Ο Εκπρόσωπος Τύπου της Νέας Δημοκρατίας, κ. Τάσος Γαϊτάνης φιλοξενήθηκε στο One Channel και το δημοσιογράφο κ. Τάκη Χατζή.
Ερωτώμενος για την στάση του ΣΥΡΙΖΑ στην υπόθεση Γεωργούλη, ο κ. Γαϊτάνης τόνισε ότι το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης προσπαθεί μονίμως να πολιτικοποιήσει ποινικές υποθέσεις όταν αυτές αφορούν τους αντιπάλους του, ενώ όταν αντίστοιχες περιπτώσεις σχετίζονται με τα του οίκου του έχει άλλη στάση.
“Πρόκειται για μια υποκριτική τακτική, με δύο μέτρα και δύο σταθμά” σχολίασε χαρακτηριστικά.
Ειδικότερα ανέφερε ότι ενώ στην περίπτωση Λιγνάδη, ο ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς να υπάρχει καμία καταγγελία πριν την ανάδειξή της, ζητούσε την παραίτηση της κυρία Μενδώνη, υποστηρίζοντας ότι όφειλε να ξέρει, στην υπόθεση Γεωργούλη έχουμε μια καταγγελία τρία χρόνια πριν, αλλά ήταν φήμες υποστηρίζει ο ΣΥΡΙΖΑ. Το συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι κόμμα υποκρισίας, πρόσθεσε.
Παράλληλα συμπλήρωσε ότι ο κ. Τσίπρας ενώ διαγράφει από το κόμμα του τον ευρωβουλευτή για τον οποίο υπάρχει καταγγελία και ελέγχεται από τη δικαιοσύνη, τον κ. Παππά, ο οποίος καταδικάστηκε τελεσίδικα από το Ειδικό Δικαστήριο για το ατιμωτικό αδίκημα της παράβασης καθήκοντος, συνεχίζει να τον κρατά στο κόμμα του. «Ο κ. Τσίπρας είναι απόλυτα υποκριτής και λαϊκιστής. Η υπόθεση Γεωργούλη τους γυρνά μπούμερανκ και οφείλουμε να το αναδείξουμε»
υποστήριξε.
Εξήγησε δε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ καταφεύγει σ’ αυτή του είδους τη μικροπολιτική γιατί δεν έχει θέσεις και πρόγραμμα για τα μεγάλα προβλήματα του τόπου. “Δεν έχουν να προτείνουν τίποτα για το πως θα μειωθεί περαιτέρω η ανεργία, πως θα προσελκύσουμε περισσότερες επενδύσεις, πως θα ολοκληρώσουμε την ψηφιακή μετάβαση και γενικά πως θα κάνουμε μεταρρυθμίσεις που έχει ανάγκη ο τόπος”, υπογράμμισε.
Κλείνοντας την παρέμβασή του ο κ. Γαϊτάνης σημείωσε πως “κατά την προεκλογική περίοδο είναι μια ευκαιρία να μιλήσουμε για όλα και να συγκρίνουμε τα αποτελέσματα της πρωθυπουργίας του Κυριάκου Μητσοτάκη με εκείνης του Αλέξη Τσίπρα.
Η πολιτική που ακολούθησε η κυβέρνηση αυτά τα χρόνια δημιούργησε θέσεις εργασίας, αύξησε τους μισθούς, μείωσε την ανεργία, δημιούργησε ένα καλύτερο κοινωνικό κράτος και μια καλύτερη καθημερινότητα για τον πολίτη”.