«Αύξηση της ανεργίας των νέων»… «Η ανεργία χτυπά τη νέα γενιά»… «Νέα γενιά ανέργων»… και πολλοί αντίστοιχοι τίτλοι εμφανίζονται διαχρονικά και συστηματικά στα εγχώρια και διεθνή μέσα ενημέρωσης, αποτυπώνοντας ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα των σύγχρονων κοινωνιών. Ωστόσο, στον κλάδο των Τεχνολογιών Πληροφορικής και Επικοινωνιών διεξάγεται ένας ακήρυχτος πόλεμος για την εύρεση εργαζομένων.
Τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν στην Επιτροπή Έρευνας και Τεχνολογίας της Βουλής από εκπροσώπους του ελληνικού οικοσυστήματος τεχνολογικής καινοτομίας επιβεβαιώνουν ότι, καθώς οι εταιρείες τεχνολογίας γνωρίζουν μεγάλη άνθιση, μόνο μία στις δύο θέσεις βρίσκει υποψήφιο/-α με τα απαραίτητα προσόντα. Η έλλειψη ταλέντων στην ελληνική αγορά τεχνολογίας πιστοποιείται και από την Έρευνα Προοπτικών Απασχόλησης για το τρίμηνο Ιουνίου – Σεπτεμβρίου 2022 (Manpower Group), σύμφωνα με την οποία το 80% των εταιρειών τεχνολογίας, πληροφορικής και τηλεπικοινωνιών στην Ελλάδα αντιμετωπίζει μέτρια ή μεγάλη δυσκολία στην εύρεση κατάλληλου προσωπικού.
ΕΕπομένως, η αναντιστοιχία προσόντων (ανάμεσα σε όσα προσφέρει η εκπαίδευση και όσα έχει ανάγκη η αγορά εργασίας) δυσχεραίνει την απασχόληση των νέων, αφήνοντας ταυτόχρονα κενά σε νευραλγικούς τομείς της σύγχρονης οικονομίας.
Η παρατηρούμενη αναντιστοιχία προσόντων οφείλεται σε παράγοντες, όπως οι αδύναμοι δεσμοί της εκπαίδευσης με τους φορείς της οικονομίας, η ραγδαία τεχνολογική πρόοδος και οι συνακόλουθες μεταβολές στην αγορά εργασίας, καθώς και η έλλειψη πληροφόρησης σχετικά με τις δεξιότητες που διευρύνουν τις επαγγελματικές προοπτικές των νέων. Για τη γεφύρωση του χάσματος ανάμεσα στις τεχνολογικές γνώσεις και δεξιότητες, που παρέχονται από το εκπαιδευτικό σύστημα και των ζητούμενων από την αγορά εργασίας, προτείνονται τα ακόλουθα:
• Ενίσχυση του ενδιαφέροντος και της βιωματικής επαφής των μαθητών και μαθητριών με τα τεχνολογικά επαγγέλματα, στο πλαίσιο των Εργαστηρίων Δεξιοτήτων «Δημιουργώ και Καινοτομώ» (Αγωγή σταδιοδρομίας, Γνωριμία με τα επαγγέλματα, Εκπαιδευτική ρομποτική – STEM, Επιχειρηματικότητα), των εκπαιδευτικών ομίλων, των μαθητικών διαγωνισμών και άλλων συναφών εκπαιδευτικών δράσεων.
• Προσφορά περισσότερων μαθημάτων επιλογής στην τεχνολογία και τον προγραμματισμό για προπτυχιακούς και μεταπτυχιακούς φοιτητές και φοιτήτριες, ανεξάρτητα από το αντικείμενο σπουδών, και εισαγωγή κατευθύνσεων σπουδών με τεχνολογικό προσανατολισμό. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η ανάπτυξη των Ψηφιακών Ανθρωπιστικών Σπουδών (Digital Humanities) που προσφέρουν σε φιλολόγους, γλωσσολόγους, ιστορικούς κ.λπ. εφαρμόσιμες γνώσεις προγραμματισμού, μηχανικής μάθησης, γλωσσικής τεχνολογίας, δημιουργίας και διαχείρισης ψηφιακών πόρων κ.ά.
• Ενδυνάμωση της διασύνδεσης των πανεπιστημίων με την αγορά εργασίας, παρέχοντας κίνητρα σε επιχειρήσεις για:
• Συνεργασία με τους διδάσκοντες, ώστε να αντιληφθούν τις δεξιότητες που έχει ανάγκη η αγορά εργασίας και να τις εντάξουν στο μάθημά τους, προσαρμόζοντας όπου χρειάζεται το πρόγραμμα σπουδών.
• Πρακτική άσκηση φοιτητών/-τριών σε εφαρμοσμένα πρότζεκτ επιχειρήσεων και οργανισμών, η οποία θα αποτελεί ρεαλιστική προσομοίωση της εργασίας που θα ασκούν ως εργαζόμενοι/-ες.
• Συμμετοχή σε διαγωνισμούς ανοιχτής καινοτομίας, που θα διοργανώνονται από τα Γραφεία Μεταφοράς Τεχνολογίας ή τα Κέντρα Επιχειρηματικότητας και Καινοτομίας των πανεπιστημίων, όπου θα καλούνται φοιτητές/φοιτήτριες (προπτυχιακοί, μεταπτυχιακοί, διδακτορικοί) να αντιμετωπίσουν υπαρκτές προκλήσεις σε πραγματικά έργα των επιχειρήσεων.
Οι πρόσφατες πρωτοβουλίες της Κυβέρνησης που άνοιξαν τον δρόμο για την ίδρυση επαγγελματικών μεταπτυχιακών και την εκπόνηση βιομηχανικών διδακτορικών διατριβών – κατόπιν συμφώνων συνεργασίας των πανεπιστημίων με ιδιωτικούς φορείς – αποτελούν κινήσεις προς τη σωστή κατεύθυνση.
Πέραν τούτων, καθώς προβάλλει επιτακτικά η αναγκαιότητα σύγκλισης των δεξιοτήτων που αποκτώνται κατά τη διάρκεια των σπουδών και αυτών που αναζητούν σήμερα οι εργοδότες, δεν πρέπει να παραγνωριστεί ο σημαντικός ρόλος των μικρομεσαίων επιχειρήσεων τεχνολογίας, οι οποίες ουσιαστικά εκπαιδεύουν το νεοεισερχόμενο προσωπικό στην εργασία, καλύπτοντας το κενό των πρακτικών δεξιοτήτων. Ο ρόλος αυτός θα πρέπει να διασφαλιστεί και να υποστηριχθεί.
Είναι γεγονός ότι οι αδύναμοι δεσμοί ανάμεσα στην εκπαίδευση και την αγορά εργασίας επηρεάζουν τον δείκτη ανεργίας, υπονομεύοντας την ποιότητα ζωής των πολιτών, οξύνοντας τις ανισότητες και αποδυναμώνοντας την απόδοση της δημόσιας και της ιδιωτικής επένδυσης στην εκπαίδευση. Γι’ αυτό η πορεία από την αναντιστοιχία προσόντων στη σύγκλιση δεξιοτήτων είναι παράλληλη με τη διαδρομή που οδηγεί από την ανεργία στην επαγγελματική αποκατάσταση.
Το άρθρο του Χρήστου Ταραντίλη, δημοσιεύθηκε στην Καθημερινή της Κυριακής