Το μεγαθήριο της κινηματογραφικής βιομηχανίας, ο κατάσκοπος που εδώ και εξήντα χρόνια συναρπάζει εκατομμύρια θεατές σε όλο τον κόσμο, βρίσκεται σε πλήθος κινηματογραφικών αιθουσών σε όλη την Ελλάδα, καθώς όλοι έχουν κάνει στην πάντα για να καλυφθούν οι ανάγκες. Έτσι, η ώρα έφτασε, έπειτα από δυο χρόνια αναβολών της πρεμιέρας τού «No Time To Die» ο Τζέιμς Μποντ θα εμφανιστεί στη μεγάλη οθόνη, δημιουργώντας ελπίδες στους αιθουσάρχες πως θα δουν και πάλι γεμάτες τις αίθουσές τους, αφού το θαύμα του «Ανθρώπου του Θεού» φαίνεται ότι αρχίζει να εξαντλείται προσεγγίζοντας το, καθόλου ευκαταφρόνητο, σκορ των 280.000 εισιτηρίων. Επίσης, υπάρχουν ακόμη τρεις νέες ταινίες, περιορισμένου ενδιαφέροντος, που συμπληρώνουν απλώς το πρόγραμμα της εβδομάδας.

No Time To Die

(«No Time To Die») Περιπέτεια, βρετανικής και αμερικάνικης παραγωγής του 2020, σε σκηνοθεσία Κάρι Τζότζι Φουκουνάγκα, με τους Ντάνιελ Κρεγκ, Ράμι Μαλέκ, Άννα ντε Άρμας, Λέα Σειντού, Ρέιφ Φαίνς, Κριστόφ Βαλτς, Μπεν Γουίσο, Ναόμι Χάρις, Τζέφρι Ραίτ, Λασάσα Λιντς κα.

Έπειτα από δυο χρόνια και τρεις αναβολές της πρεμιέρας της, εξαιτίας του κορονοϊού, η πολυαναμενόμενη τελευταία περιπέτεια του πιο διάσημου κινηματογραφικού πράκτορα βρίσκεται στη χώρα μας και σε δεκάδες κινηματογραφικές αίθουσες, για τους φανατικούς λάτρεις του και όσους ελκύονται από το πιο θεαματικό και μακροχρόνιο σινέ-φραντσάιζ. Ενός φραντσάιζ που ξεφεύγει από κάθε όριο της βιομηχανίας του θεάματος, ένα επιχειρηματικό μεγαθήριο, με τζίρους δισεκατομμυρίων, πέρα από τα εισιτήρια, με ιστορία που ξεκινά από το μακρινό 1962, όταν μας πρωτοσυστήθηκε με τον Σον Κόνερι, όταν στην Ελλάδα τον λέγαμε «Σιν», τον κλασικό πλέον «Τζέιμς Μποντ, Πράκτωρ 007 εναντίον Δόκτορος Νο» και την άγνωστη ακόμη Ούρσουλα Άντρες να βγαίνει από μια εξωτική παραλία με το σήμα κατατεθέν λευκό μαγιό της.

Πέρασαν κοντά 60 χρόνια από τότε και μετά τον εμβληματικό Κόνερι, παρέλασαν ως πρωταγωνιστές ο Ρότζερ Μουρ, ο λησμονημένος Τζορτζ Λέιζενμπι, ο Τίμοθι Ντάλτον και ο Πιρς Μπρόσναν. Εδώ και 12 χρόνια το ρόλο κρατά ο Ντάνιελ Κρεγκ, ένας ακόμη Άγγλος ηθοποιός που πήρε τη σκυτάλη από τον Μπρόσναν και πήγε παραπέρα τον περιζήτητο ρόλο, που αρχικά εμπνεύστηκε ο Ίαν Φλέμινγκ, τσαλακώνοντας κάπως τον ιλουστρασιόν ήρωα, αποκάλυψε σκοτεινές πτυχές του χαρακτήρα του, έδειξε ευάλωτος.

