Στις αρχές Αυγούστου είχαμε μια επέτειο που πέρασε σχεδόν απαρατήρητη, ίσως γιατί το «Πνεύμα του Ελσίνκι» –πέρασαν πενήντα χρόνια από τότε– παρέδωσε το πνεύμα του. Αναφερόμαστε στα ιδανικά της Τελικής Πράξης του Ελσίνκι του 1975, ένα όραμα συνεργασίας και ειρήνης βασισμένο στον αμοιβαίο σεβασμό και στα ανθρώπινα δικαιώματα. Εκείνη η διάσκεψη άνοιξε διαύλους διαλόγου μεταξύ ιδεολογικών εχθρών και προσέφερε ένα κοινό πλαίσιο αρχών που έγιναν δεκτά από όλα τα υπογράφοντα μέρη, που επί της ουσίας αποτελούσε έναν οδικό χάρτη για τη μετάβαση από την πολιτική του Ψυχρού Πολέμου στην εποχή της ρεαλιστικής πολιτικής.
Η διάσκεψη ήταν μέρος μιας προσπάθειας για τη μείωση των εντάσεων και τη βελτίωση των σχέσεων Ανατολής-Δύσης μέσω του διαλόγου και της συνεργασίας. Η συμμετοχή 35 χωρών αποδεικνύει τη σημασία και το ειδικό βάρος που είχε αφού συμμετείχαν όλες οι ευρωπαϊκές χώρες (εκτός από την Αλβανία του Χότζα που τότε ήταν προσδεδεμένη στο άρμα της κομμουνιστικής Κίνας), οι Ηνωμένες Πολιτείες και ο Καναδάς.
Το ηθικό βάρος
Η ΔΑΣΕ του 1975 παραμένει ένα ιστορικό και ηθικό σημείο αναφοράς στην αρχιτεκτονική της ευρωπαϊκής σταθερότητας και ασφάλειας. Η κληρονομιά της, ωστόσο, δεν φαίνεται να είναι από όλους αποδεκτή και η πρόκληση για το άμεσο μέλλον είναι να ανακτήσει μερικά από εκείνα τα χαρακτηριστικά, όπως ήταν το πνεύμα του διαλόγου, της συνεργασίας και του αμοιβαίου σεβασμού, που οι σημερινές συνθήκες τα καθιστούν απαραίτητα προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι γεωπολιτικές πολυπλοκότητες του σημερινού κόσμου.
Σε μια περίοδο κρίσης, ακόμη και δυσφήμησης της πολυμερούς προσέγγισης, είναι σημαντικό να τιμήσουμε την ιστορική συμφωνία που επιτεύχθηκε στο Ελσίνκι της Φινλανδίας, η οποία επέφερε τις μεγάλες ανατροπές και αλλαγές στην Ανατολική Ευρώπη δρομολογώντας τις εξελίξεις που κορυφώθηκαν με την πτώση του Τείχους του Βερολίνου και το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Η διάσκεψη του Ελσίνκι ήταν ιστορική και για έναν επιπλέον λόγο: ήταν ο προκάτοχος του σημερινού Οργανισμού για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ), ο οποίος συνεχίζει να εργάζεται ενεργά σε διάφορους τομείς για την προώθηση της ειρήνης, της δημοκρατίας, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της ασφάλειας και της σταθερότητας.
Το επίτευγμα της Συνόδου Κορυφής την 1η Αυγούστου 1975, ύστερα από δύο χρόνια έντονων διαπραγματεύσεων στη Γενεύη και στο Ελσίνκι, δεν ήταν εύκολη υπόθεση σε μια Ευρώπη και σ’ έναν κόσμο διχασμένο σε δύο αντίπαλα πολιτικοοικονομικά στρατόπεδα. Το σκηνικό του Ελσίνκι εκείνο το μακρινό σκανδιναβικό καλοκαίρι του 1975 είναι επομένως ανεπανάληπτο. Η πληθωρική παρουσία των αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων που υπέγραψαν την Τελική Πράξη, αντίστοιχη εκείνης του πολιτικού διαμετρήματός τους, είναι αξιοσημείωτη και αναμφίβολα η συντριπτική πλειονότητά τους έχει αφήσει ένα σημαντικό αποτύπωμα –προς το καλύτερο ή το χειρότερο το κρίνουν τα γεγονότα και η ερμηνεία τους από τους ιστορικούς– στην πρόσφατη ιστορία.
Ηγετικό εκτόπισμα
Και μόνο οι ηγέτες που βρέθηκαν στην πρωτεύουσα της Φινλανδίας εκείνο τον Αύγουστο πριν από πενήντα χρόνια αποτελεί κι ένα στοιχείο σύγκρισης με το σήμερα: ο Τζέραλντ Φορντ και ο Χένρι Κίσινγκερ από τις ΗΠΑ, ο Λεονίντ Μπρέζνιεφ από την ΕΣΣΔ (σήμερα Ρωσία), ο Αλντο Μόρο από την Ιταλία, ο Τίτο από τη Γιουγκοσλαβία, οι ηγέτες των δύο Γερμανιών Χέλμουντ Σμιτ από τη Δυτική και Εριχ Χόνεκερ από την Ανατολική, ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος από την Κύπρο και ο Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ από την Τουρκία, ο Νικολάε Τσαουσέσκου από τη Ρουμανία, ο Ζισκάρ ντ’ Εστέν από τη Γαλλία, ο Χάρολντ Ουίλσον από την Αγγλία και πολλοί άλλοι.
