Μεθαύριο Δευτέρα και ξημερώματα της Τρίτης (12-13 Ιουλίου) συμπληρώνονται έξι χρόνια αφότου ο τότε πρωθυπουργός Αλ. Τσίπρας συνθηκολόγησε στις Βρυξέλλες αποδεχόμενος όλες τις απαιτήσεις των δανειστών που απέρριπτε έως την προηγουμένη.

Του Ι.Κ. Πρετεντέρη
Ηταν η πιο ντροπιαστική σελίδα της ελληνικός πολιτικός από το 1974. Και καθιέρωσε διεθνώς τον όρο «kolotoumba».
Οχι επειδή ο τότε πρωθυπουργός αναγκάστηκε να συμφωνήσει ευρισκόμενος σε θέση παντελούς αδυναμίας. Αυτό μπορεί να συμβεί σε κάθε πολιτικό.

Αλλά επειδή περιήλθε σε θέση παντελούς αδυναμίας με δικές του επιλογές, χειρισμούς και αποφάσεις. Με δικές του ψευδαισθήσεις, σύμφωνα με την παραδοχή του.
Ηταν (κατά μια έννοια) ένα πανευρωπαϊκό πιστοποιητικό ανικανότητας.

ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΜΕΡΙΚΕΣ ΜΕΡΕΣ, «ΤΑ ΝΕΑ» δημοσίευσαν ένα σχετικό άρθρο του (εκ των πρωταγωνιστών της εποχής) Γιάνη Βαρουφάκη (26-27/6).
Ομολογώ το βρήκα ενδιαφέρον διότι μου φάνηκε τόσο αφελές ώστε έδειχνε ειλικρινές. Με την έννοια ότι δεν υπηρετούσε κάποια εκ των υστέρων κατασκευασμένη αλήθεια.

ΤΙ ΕΓΡΑΦΕ Ο ΒΑΡΟΥΦΑΚΗΣ; Τρία πράγματα στα οποία αξίζει να σταθούμε.
Πρώτο, πως «από τον Ιανουάριο έως τον Ιούνιο 2015 δεν υπήρξε καμία ουσιαστική διαπραγμάτευση».
Δεύτερο, πως το «σοφό Οχι» στο δημοψήφισμα ήταν «μια ρήξη που μπορεί να έφερνε και δραχμή».
Τρίτο, πως «πιστεύω ακόμα ότι το δίδυμο Μέρκελ – Ντράγκι θα προτιμούσε το κούρεμα απο τό Grexit» – δηλαδή θα προτιμούσαν να διαγράψουν ελληνικό χρέος από το να θέσουν την Ελλάδα εκτός ευρώ…
Το τρίτο εξηγεί το πρώτο. Η τότε κυβέρνηση δεν έκανε καμία «ουσιαστική διαπραγμάτευση» διότι πίστευε (ο Βαρουφάκης λέει ότι το πιστεύει ακόμα..) πως οι άλλοι θα υποχωρούσαν κι όχι μόνο δεν θα μας έδιωχναν από το ευρώ αλλά θα μας χάριζαν και χρέος.

Και φυσικά ο Τσίπρας δεν θέλησε να πάρει το ρίσκο του δεύτερου. Κυρίως όταν νομικοί συνεργάτες του επισήμαναν τα ποινικά όρια της προσωπικής του ευθύνης.
Επαναλαμβάνω, λοιπόν, ότι θεωρώ τον Βαρουφάκη ειλικρινή και την ερμηνεία του βάσιμη.
Διότι όλα αυτά τα γνωρίζαμε από τότε. Αλλωστε η εκδοχή του επιβεβαιώνεται κι από πλείστες όσες μαρτυρίες.

ΠΑΜΕ ΛΟΙΠΟΝ να ξεδιαλύνουμε τα πράγματα.
Κατ’ αρχήν να αποκλείσουμε την εκδοχή της ρήξης. Εχω την πεποίθηση οτι ακόμη κι αν διάφοροι τυχοδιώκτες, φανατικοί ή ακραίοι την επεδίωκαν, ουδέποτε αποτέλεσε τη βασική επιλογή της τότε κυβέρνησης.
Και να προσγειωθούμε στα πραγματικά δεδομένα. Δεν αποδείχθηκαν ανίκανοι επειδή ήταν επικίνδυνοι. Εγιναν επικίνδυνοι επειδή ήταν ανίκανοι.

Οι βασικοί χειριστές της υπόθεσης από ελληνικής πλευράς (από τον Τσίπρα και τον Βαρουφάκη έως το υπουργικό συμβούλιο ή το οικονομικό επιτελείο) ήταν άνθρωποι που δεν είχαν ποτέ έως τότε εμπλακεί σε κάποια διεθνή ή ευρωπαϊκή διαπραγμάτευση.