Όμως, με τούτη δω ταινία, κλείνει ακόμη ένας κύκλος για τον 007, καθώς είναι και η τελευταία με τον Κρεγκ, όπως έχει ανακοινωθεί. Άλλωστε, οι κύκλοι του κινηματογραφικού 007 ανοίγουν και κλείνουν κατά κύριο λόγο με την αλλαγή του πρωταγωνιστή στον ομώνυμο ρόλο.

Ας επιστρέψουμε όμως στην ταινία, που αυτή τη φορά ανέλαβε τη σκηνοθεσία ο ικανός και μοδάτος Κάρι Τζότζι Φουκουνάγκα («Τζέιν Έιρ», «True Detective»), ο οποίος απομακρύνεται κάπως από τον πιο στοχαστικό Σαμ Μέντες των προηγούμενων «Spectre» και «Skyfall», αλλά βεβαίως προσφέροντας όλα αυτά που έχουν κάνει διαχρονικά τον 007 ένα θρύλο. Τα εξωτικά σούπερ αυτοκίνητα να αφήνουν τη σκόνη τους, αλλά ενίοτε να σκίζουν και τους ουρανούς, τα παιχνιδιάρικα αεροπλάνα, τα υπερόπλα, τα ευφάνταστα γκάτζετ, τα ακροβατικά του πρωταγωνιστή, το χορογραφημένο ξύλο, τα υπερβολικά σπέσιαλ εφέ, τις μοιραίες γυναίκες, που παίρνουν τα πάνω τους ως απαραίτητη σως για το κίνημα του «me too», αυτή τη φορά στην όψη των Λεά Σεϊντού, Άννα ντε Άρμας και Λασάνα Λιντς ή του απαραίτητου κακού, ρόλο που κρατά ο οσκαρικός πλέον Ράμι Μάλεκ.

Το σενάριο, που συνυπογράφει ο Φουκουνάγκα, μαζί με τους Νιλ Πέρβις, Ρόμπερτ Γουέιντ και Φίμπι Γουόλερ-Μπριτζ, θέλει τον Μποντ να έχει αποσυρθεί και να απολαμβάνει την ηρεμία της Τζαμάικα, μέχρι να εμφανιστεί ένας παλιός φίλος από τη CIA, ζητώντας του να τον βοηθήσει, για να σώσουν έναν επιστήμονα που έχει απαχθεί, αλλά από κάτι πολύ πιο επικίνδυνο απ’ όσο φαντάζεται ο Βρετανός υπερπράκτορας.

Το μότο της ταινίας είναι «όλο και πιο δύσκολα ξεχωρίζεις τους καλούς από τους κακούς, τους ήρωες απ’ τους εγκληματίες». Πράγματι, οι εποχές έχουν αλλάξει δραματικά. Ο κόσμος έχει γίνει περισσότερο περίπλοκος. Ακόμη και οι εξοικειωμένες «υπηρεσίες» δείχνουν αδύναμες. Όχι όμως και ο Τζέιμς Μποντ…

Έτσι, πέρα απ’ το αναμενόμενο υπερθέαμα, τις δοκιμασμένες συνταγές, τα γνώριμα, αλλά απαραίτητα και αγαπημένα, κλισέ και βεβαίως τις ανανεωμένες εμπνεύσεις που διανθίζουν το συναρπαστικό κόσμο του Μποντ, υπάρχουν και οι σκιές, απ’ τις οποίες θέλει να ξεφύγει ο ήρωας, αλλά αυτό που προέχει είναι η επικράτηση του καλού. Έτσι και ο θεατής αναγκαστικά μπαίνει στη «ρουτίνα» της καθαρά τζειμς-μποντικής περιπέτειας, περνώντας 2,5 ευχάριστες ώρες, συνοδευόμενες από μπόλικα αλμυρά και το απαραίτητο ανθρακούχο αναψυκτικό, για τη χώνεψη.

