Τη στιγμή που το Μέγαρο Μαξίμου αντιμετώπισε θεσμικά το θέμα της παρακολούθησης του προέδρου του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ Νίκου Ανδρουλάκη κενά εντοπίζονται στον τρόπο με τον οποίον αντέδρασε τόσο η Χαρ. Τρικούπη όσο και άλλοι «θεσμικοί» φορείς.

 

Γράφει ο Κώστας Δημητράκος

 

Η ξαφνική και ταχύτατη πορεία του προέδρου του ΠΑΣΟΚ Νίκου Ανδρουλάκη προς το βάθρο όπου κάθονται οι πρωταγωνιστές των πολιτικών εξελίξεων στην Ελλάδα φαίνεται να ανακόπτεται με την ίδια, ίσως και μεγαλύτερη, δυναμική από τα εμπόδια και τα λογικά ερωτήματα που αναδύονται σε μία υπόθεση που κάλλιστα μπορεί να χαρακτηριστεί μία από τις δυσκολότερες αμιγώς πολιτικές κρίσεις της μέχρι στιγμής κυβερνητικής θητείας.

Από την ώρα που για τις ψύχραιμες φωνές και προσεγγίσεις άρχισε να κάθεται ο κουρνιαχτός των αποκαλύψεων με τις πολιτικο-κατασκοπικές διαστάσεις θρίλερ, που είτε σκοπίμως είτε αυτοδικαίως περιέχονται, μια σειρά αναπάντητα ερωτήματα αναδύονται για τον πρόεδρο του τρίτου πολιτικού κόμματος της χώρας. Οι απαντήσεις σε αυτά θα ξεκαθάριζαν ορισμένες από τις σημαντικές θολές περιοχές όλης της κατάστασης, έτσι όπως αυτή είχε μέχρι χθες διαμορφωθεί και πριν από την επίσημη τοποθέτηση του Κυριάκου Μητσοτάκη που έχει αναγγελθεί για σήμερα.

Σε αυτήν τη φάση, ο κ. Ανδρουλάκης φαίνεται να επαναξιολογεί την κατάσταση και να προσπαθεί να ισορροπήσει στο δύσκολο πολιτικό περιβάλλον που ούτως ή άλλως έχει διαμορφωθεί για τον ίδιον, σε αντίθεση με τις αρχικές προσδοκίες του. Δεν είναι άλλο από το δίλημμα μεταξύ της πιθανής μετατροπής του σε «κομπάρσο» του ΣΥΡΙΖΑ ή «δεκανίκι» της Νέας Δημοκρατίας. Κάτι που πρακτικώς σημαίνει: να βρει τον τρόπο να ενισχύσει τη δική του αυτόνομη πολιτική ταυτότητα χωρίς να αφήσει περιθώριο στον ΣΥΡΙΖΑ να πλασάρει τον εαυτό του ως ρυθμιστή πρωτοβουλιών της Κεντροαριστεράς σε «τόσο σοβαρά πολιτικά θέματα» αλλά, παράλληλα, να ενισχύσει το «αντιδεξιό» προφίλ του χωρίς να αφήνει να αιωρούνται πάνω από τη Χαριλάου Τρικούπη τα σύννεφα της πιθανής μετεκλογικής συνεργασίας του με τη Νέα Δημοκρατία.

Ενα από τα πρώτα πολιτικά συμπεράσματα, λοιπόν, είναι ότι αυτό που επεδίωκε ο κ. Ανδρουλάκης μετά τις καταγγελίες του περί παρακολούθησης από το Predator όχι μόνο δεν ανακόπηκε, αλλά επιστρέφει με διαφορετική μορφή, η οποία του δημιουργεί περισσότερες «υποχρεώσεις», ιδίως υπό την ομπρέλα της θεσμικότητας την οποία άνοιξε ακαριαία ο πρωθυπουργός από τη στιγμή που ενημερώθηκε για την τραγική αστοχία της ΕΥΠ και του διοικητή της. Ομοίως, οι δύο παραιτήσεις φαίνονται ως φυσικά επακόλουθα της θεσμικής αντιμετώπισης της κατάστασης από το Μέγαρο Μαξίμου. Φαίνεται, λοιπόν, ότι το σύνολο των εξελίξεων –μέχρι το Σαββατοκύριακο που πέρασε– δημιουργεί ακόμα μεγαλύτερες δυσκολίες για τον κ. Ανδρουλάκη αντί της επιδιωκόμενης τόνωσης της αυτόνομης πολιτικής του ταυτότητας. Ας δούμε αναλυτικά:

