Το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν σήμερα οι πολίτες είναι το βάρος του ιδιωτικού χρέους, διότι τα τελευταία χρόνια οι τράπεζες έχουν εξασφαλίσει ένα είδος αυτονομίας, παράγοντας αδιανόητες αδικίες. Σε μια εποχή που το εισόδημα των Ελλήνων έχει μειωθεί βιαίως, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να ανταποκριθούν στις δανειακές τους υποχρεώσεις, η προβληματική νομιμότητα της μαζικής μεταβίβασης των «κόκκινων» δανείων επιτάσσει την άμεση παρέμβαση του κράτους.
του Κώστα Τζαβάρα για την «Πρωινή»
Όπως είναι τοις πάσι γνωστό, η μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων συντελεί στην καλύτερη λογιστική εικόνα μιας τράπεζας και βελτιώνει τη δυνατότητά της να δανείζεται με καλύτερο επιτόκιο από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), αφού όσο περισσότερα είναι τα λεγόμενα «κόκκινα δάνεια», τόσο μεγαλύτερο είναι το επιτόκιο δανεισμού τους. Επιπλέον, η μεταβίβαση δανείων ωφελεί και φορολογικά τα πιστωτικά ιδρύματα, διότι το συνολικό ποσό της μεταβιβαζόμενης απαιτήσεως λογίζεται ως εκπιπτόμενη δαπάνη, σύμφωνα με το άρθρο 22 του ν. 4172/2013 και τις εγκυκλίους 1113/2015 και 1094/2016. Ας αναλογιστεί κανείς πόσο μεγάλη μείωση των κερδών θα έχει η τράπεζα από τη μεταβίβαση σωρείας δανείων εκατομμυρίων ευρώ και πόσο φορολογικό όφελος θα έχει.
Εφόσον υπάρχουν, όπως θρυλείται, μαζικές πωλήσεις «κόκκινων» δανείων στο 3% και στο 5% της αξίας τους σε επιχειρήσεις που είναι είτε θυγατρικές είτε συμφερόντων της μεταβιβάζουσας τράπεζας, θα πρέπει να ελεγχθεί η νομιμότητά τους από πλευράς εφαρμογής των διατάξεων του ενωσιακού δικαίου. Με βάση την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ), η απόκτηση φορολογικών πλεονεκτημάτων, μέσω φαινομενικά «νόμιμων» συναλλαγών είναι παράνομη όταν η συναλλαγή γίνεται με κύριο στόχο την απόκτηση φορολογικού πλεονεκτήματος και όχι επειδή αποσκοπεί στην εξυπηρέτηση ενός κοινά παραδεκτού οικονομικού σκοπού.
Είναι προφανές ότι το όλο σχήμα μεταβίβασης-εκχώρησης, που είναι εντελώς ακατανόητο, με όρους πραγματικής οικονομίας και σύμφωνα με την αρχή των «ίσων αποστάσεων», έγινε για λόγους δημιουργικής λογιστικής, ενώ στην πραγματικότητα η τράπεζα ουδέποτε είχε πραγματική πρόθεση να αποξενωθεί από το δάνειο, αφού εν τέλει μέσω μιας τριγωνικής συναλλαγής, η είσπραξη ανατίθεται στην 100% θυγατρική της εταιρία.
Υπό τα δεδομένα αυτά, δεν μπορεί να παρατείνεται η αδιαφορία ή η ανοχή του κράτους σε τέτοια σοβαρά κρούσματα αθέμιτων εμπορικών πρακτικών από μέρους των τραπεζών, που σε τελική ανάλυση προσβάλλουν και τα οικονομικά συμφέροντα των καταναλωτών, οι οποίοι έπρεπε να καλούνται να εξαγοράσουν με τους ίδιους όρους τα δάνειά τους πριν από την εκχώρησή τους στις εταιρίες διαχείρισης τραπεζικών απαιτήσεων. Ως γνωστόν, η πρακτική αυτή υιοθετήθηκε στην Κύπρο ενώ η χώρα αυτή βρισκόταν σε καθεστώς μνημονίων. Σε μια τόσο οδυνηρή για τους πολίτες οικονομική κρίση, το κράτος πρόνοιας δεν μπορεί να μετατραπεί σε κράτος θεατή των σοβαρών μεταβολών που συντελούνται από τις οικονομικές ελίτ χωρίς κανόνες και χωρίς αρχές.
Αξίζει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με την απόφαση 13/2015 του Αρείου Πάγου, ο δανειολήπτης επαγγελματικού ή επιχειρηματικού δανείου θεωρείται τελικός αποδέκτης των πιστωτικών υπηρεσιών της τράπεζας και συνεπώς και καταναλωτής. Επομένως τα δικαιώματά του και τα οικονομικά του συμφέροντα έχει την υποχρέωση να τα προστατεύει το κράτος, σύμφωνα με τον ν.2251/1994.
Θα πρέπει επιτέλους να αντιληφθούν οι τράπεζες δεν μπορούν να δρουν ανεξέλεγκτες επ’ αόριστον και χωρίς επίγνωση της κοινωνικής εταιρικής τους ευθύνης. Ως χρηματοδοτικοί οργανισμοί που ασκούν αποφασιστική επίδραση στην ανάπτυξη και τη λειτουργία των χρηματοδοτούμενων απ’ αυτές επιχειρήσεων και προσώπων, έχουν αυξημένη ευθύνη κατά την άσκηση του χρηματοδοτικού τους έργου και οφείλουν να μεριμνούν για τα συμφέροντα αυτών που χρηματοδοτούν, ώστε να αποφεύγονται υπέρμετρα επαχθείς γι’ αυτούς συνέπειες. Για τον λόγο τούτο, η άσκηση των δικαιωμάτων τους θα πρέπει να κυριαρχείται από τις αρχές της καλόπιστης και σύμφωνης με τα χρηστά συναλλακτικά ήθη εκπλήρωσης των οφειλόμενων παροχών και να αποφεύγεται κάθε κατάχρηση στη συμπεριφορά τους.
Ο Κώστας Τζαβάρας είναι βουλευτής Ηλείας της ΝΔ, πρώην υπουργός