Άλλωστε, πάντα αυτό ήταν σε τελική ανάλυση οι ταινίες του Τζέιμς Μποντ, είτε στις πιο πετυχημένες εκδόσεις του, είτε σε κατώτερες των προσδοκιών παραγωγές, που ελάχιστα ενδιαφέρουν τους φανατικούς του χρυσοφόρου κατασκοπικού φραντσάιζ.

Ο Ντάνιελ Κρεγκ, στην τελευταία του εμφάνιση ως Μποντ, δείχνει πιο ώριμος από ποτέ, αλλά συνάμα και κουρασμένος, ίσως και με το αίσθημα να βγει η υποχρέωση. Από το πλήθος των συμπρωταγωνιστών και δεύτερων ρόλων, ξεχωρίζουν οι Λεά Σεϊντού, Άννα ντε Άρμας, σταθερή αξία η παλιοσειρά του καστ, ενώ ο Κριστόφ Βαλτς κερδίζει τις εντυπώσεις από τον Ράμι Μάλεκ, που απλώς είναι ακόμη ένας παράφρον μοχθηρός που απειλεί τον πλανήτη μας…

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Ο Μποντ έχει εγκαταλείψει την ενεργό δράση, και απολαμβάνει μια ήρεμη ζωή στην Τζαμάικα. Η γαλήνη του θα διακοπεί, όταν ο παλιός του φίλος Φίλιξ Λέιτερ της ΣΙΑ εμφανίζεται ζητώντας τη βοήθειά του. Η αποστολή διάσωσης ενός επιστήμονα που τον έχουν απαγάγει αποδεικνύεται πιο περίπλοκη απ’ ό,τι αναμενόταν, οδηγώντας τον Μποντ στα χνάρια ενός μυστηριώδους κακοποιού, ο οποίος κατέχει μια επικίνδυνη νέα τεχνολογία.

Η Ακρόαση

(«The Audition») Δράμα, γερμανικής και γαλλικής παραγωγής του 2019, σε σκηνοθεσία Ινα Βάισε, με τους Νίνα Χος, Σόφι Ρόις, Θόρστεν Μέρτεν, Σιμόν Αμπκαριάν κα.

Χαμηλόφωνο οικογενειακό δράμα, αλλά κι ένα εκτεταμένο σχόλιο για τη σχέση δασκάλας μαθητή, με μια υποβόσκουσα συνεχή ήπια ένταση που δεν προδιαθέτει το θεατή για το απρόσμενο τέλος και ταυτόχρονα τον αφήνει με ανάμικτα συναισθήματα και εντυπώσεις, ενώ έχει και την αίσθηση, από ένα σημείο και μετά, ότι βλέπει δυο διαφορετικές ταινίες.

Ο πράος ρυθμός της ταινίας, σε αυτό το δεύτερο μεγάλου μήκους φιλμ, της Ίνα Βάισε, διαταράσσεται περιστασιακά από κρίσεις αγωνίας ή τις συναισθηματικές κρίσεις της ηρωίδας, μίας δασκάλας βιολιού, που έχασε την ευκαιρία να γίνει σολίστ και τώρα εργάζεται σε μια σχολή για ταλαντούχους μαθητές. Με ένα γάμο προς κατάρρευση κι ένα παιδί χωρίς να του δείχνει την τρυφερότητα που πρέπει, θα ανακαλύψει ανάμεσα στους μαθητές της, ένα αγόρι με σπάνιο ταλέντο, το οποίο θα πιέσει περισσότερο απ’ όσο και τον εαυτό της, όταν ακόμη ήλπιζε ότι θα γίνει μία σπουδαία ερμηνεύτρια του βιολιού.

Όμως, η ταινία πάσχει δραματουργικά, το χαμηλόφωνο μοιάζει πολλές φορές με άτονο, παρά τις μελωδίες του Παγκανίνι, που συνοδεύουν τα περισσότερα πλάνα της ταινίας και παρότι η εξαιρετική ηθοποιός Νίνα Χος, προσπαθεί να βγάλει την ένταση, από τους δαίμονες του παρελθόντος και της ανιαρής ζωής της, μέχρι που θα έρθει η απρόοπτη τραγική ανατροπή.