1. Οπως έγινε γνωστό, ο κ. Ανδρουλάκης αρνήθηκε να απαντήσει στο τηλεφώνημα που του έγινε από τον κ. Γεραπετρίτη, το οποίο είχε σκοπό την ενημέρωσή του για κάποιες λεπτομέρειες της υπόθεσης. Από πηγές της Χαριλάου Τρικούπη διέρρευσε ότι ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ αρνήθηκε την κατ’ ιδίαν ενημέρωση διότι επιθυμούσε επίσημη, θεσμική και δημόσια ενημέρωση. Αυτό το επιχείρημα, πιθανώς να είχε μια λογικοφανή εξήγηση αν η παρακολούθηση των συνομιλιών του κ. Ανδρουλάκη είχε σχέση με το Predator, για το οποίο έχουν γίνει πολλές και μεγάλης έκτασης δημόσιες αναφορές. Με δεδομένο, όμως, το γεγονός ότι επρόκειτο για άρση του απορρήτου των τηλεφωνικών συνομιλιών του μετά από εισαγγελική παραγγελία προς την ΕΥΠ και μετά από «κάποιες καταγγελίες», ποιος είναι ο λόγος για τον οποίον αρνήθηκε; Και το ερώτημα γίνεται ακόμα πιο ισχυρό από το γεγονός ότι η ακριβής ενημέρωσή του για τους λόγους της εισαγγελικής παραγγελίας πιθανώς να προσέφερε στον ίδιον περισσότερα και ισχυρότερα καταγγελτικά εργαλεία κατά της κυβέρνησης.

2. Σχετικά με την ταυτότητα του καταγγέλλοντος. Τα σενάρια είναι πολλά και τα επικρατέστερα οδηγούν στο ότι «προέκυψαν λόγοι εθνικής ασφάλειας» ώστε να ζητηθεί από την ΕΥΠ να αρθεί το απόρρητο των επικοινωνιών του ευρωβουλευτή Νίκου Ανδρουλάκη. Κάποιες πληροφορίες αναφέρουν ότι ζητήθηκε από αρμενικές και ουκρανικές υπηρεσίες, οι οποίες ισχυρίζονταν ότι είχαν καταγραφεί επαφές του με «κινεζικά συμφέροντα». Μια πολύ γενικόλογη αιτία, όπως τουλάχιστον εμφανίστηκε δημοσίως ενώ ήδη από αρμενικές διπλωματικές πηγές εκφράστηκαν διαψεύσεις εντός του Σαββατοκύριακου. Το ερώτημα, λοιπόν, παραμένει. Ποιοι είναι αυτοί που κατήγγειλαν τον Νίκο Ανδρουλάκη; Πρόκειται για υπηρεσίες ή για ιδιώτες. Επίσης, ποιο είναι το περιεχόμενο των καταγγελιών που οδήγησε στη δικαιολογημένη άρση του απορρήτου με την άδεια της ελληνικής εισαγγελικής αρχής, κάτι που διεκόπη αμέσως μετά την εκλογή του στη θέση του προέδρου του ΠΑΣΟΚ; Αν ο κ. Ανδρουλάκης είχε δεχθεί να ενημερωθεί από την κυβέρνηση πιθανώς τα ερωτήματα αυτά να είχαν ήδη απαντηθεί και η υπόθεση να μην είχε λάβει τέτοιες διαστάσεις.