Αξιοσημείωτη η παρουσία του Ελληνα πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή, ο οποίος βρέθηκε στο Ελσίνκι για την υπογραφή της Τελικής Πράξης συνοδευόμενος από τον πρόεδρο της Βουλής, Κωνσταντίνο Παπακωνσταντίνου, τον υπουργό Εξωτερικών Δημήτρη Μπίτσιο, καθώς και τον στενό συνεργάτη του Πέτρο Μολυβιάτη, γραμματέα του Υπουργικού Συμβουλίου.
Σύμφωνα με το πρωτοσέλιδο της εφημερίδας «Καθημερινή» στις δηλώσεις του ο τότε πρωθυπουργός είχε χαρακτηρίσει τη διάσκεψη ιστορική κι ένα σημαντικό βήμα για την ανάπτυξη της πανευρωπαϊκής συνεργασίας. Ωστόσο, είχε επισημάνει με νόημα ότι «το μέλλον θα δείξει κατά πόσον οι αρχές που περιλαμβάνονται στην Τελική Πράξη της Διασκέψεως θα τύχουν πλήρους εφαρμογής». Προφανώς ο πολιτικός που αποτελούσε εγγύηση για τη σταθερότητα σε μια χώρα που έκανε τα πρώτα της δημοκρατικά βήματα έβλεπε μπροστά. Αλλωστε η συμμετοχή της Ελλάδας είχε σημαντική σημασία γιατί, πέραν όλων των άλλων, έστελνε ένα ηχηρό μήνυμα στην Ευρώπη μετά την πτώση της δικτατορίας.
Η υπογραφή της Συμφωνίας του Ελσίνκι από τον οραματιστή και συνάμα ρεαλιστή πολιτικό ήταν ένα στρατηγικό βήμα προς τη διευκόλυνση της μελλοντικής ένταξης της Ελλάδας λίγα χρόνια αργότερα στην ΕΟΚ. Και το αναφέρουμε γιατί η τότε αντιπολίτευση –με εξαίρεση την Ενωση Κέντρου-Νέες Δυνάμεις (Γεώργιος Μαύρος) και την ανανεωτική Αριστερά (Μπάμπης Δρακόπουλος-Λεωνίδας Κύρκος)– με το ΠΑΣΟΚ και το ΚΚΕ ήταν σφόδρα αντίθετη με την ΕΟΚ. Η ελληνική υπογραφή στην Τελική Πράξη του Ελσίνκι, πέραν της διεθνούς σημασίας, δημιούργησε και εσωτερική πίεση για να προχωρήσει προς την πραγματική δημοκρατία η Ελλάδα, και δέσμευση για τα ανθρώπινα δικαιώματα που θεσπίστηκαν στο Ελσίνκι και έβαλαν τα θεμέλια για τη θωράκιση της Δημοκρατίας.
Η Τελική Πράξη δεν ήταν δεσμευτική συνθήκη, αλλά ήταν μια άνευ προηγουμένου και εξαιρετικά σημαντική συμφωνία, χωρισμένη σε τρία κύρια θεματικά τμήματα. Το πρώτο ήταν αφιερωμένο σε ζητήματα ασφάλειας στην Ευρώπη και επικεντρώθηκε στον σεβασμό των υφιστάμενων συνόρων, στη μη επέμβαση στις εσωτερικές υποθέσεις, στην ειρηνική επίλυση των συγκρούσεων και στον σεβασμό της εθνικής κυριαρχίας. Το δεύτερο ήταν αφιερωμένο στην οικονομική, επιστημονική, τεχνολογική και περιβαλλοντική συνεργασία, εστιάζοντας στην προώθηση του εμπορίου και της τεχνολογικής συνεργασίας, στην προστασία του περιβάλλοντος και –πολύ καινοτόμες για την εποχή– στις ανταλλαγές στην εκπαίδευση, την επιστήμη και τον πολιτισμό.
Τέλος, το τρίτο τμήμα ήταν αφιερωμένο στα ανθρώπινα δικαιώματα και τις θεμελιώδεις ελευθερίες, που περιελάμβαναν, όχι χωρίς τεράστιες δυσκολίες, τα αστικά, πολιτικά, θρησκευτικά και πολιτιστικά δικαιώματα.