Εν κατακλείδι, ένα στόρι που με έναν Μπέργκμαν στη σκηνοθεσία ίσως να έβγαζε το πλήθος των συναισθημάτων και σκέψεων για τη σχέση δασκάλας μαθητή, της αποξένωσης μεταξύ του ζευγαριού, των σύγχρονων αγχών που βασανίζουν την ανθρωπότητα, τα υπαρξιακά αδιέξοδα κι εδώ ξεπέφτουμε σε ένα αδιάφορο δραματάκι, που μοιάζει παράταιρο με όσα συμβαίνουν σήμερα και που στο τέλος ο θεατής θα νιώσει ότι ίσως έχασε και την ώρα του….

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Η Άννα Μπρόνσκι είναι δασκάλα βιολιού σε ένα μουσικό γυμνάσιο. Παρά την αντίθεση όλων των άλλων δασκάλων, η Άννα αναλαμβάνει την εισαγωγή ενός μαθητή, του Αλέξανδρου, στον οποίο και εντοπίζει ένα αξιοσημείωτο ταλέντο. Αποφασισμένη να τον προετοιμάσει για την ενδιάμεση εξέταση, παραμελεί την οικογένειά της – τον γιο της, Χόνας, τον οποίο και φέρνει σε ανταγωνισμό με τον νέο της μαθητή και τον σύζυγό της, Φιλίπ. Ο συνάδελφός της, Κρίστιαν, με τον οποίο έχει σχέση, την πείθει να συμμετάσχει σε ένα κουιντέτο. Όταν αποτυγχάνει κατά τη διάρκεια της κοινής τους συναυλίας, η πίεση αυξάνεται και εστιάζει πλέον όλη της την προσοχή στον μαθητή της. Την ημέρα των εξετάσεων τα γεγονότα παίρνουν μία τραγική τροπή.

Προβάλλονται ακόμη οι ταινίες:

Εγκλωβισμένος

(«Love Trilogy: Chained») Ισραηλινό δράμα του Γιαρόν Σανί («Ατζαμί») σε αυτό το δεύτερο μέρος της τριλογίας του για την αγάπη. Περιορισμένο ενδιαφέρον, κάποιες έξυπνες ιδέες και συμπαθητικές ερμηνείες, αλλά μέχρις εκεί. Ένας αστυνομικός, θα δει τον κόσμο του να καταρρέει όταν κατηγορείται άδικα για σεξουαλική παρενόχληση, τίθεται σε διαθεσιμότητα και ο γάμος του σε αδιέξοδο. Με τους Εράν Ναΐμ, Σταβ Αλμαγκόρ, Σταβ Πατάι κα.

Δεν Ακούμε τα Τραγούδια

Η πρώτη μήκους ελληνική ταινία του Τάκη Παπαναστασίου, σε ασπρόμαυρο, που φανερώνει ότι ο σκηνοθέτης της έχει ακόμη μεγάλη απόσταση να διανύσει για να φανερώσει το ταλέντο του και να ξεκαθαρίσει τις ομιχλώδεις σκέψεις του. Έντονες εικαστικές avant garde εικόνες, στομφώδες σενάριο, ψεύτικα αισθήματα και πολύ πόζα υπονομεύουν την ταινία, πολύ περισσότερο απ’ όσο θέλει και ο ίδιος ο σκηνοθέτης. Η μίνιμαλ ιστορία, που φτάνει στα όρια του γκροτέσκο, περιγράφει την ερωτική συνάντηση ενός παράξενου ζευγαριού με έναν νεαρό, έναντι αμοιβής… Παίζουν οι Νάνσυ Σιδέρη, Πάνος Παπαδόπουλος, Μιχαήλ Ταμπακάκης.