Η σχεδόν ταυτόχρονη επανεκλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη και του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν δημιούργησε τις προϋποθέσεις για την εκτόνωση της έντασης που είχε συσσωρευτεί το τελευταίο διάστημα ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία –με ευθύνη βέβαια της τουρκικής πλευράς– αλλά και τις προσδοκίες ότι η επαφή Αθήνας και Άγκυρας μπορεί να προσφέρει λύσεις στο πεδίο. 

Γράφει η Έρση Παπαδάκη 

Προσδοκίες που δείχνουν ρεαλιστικές με αφορμή τη νωπή και ισχυρή λαϊκή εντολή που έχουν λάβει ο Έλληνας πρωθυπουργός και ο Τούρκος Πρόεδρος, καθώς και την επιβεβαιωμένη πλέον δεύτερη μέσα σε λιγότερο από τρεις μήνες τετ α τετ συνάντησή τους σε αμερικανικό έδαφος (σ.σ.: στο περιθώριο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη), ενώ έπεται με βάση τον αρχικό σχεδιασμό μία ακόμη έως το τέλος του έτους στο πλαίσιο του Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας Ελλάδας-Τουρκίας. 

Την ώθηση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις επιβεβαιώνει και η επικείμενη συνάντηση του υπουργού Εξωτερικών, Γιώργου Γεραπετρίτη, με τον ομόλογό του, Χακάν Φιντάν, την ερχόμενη εβδομάδα στην Άγκυρα. Η είδηση της συνάντησης χαιρετίστηκε και στα πρωτοσέλιδα του τουρκικού Τύπου ως «το πρώτο βήμα», ωστόσο το κρίσιμο ερώτημα είναι προς τα πού μπορεί να οδηγήσει το βήμα αυτό και η συνάντηση Μητσοτάκη-Ερντογάν που ακολουθεί. 

Παρά την εκτόνωση της έντασης, η Άγκυρα –κατά την προσφιλή τακτική της– επιχειρεί ν’ ανοίξει τη βεντάλια των θεμάτων που βρίσκονται πάνω στο τραπέζι, ενώ η Αθήνα εμμένει πως η μία και μόνη διαφορά που υπάρχει προς επίλυση ανάμεσα στις δύο πλευρές είναι αυτή για την ΑΟΖ και την υφαλοκρηπίδα στο Αιγαίο.

Ούτε δηλαδή ζήτημα αποστρατιωτικοποίησης των νησιών ούτε κάτι άλλο, ενώ σημαντική εκκρεμότητα παραμένει το Κυπριακό, με τα πρόσφατα και συνεχιζόμενα επεισόδια στη λεγόμενη νεκρή ζώνη ανάμεσα στους Τουρκοκυπρίους και την ειρηνευτική δύναμη του ΟΗΕ να ρίχνουν βαριά τη σκιά τους στην προοπτική επανεκκίνησης των διαπραγματεύσεων. 

Σύμφωνα εξάλλου με τις επίσημες ανακοινώσεις, η συνάντηση των δύο ΥΠΕΞ στην Άγκυρα πρόκειται να ψηλαφίσει τους τομείς στους οποίους μπορούν να γίνουν βήματα επαναπροσέγγισης εν όψει και της συνάντησης κορυφής στη Νέα Υόρκη, αλλά και να προετοιμάσει το Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας τη λεγόμενη θετική ατζέντα και το πλαίσιο των Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης. 

Οι γεωπολιτικές ανησυχίες στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου είναι απόλυτα λογικό να επιβάλλουν μια κάποια ηρεμία στις σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας στο Αιγαίο, όπως φαίνονται να επιθυμούν και οι ΗΠΑ, ενώ τα ενεργειακά ζητήματα που βρίσκονται στην κορυφή των διπλωματικών επαφών στο προσκήνιο και παρασκήνιο προϋποθέτουν ασφαλώς μια θετική συνεισφορά εκ μέρους της Αγκυρας. 

Ακόμη και τα ευαίσθητα ζητήματα μιας πιθανής συνεκμετάλλευσης των κοιτασμάτων στην Ανατολική Μεσόγειο είναι ξεκάθαρο από την πλευρά της Αθήνας ότι προϋποθέτουν την επίλυση της «μίας και μόνης διαφοράς», δηλαδή τον καθορισμό των θαλασσίων ζωνών με την ενεργό συμμετοχή της Τουρκίας ή ακόμη και με την υπογραφή συνυποσχετικού για την αναγνώριση του Δικαίου της Θάλασσας και την προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. 

Η Τουρκία μπορεί να μιλάει (διαχρονικά) για ειλικρίνεια, ωστόσο είναι εκείνη που θα πρέπει ν’ αποδείξει ότι το εννοεί, ιδιαίτερα από τη στιγμή που η Ελλάδα εμμένει στις «κόκκινες γραμμές» της που δεν είναι άλλες από τα ζητήματα των κυριαρχικών δικαιωμάτων και γενικότερα όσων άπτονται της εθνικής κυριαρχίας. Και τούτο διότι η τουρκική πλευρά μιλάει τεχνηέντως για «διαφορές» με την Ελλάδα, επιχειρώντας κατά πάγια τακτική της και με μία μαξιμαλιστική λογική να βάλει στο τραπέζι όσο το δυνατόν περισσότερα θέματα προκειμένου ν’ αποκομίσει τα περισσότερα δυνατά γι’ αυτήν. 

Είναι ξεκάθαρο όμως ότι η ελληνική πλευρά δεν πρόκειται ν’ αποδεχθεί μια τέτοια τακτική, παρά τη θετική διάθεση με την οποία προσέρχεται στο διάλογο και εκφράστηκε με την πρόθεσή της να μην κλείσει τους διαύλους επικοινωνίας ακόμη και στις πρόσφατες δύσκολες στιγμές των μεγάλων εντάσεων στον Έβρο ή το Αιγαίο. Με άλλα λόγια, το πλέον κρίσιμο είναι η στάση που θα επιδείξει η Άγκυρα και συγκεκριμένα εάν η πρόθεσή της να ρίξει τους τόνους είναι πραγματική ή απλώς αποτελεί έναν ακόμη τακτικό ελιγμό.