Διπλωματικός θρίαμβος
Τα συμπεράσματα του Ελσίνκι αποτελούν ένα ευρύ επίτευγμα για όλα τα μέρη: για τη Σοβιετική Ενωση, αντιπροσώπευαν έναν διπλωματικό θρίαμβο νομιμοποιώντας τα μεταπολεμικά σύνορα στην Ανατολική Ευρώπη. Για τη Δύση, η συμπερίληψη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο επίκεντρο των συζητήσεων και του τελικού εγγράφου ήταν μια σημαντική νίκη. Παρά το γεγονός ότι θεωρήθηκε παραχώρηση στα σοβιετικά συμφέροντα, παρείχε μοναδική μακροπρόθεσμη βάση για τους αντιφρονούντες στα σοσιαλιστικά καθεστώτα της Ανατολικής Ευρώπης.
Το Ελσίνκι χρησίμευσε ως βάση για τους αντιφρονούντες ώστε να απαιτήσουν συμμόρφωση με τις υπογεγραμμένες συνθήκες ανθρωπίνων δικαιωμάτων στις χώρες τους. Θα πρέπει να υπενθυμιστεί ότι σημαντικές ομάδες όπως η Χάρτα 77 του Βάτσλαβ Χάβελ στην Τσεχοσλοβακία και το κίνημα Αλληλεγγύης του Λεχ Βαλέσα στην Πολωνία βασίστηκαν σ’ αυτήν τη συνθήκη για να απαιτήσουν από τα σοσιαλιστικά καθεστώτα στις χώρες τους περισσότερη δημοκρατία και ελευθερίες.
Το Ελσίνκι ακολούθησε η Διάσκεψη του Βελιγραδίου το 1977, η Μαδρίτη στις αρχές της δεκαετίας του 1980 και η Χάρτα των Παρισίων για μια Νέα Ευρώπη το 1990. Η ΔΑΣΕ εξελίχθηκε σε ΟΑΣΕ το 1994, ο οποίος σήμερα έχει 57 συμμετέχοντα κράτη, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που γεννήθηκαν από τη διάλυση της ΕΣΣΔ και της Γιουγκοσλαβίας, καθώς και άλλα (Αλβανία, Ανδόρα, Μογγολία) που έχουν ενταχθεί για να συμπληρώσουν τον τρέχοντα χάρτη, ο οποίος περιλαμβάνει όλα τα κυρίαρχα κράτη, από το Βανκούβερ μέχρι το Βλαδιβοστόκ.
Και τώρα, τι;
Μισόν αιώνα αργότερα, και παρά τις προσπάθειες για την προώθηση της σταθερότητας, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της προληπτικής διπλωματίας, οι αντιφάσεις και οι προκλήσεις παραμένουν, και η πολυμέρεια βρίσκεται σε κρίση, αποδυναμωμένη από την αυξανόμενη γεωπολιτική πόλωση.
Οι Αρχές του Ελσίνκι έχουν παραβιαστεί κατάφωρα και επανειλημμένα από τη Ρωσία με την προσάρτηση της Κριμαίας το 2014 και την εισβολή πριν από τρία χρόνια στην Ουκρανία. Ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, από την άλλη πλευρά, έχει σαφώς υποχωρήσει, και όχι μόνο σε ορισμένες χώρες του μετα-σοβιετικού χώρου. Παρά το γεγονός ότι η Ρωσική Ομοσπονδία παραμένει συμμετέχον κράτος στον ΟΑΣΕ. Δεδομένου ότι αυτό είναι το μόνο φόρουμ διαλόγου μεταξύ Ρωσίας και Δύσης, ο ρόλος του παραμένει σημαντικός σε μια περίοδο έντονων αναταράξεων στην Ουκρανία, με τις πληγές στην Κύπρο να παραμένουν ανοιχτές και να ελλοχεύει ο κίνδυνος τα Κατεχόμενα από τον εισβολέα να αναγνωριστούν, αλλά και τη Γάζα που στενάζει υπό τον ζυγό των τρομοκρατών της Χαμάς και των ακραίων στο Ισραήλ.
Η Διάσκεψη για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη, πενήντα χρόνια μετά την υπογραφή της Τελικής Πράξης του Ελσίνκι, παραμένει ένα ορόσημο στη διπλωματική ιστορία, καθιερώνοντας αρχές όπως το απαραβίαστο των συνόρων, η μη επέμβαση στις εσωτερικές υποθέσεις και η προώθηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών. Αν και δεν είναι νομικά δεσμευτική, έχει μεγάλο πολιτικό και ηθικό βάρος.
Μισόν αιώνα αργότερα, η κληρονομιά της αξιολογείται με ένα μείγμα ιστορικής αναγνώρισης, διαρκούς συνάφειας και τρεχουσών προκλήσεων. Το 2025 μπορεί να γίνει κατανοητή ως έκκληση για την ανάκτηση του διαλόγου, του αμοιβαίου σεβασμού και της υπεράσπισης των οικουμενικών αρχών απέναντι σε έναν κόσμο νέων συγκρούσεων και απειλών. Είναι, εν ολίγοις, μια υπενθύμιση ότι, ακόμη και στις πιο αντιπαραθετικές εποχές, είναι δυνατό να βρεθεί κοινό έδαφος για ειρήνη και συνύπαρξη. Και η Ελλάδα μπορεί και πρέπει να διαδραματίσει σημαίνοντα ρόλο προς αυτήν την κατεύθυνση.