Δεν γνώριζαν το αντικείμενο, ούτε τα δεδομένα του. Δεν ήξεραν πρόσωπα και πράγματα. Δεν είχαν καμία αίσθηση της ευρωπαϊκής πραγματικότητας. Ηταν κοινώς ανίδεοι και σίγουρα απροετοίμαστοι να κάνουν αυτή τη δουλειά.

ΕΧΩ ΠΕΡΑΣΕΙ αρκετά βράδια στις Βρυξέλλες και αλλού να ακούω από κοινοτικούς παράγοντες αναρίθμητες φαιδρές ιστορίες από τα παραλειπόμενα της «διαπραγμάτευσης ΣΥΡΙΖΑ».
Η ρητορική τους ήταν ένα συγκινησιακός βολονταρισμός για «αξιοπρέπειες», «υπερηφάνειες» και «εντιμότητες». Και μια ακατάσχετη αριστερή αερολογία χωρίς αναφορές στην ευρωπαϊκή πραγματικότητα, κυρίως για λόγους εσωτερικής κατανάλωσης.

Από μια άποψη βεβαίως ο κοπος τους δεν πήγε χαμένος. Διότι μπορεί η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ να απέτυχε παταγωδώς στην Ευρώπη αλλά στο εσωτερικό οικοδόμησαν μια συγκινησιακή πλειοψηφία που εκφράστηκε και στο δημοψήφισμα αλλά και στις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015.

ΝΑ ΠΡΟΣΘΕΣΩ ΟΜΩΣ κάτι για να είμαι δίκαιος. Αυτή η εγγενής ανεπάρκεια ή αδυναμία δεν χαρακτήριζε μόνο τον ΣΥΡΙΖΑ αλλά συνολικότερα το πολιτικό προσωπικό της εποχής.
Αξίζει να αναλογιστούμε ότι την επόμενη του δημοψηφίσματος, ανέλαβε να χειριστεί την εκρηκτική κατάσταση που είχε δημιουργηθεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο ένα συμβούλιο πολιτικών αρχηγών στο οποίο μετείχαν ο Παυλόπουλος, ο Τσίπρας, ο Κομμένος, ο Μεϊμαράκης, η Γεννηματά, ο Θεοδωράκης και ο Κουτσούμπας.
Πέρα από την προφανή έλλειψη ευρωπαϊκών παραστάσεων και επαφών όλων των παρισταμένων, αναρωτιέμαι αν έστω ένας τους μιλούσε ρέοντα αγγλικά!
Γι’ αυτό και ο Παυλόπουλος (που φέρει βασική συνταγματική ευθύνη για το δημοψήφισμα αλλά αν μη τι άλλο ήταν εμπειρότερος των υπολοίπων…) δεν δυσκολεύτηκε να παρασύρει την αντιπολίτευση σε εκείνο που επιδίωκε. Δηλαδή στην υποστήριξη του Τσίπρα ώστε να ελαχιστοποιήσει ή να επιμερίσει το κόστος της κωλοτούμπας. Του κόστισε τελικά μια δεύτερη προεδρική θητεία.

ΘΑ ΗΜΟΥΝ ΑΔΙΚΟΣ αν άφηνα έξω από το κάδρο τη θλιβερή εικόνα του ευρωπαϊκού συστήματος. Ξόδεψαν έξι μήνες σε μια «μη διαπραγμάτευση» (σύμφωνα με τον Βαρουφάκη…) αντί να θέσουν εξ αρχής τους κανόνες και τα όρια που εκ των πραγμάτων τέθηκαν στο τέλος της διαδρομής.
Η στάση τους μοιάζει πολύ αφελής για να υποθέσουμε ότι δεν ήταν προσχεδιασμένη ή ότι δεν είχαν προεξοφλήσει την έλευση του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία.

ΚΑΤΙ ΠΟΥ ΑΦΗΝΕΙ αναπάντητο το βασικό ερώτημα. Τι θα ήταν άραγε προτιμότερο για την Ευρώπη και την Ελλάδα;
– Να σπρώξουν άμεσα τον Τσίπρα στην έξοδο έστω με μεγάλο κόστος αλλά και ρίσκο για την Ευρώπη και την Ελλάδα;
– Ή να του αφήσουν μια (έστω ταπεινωτική) οδό διαφυγής ώστε να απλώσουν το κόστος ενός «ηττημένου Τσίπρα» σε βάθος χρόνου;
Θέλω να ομολογήσω ειλικρινή ότι δεν βρίσκω εύκολη απάντηση.
Καταφανώς επέλεξαν το δεύτερο για λόγους που οι ιστορικοί του μέλλοντος θα αναζητήσουν. Κι αν το δει κανείς «εκ του αποτελέσματος» ενδεχομένως να είχαν δίκιο.
Ούτως ή άλλως, όμως, το βέβαιο είναι ότι η Ιστορία δεν ξαναγράφεται.

Πηγή: Τα Νέα Σαββατοκύριακο (10/7/2021)