεφθώ, όπως άλλωστε και ο ίδιος ο Μητσοτάκης, ότι τώρα έπρεπε να ειδοποιηθούν οι βουλευτές να πάνε γρήγορα στη Βουλή. Και εκείνη τη στιγμή άνοιξε η πόρτα και μπήκε στο γραφείο ο Μιχάλης Στυλιανού, Γενικός Διευθυντής του Αθηναϊκού Πρακτορείου. Ο οποίος είπε ότι πολύ σωστά θα γίνει η συνεδρίαση της Βουλής, θεωρώντας αδιανόητο και αυτός το να μη γίνει. Τότε άνοιξε πάλι η πόρτα και μπήκε ο Μιλτιάδης Έβερτ. Λέγοντας στον Μητσοτάκη και κοιτάζοντας απορημένος εμάς τους δύο άλλους:
-Περάστε, κύριε Πρόεδρε. Οι βουλευτές έχουν συγκεντρωθεί και σας περιμένουν.
Ο Μητσοτάκης αντιλήφθηκε το «κενό» και του είπε:
-Μιλτιάδη, πες τους να σπεύσουν ταχύτατα στη Βουλή.
Και ο Μιλτιάδης ρώτησε χωρίς να καταλαβαίνει:
-Στη Βουλή; Σε ποια αίθουσα;
Τινάχθηκα όρθιος:
-Στην Αίθουσα των Συνεδριάσεων, κύριε! Σε ποια αίθουσα θα πάτε;
-Στην Αίθουσα των Συνεδριάσεων, επανέλαβε ήσυχα ο Μητσοτάκης.
-Μάλιστα, μάλιστα, έλεγε ο Μιλτιάδης, καθώς βιαζόταν να βγει από τη διπλή πόρτα του γραφείου.
Ήταν μια σκηνή μοναδική, ανεπανάληπτη και σκληρή».
(Από το βιβλίο του Γιάννη Βούλτεψη «Δέκα σκληρά χρόνια στη Νέα Δημοκρατία», Εκδόσεις Προσκήνιο)
Σημείωμα της… αντιγράφουσας:
Σκληρές εποχές. Αλλά και εποχές όπου υψώθηκε ασπίδα προστασίας του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος, όταν την κρίσιμη ώρα, την ώρα που το μυαλό θολώνει, βρέθηκαν εκείνοι που έβαλαν κατά μέρος τον προσωπικό τους πόνο – ο ένας είχε χάσει το παιδί του και ο άλλος φίλο αγαπημένο και συνοδοιπόρο από τα μαύρα χρόνια της χούντας ως τα πρώτα χρόνια της Δημοκρατίας και της εθνικής συμφιλίωσης – και συμφώνησαν πως αν επικρατούσε σύγχυση και οχλοκρατία, αν η Βουλή έμενε βουβή, τότε οι τρομοκράτες θα είχαν πετύχει τον σκοπό τους.
Βρέθηκαν εκείνοι οι άνθρωποι που γνώριζαν Ιστορία και πρόβλεψαν τι θα επακολουθούσε στην αντίθετη περίπτωση.
Μητσοτάκης: Ας είναι αυτό το τελευταίο αίμα!
Έτσι, δόθηκε η ευκαιρία στον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη να πει μέσα στη Βουλή εκείνη την «παράγραφο», όπως την ένιωθε και όπως την αισθανόταν:
«Η δολοφονία του Παύλου Μπακογιάννη είναι μια πολιτική δολοφονία που προστίθεται σε μια μακρά αλυσίδα δολοφονιών που προηγήθηκαν. Αποτελεί σκληρό πλήγμα για τη Νέα Δημοκρατία. Και αποτελεί δεινή δοκιμασία για μένα και την οικογένειά μου. Πρέπει, όμως, αυτήν την ώρα της μεγάλης δοκιμασίας να σταθούμε όλοι μας όρθιοι. Να προστατεύσουμε την Δημοκρατία και τους θεσμούς της. Σε ό,τι με αφορά. Μια ευχή έχω να εκφράσω: Ας είναι το αίμα του Παύλου Μπακογιάννη το τελευταίο αίμα που χύνεται άδικα σε αυτόν τον τόπο».
(Ζωηρά χειροκροτήματα από όλες τις πτέρυγες).
Φλωράκης: Πώς γίνεται να μην πιάνεται κανένας;
Έτσι, δόθηκε και η ευκαιρία στον Χαρίλαο Φλωράκη να πει: «Έχω τη γνώμη ότι δεν φθάνει να καταδικάζουμε τις δολοφονίες. Πρέπει να βγάλουμε επιτέλους και ορισμένα συμπεράσματα. Νομίζω ότι το πρώτο συμπέρασμα που βγαίνει από αυτήν την δολοφονία είναι να μην επιτρέψουμε να περάσει αυτή η προσπάθεια του διχασμού του ελληνικού λαού, αυτή η μισαλλοδοξία που προσπαθούν οπωσδήποτε να καλλιεργήσουν. Το δεύτερο είναι ότι όλοι πρέπει να υπερασπίσουμε τη δημοκρατική ομαλότητα και τις δημοκρατικές εξελίξεις του τόπου μας. Το τρίτο είναι να καταδικάσουμε, όχι με λόγια αλλά με έργα, εκείνους που καλλιεργούν ιδεολογικά παρόμοιες κατευθύνσεις, ή αν θέλετε καλλιεργούν το πνεύμα της μισαλλοδοξίας και της ανωμαλίας στον τόπο μας. Και εδώ νομίζω ότι πρέπει να τοποθετηθούν επίσης τα κόμματα. Και υπάρχουν τέτοια όργανα που συστηματικά καλλιεργούν αυτό το πνεύμα. Τέταρτο, νομίζω ότι οι αρμόδιες υπηρεσίες, επιτέλους, πρέπει να δώσουν απάντηση σ’ αυτά τα ερωτήματα που χρόνια τώρα υπάρχουν στον ελληνικό λαό. Τι συμβαίνει; Πώς γίνεται αυτό το μυστηριώδες, χρόνια τώρα και να μην πιάνεται κανένας; Και σας τα λέω εγώ που έχω και κάποια πείρα από παράνομη δουλειά. Εδώ έχουμε το φαινόμενο 15 χρόνια να μην πιάνεται κανένας. Εμείς δεν προκόβαμε πάνω από ένα χρόνο, μας πιάνατε. Πώς συμβαίνει τούτο;».
(Χειροκροτήματα από την πτέρυγα του Συνασπισμού και της Νέας Δημοκρατίας).
*Βουλευτής Β3 Νοτίου Τομέα Αθηνών, Ν.Δ., πρώην υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργώ και κυβερνητική εκπρόσωπος, δημοσιογράφος