Την εκτίμηση πως οι τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας θα ακολουθήσουν πτωτική πορεία τα επόμενη χρόνια, με άμεσα ωφελούμενους τους καταναλωτές εξέφρασε χθες ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Θόδωρος Σκυλακάκης, στο πλαίσιο του 6ου Renewable & Storage Forum.
«Θα έχουμε, τα επόμενα χρόνια, μεγάλη πτώση της τιμής του φυσικού αερίου και θα προστεθούν Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ)» είπε χαρακτηριστικά, εξηγώντας πως υπό αυτά τα δεδομένα «οι καταναλωτές θα έχουν μία ευνοϊκή πραγματικότητα». Το "κλειδί", συνέχισε, είναι να κρατήσουμε αυτή την αγορά υγιή, σε αυτή την ευνοϊκή και δύσκολη, ταυτόχρονα, φάση της μετάβασης, υπογραμμίζοντας πως ενεργειακή δημοκρατία δεν υπάρχει, αν το ενεργειακό σύστημα δεν ωφελεί τον καταναλωτή.
Απαντώντας σε ερώτηση σχετικά με την αύξηση της ζήτησης σημείωσε: «Η μεγάλη μετατόπιση ζήτησης δεν αφορά αυτήν από τη νυχτερινή κατανάλωση ρεύματος στην μεσημβρινή ή σε κάποιο συνδυασμό. Αφορά στο 50% της ενέργειας που έχουν οι επιχειρήσεις, οι οποίες αποκτούν, πλέον, έξυπνους μετρητές και μπορούν να επιλέξουν το δυναμικό τιμολόγιο (πορτοκαλί). Οι επιχειρήσεις έχουν πολύ μεγαλύτερο κίνητρο να μετατοπίσουν τη ζήτησή τους, διότι σχετίζεται με το κόστος τους».
Ο κ. Σκυλακάκης, πρόσθεσε πως η αύξηση της ζήτησης συνδέεται με πολιτικές - εργαλεία που θα περιλαμβάνουν τη δυνατότητα να αξιοποιήσουμε την ενέργεια από πλευράς βιομηχανικής παραγωγής. Αφορά, επιπρόσθετα, σε πολιτικές σχετικές με τη διευκόλυνση της αποθήκευσης, καθώς επίσης σε έργα αφαλάτωσης, αντλησιοταμίευσης, κ.λπ.
Ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας εξήγησε, ακόμη, για ποιους λόγους θα έχουμε βίαιους, επενδυτικούς κύκλους: «Οι παραγωγικές δραστηριότητες, οι οποίες έχουν σχεδόν μηδενικό, οριακό κόστος -από τη φύση τους- είναι πιο βίαιες στον οικονομικό κύκλο, από ό,τι οι δραστηριότητες, οι οποίες έχουν σημαντικό, λειτουργικό κόστος. Το χαρακτηριστικό των ΑΠΕ είναι ότι το οριακό τους κόστος είναι πολύ μικρό».
Αυτό έχει ως συνέπεια, όταν φεύγει κανείς από τις «ταρίφες» και πάει στην αγορά, να τον συμφέρει να πουλήσει βραχυπρόθεσμα, ακόμη και σε πολύ χαμηλές τιμές ή και μηδενικές -αυτό συμβαίνει παγκοσμίως.
Και μία δεύτερη συνέπεια είναι ότι η οικονομική απόσβεση δεν είναι ταυτόσημη με τη φυσική. «Η οικονομική απόσβεση σε μία παραγωγική δραστηριότητα με μεγάλο λειτουργικό κόστος, όταν ολοκληρώνεται οδηγεί σε νέες επενδύσεις. Όταν είναι πολύ μικρό το οριακό κόστος, μπορεί να περιμένει τη φυσική απόσβεση ο ενδιαφερόμενος, πριν κάνει την επένδυση. Καθώς οι ΑΠΕ θα αρχίσουν να καταλαμβάνουν όλο και περισσότερο χώρο στο ενεργειακό μας σύστημα, θα τελειώνουν και οι οικονομικές αποσβέσεις. Και θα περάσουμε στη φάση που θα έχουμε φυσική απόσβεση», τόνισε ο κ. Σκυλακάκης.
Σε σχέση με κριτική που ασκείται για την τοποθέτηση φωτοβολταϊκών, ανέφερε: «Από το 2009 - 2021 μειώθηκε η καλλιεργήσιμη γη, λόγω εγκατάλειψης 6 εκατ. στρεμμάτων περίπου. Όλα τα φωτοβολταϊκά που έχουμε βάλει και θα βάλουμε στο μέλλον -κατά την εκπλήρωση του Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ)- δεν θα είναι πάνω από 400.000 στρέμματα. Έχουμε εγκαταλείψει, δηλαδή, 6 εκατ. στρέμματα και θα βάλουμε φωτοβολταϊκά σε 400.000 στρέμματα, μέχρι το 2050. Κανένας δεν ακούει αυτό το θεμελιώδες επιχείρημα από την αντιπολίτευση».
Ο κ. Σκυλακάκης απάντησε και στην κριτική περί εύνοιας των μεγάλων, έναντι των μικρών επενδυτών: «Στην Ελλάδα του 2024 αυτή είναι μία παράδοξη άποψη, για τον απλούστατο λόγο ότι ο ΔΕΔΔΗΕ φιλοξενεί -κατά βάση- μικρούς επενδυτές. Έχει 8 GW ΑΠΕ. Δεν γίνεται να έχουμε 8 GW από τα 14 GW περίπου, συνολικά, στον ΔΕΔΔΗΕ και να λέμε ότι ευνοούνται οι μεγάλοι».
Ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας επισήμανε, επίσης, πως θα ενθαρρυνθούν πολιτικές που θα αφορούν στις ενεργειακές κοινότητες της «επόμενης ημέρας», οι οποίες θα μπορούν να συσπειρώνουν ζήτηση (demand response) και θα εκπροσωπούν τα συμφέροντα των καταναλωτών, που θα μπορούν να κάνουν αυτοπαραγωγή, με βάση το ενεργειακό τους προφίλ και όχι με βάση τις επιδοτήσεις.
Τέλος, για την οικονομική διάσταση του ενεργειακού συστήματος ο κ. Σκυλακάκης τόνισε: «Το ενεργειακό μας σύστημα είναι πολύ μεγάλο και πολύ σημαντικό για να το αντιμετωπίζουμε σαν να μην έχει οικονομική διάσταση και να έχει μόνο πολιτική διάσταση. Από τις παλαιότερες επιδοτήσεις έχουμε έναν λογαριασμό κοντά 900 εκατ. ευρώ το χρόνο. Συνεπώς, το να σχεδιάσουμε ένα σύστημα που να είναι οικονομικά αποτελεσματικό είναι το πιο δημοκρατικό που μπορούμε να κάνουμε σε σχέση με το ενεργειακό σύστημα. Η Ελλάδα πέρασε μία τεράστια κρίση. Κανείς μας δεν την έχει ξεχάσει. Τί ήταν πίσω από αυτή την τεράστια κρίση; Ένα και μόνο πράγμα: Κακή χρήση των πόρων. Χρησιμοποιήθηκαν με πολιτικά κριτήρια και ξεχάστηκαν τα οικονομικά κριτήρια. Η οικονομία εκδικείται.».