Γράφει ο Χάρης Παυλίδης
Ελάχιστοι ίσως θυμούνται ότι πριν από δέκα χρόνια ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Μάρτιν Σουλτς, παραλάμβανε το βραβείο Νόμπελ Ειρήνης εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Ενωσης και των Ευρωπαίων για το γεγονός ότι επί έξι δεκαετίες η Ευρώπη παρέμεινε ισχυρός πόλος δημοκρατίας, ευημερίας και σταθερότητας. Αυτό άλλαξε πριν από έξι μήνες με την εισβολή της Ρωσίας του Πούτιν στην Ουκρανία. Είναι προφανές ότι η σημερινή ηγεσία της Ευρώπης στερείται «πολιτικότητας» αντίστοιχης των οραματιστών ηγετών που έβαλαν τα θεμέλια της Ενωσης. Εκτός αυτού, στερείται και του αυτονόητου σ’ αυτές τις περιπτώσεις ενστίκτου επιβίωσης, που είναι απαραίτητο για τη συνοχή της. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι έχει παραβιαστεί ο «γενετικός κώδικας» της ΕΕ και γι’ αυτό δεν ευθύνεται ο Πούτιν.
Την αποκλειστική ευθύνη έχει η Κομισιόν και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, που εκ των πραγμάτων αποδεικνύεται ότι, αντί να αντιδράσουν με ταχύτητα αντίστοιχη των εξελίξεων και αποτελεσματικότητα ίση με το διακύβευμα, εξαντλούνται σε ασκήσεις ισορροπίας μεταξύ των αλληλοσυγκρουόμενων συμφερόντων των κρατών μελών. Ασφαλώς τα πράγματα θα ήταν ασυγκρίτως χειρότερα χωρίς την Ενωση, αλλά αυτό δεν μπορεί να αποτελεί δικαιολογία για την ολιγωρία και την απουσία αποφασιστικότητας. Η ΕΕ άργησε απελπιστικά να αντιδράσει με την άμεση δρομολόγηση μιας κοινής πολιτικής άμυνας και συνεχίζει να μη βλέπει ότι ο εξοπλισμός είναι μονόδρομος για τη διατήρηση της ειρήνης. Προφανώς ο ευρωπαϊκός στρατός είναι αντίθετος με τις αξίες της ΕΕ, αλλά ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει αλλάξει τα δεδομένα.
Ας είμαστε ρεαλιστές: σήμερα οι 27 δαπανούν περισσότερα για την άμυνα από τη Ρωσία: 176.000 έναντι 55.000 εκατομμυρίων ευρώ (τρεις φορές περισσότερα). Επειδή όμως το κάνουν με εθνικά κριτήρια και χωρίς συντονισμό μεταξύ τους, αυτή η δαπάνη είναι αναποτελεσματική. Οπως δείχνει ο πόλεμος στην Ουκρανία, οι παλιές συνταγές και τα παλιά δόγματα είναι ξεπερασμένα. Και, μ’ αυτό το δεδομένο, το βάρος των εξοπλισμών δεν μπορεί να το σηκώσει καμία χώρα μόνη της. Κυρίως γιατί τα οπλικά συστήματα βασίζονται στην τεχνητή νοημοσύνη που απαιτεί σημαντικές επενδύσεις. Συνεπώς, δεν αρκεί η αγορά αεροπλάνων ή πλοίων, αλλά η από κοινού ενίσχυση της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας και μαζί της η στρατιωτική αυτονομία της.