3. Είναι δεδομένη η διάθεση της κυβέρνησης να βγουν στη δημοσιότητα όλες οι πτυχές της υπόθεσης, με επιμονή στις θεσμικές διαδικασίες. Ηδη σχεδιάζεται η εκ νέου συνεδρίαση της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας ενώ ήδη έχει ειπωθεί το αρχικό «ναι» στη σύγκληση της Εξεταστικής Επιτροπής. Αυτή η διάθεση μπορεί να υψώνει ένα ισχυρό θεσμικό ανάχωμα έναντι σε κάθε προσπάθεια δημιουργίας κλίματος αποσταθεροποίησης, αλλά το ερώτημα είναι ισχυρό και παραμένει. Ποιοι είναι αυτοί που επιδιώκουν τη δημιουργία αυτού του κλίματος; Η υπόθεση αυτή έρχεται σε μία περίοδο όπου –παρά τη διεθνή αρνητική συγκυρία– η ελληνική οικονομία καταγράφει ανοδική πορεία, οι δείκτες σε επίπεδο ανάπτυξης και επενδύσεων είναι υψηλοί και η χώρα εισέρχεται σε περίοδο με αισιόδοξες προοπτικές σε όλα τα επίπεδα και εντός του ’23 αναμένεται η επαναπόκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, γεγονός που θα δημιουργήσει περαιτέρω αναπτυξιακές προοπτικές.

4. Η πολιτική σκακιέρα ανακινείται ορμητικά από την πλευρά της αντιπολίτευσης παρά τη διελκυστίνδα μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ για το ποιος από τους δύο θα εμφανιστεί στα «εκλογικά» μάτια της μεσαίας τάξης να έχει αρχηγικό ή και σημαίνοντα ρόλο στην Κεντροαριστερά. Εδώ, όμως, προκύπτει ακόμα ένα ιδιαιτέρως κρίσιμο ερώτημα, το οποίο αποτελεί ακόμα μία παγίδα που έχει μπροστά του ο κ. Ανδρουλάκης. Ο ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται ότι και σε αυτό το πεδίο (υποκλοπές, ΕΥΠ) δεν χρειάζεται ιδιαίτερα στοιχεία που να έχουν σχέση με την αλήθεια και τα οποία να οδηγούν απευθείας στον πρωθυπουργό. Τα «πολεμικά» πρωτοσέλιδα του φιλικού του Τύπου, από την περασμένη Παρασκευή κιόλας, είναι ενδεικτικά για το τι θα ακολουθήσει. Μοιάζει με συγκέντρωση νέφωσης στον ουρανό και τα πρωτοσέλιδα του ΣΥΡΙΖΑ να μιλούν ήδη για «καταστροφικές πλημμύρες». Ο ΣΥΡΙΖΑ καλεί τον πρωθυπουργό να παραιτηθεί και να προκηρύξει εκλογές την ώρα που ακόμα δεν έχει συσταθεί η Εξεταστική Επιτροπή που θα διερευνήσει το θέμα, ενώ ο ίδιος συνεχίζει να καλύπτει με όλες του τις δυνάμεις τους δύο κορυφαίους υπουργούς του που ήδη έχουν παραπεμφθεί από την ανάλογη Εξεταστική Επιτροπή να δικαστούν για «παράβαση καθήκοντος». Συμπτωματικώς, υπό φυσιολογικές συνθήκες, η δίκη του ενός εκ των δύο ξεκινά στις 19 Σεπτεμβρίου ενώ στην Κουμουνδούρου ήδη έχει πέσει στο τραπέζι και συζητείται η πιθανότητα πρότασης μομφής κατά της κυβέρνησης. Αν ο κ. Ανδρουλάκης είχε δεχθεί να ενημερωθεί από την κυβέρνηση για την άρση του απορρήτου που τον αφορούσε, κάποια από τα καίρια πιόνια της σκακιέρας να παρέμεναν ακόμα στα δικά του τετράγωνα.