Πολύς ο λόγος τις τελευταίες ημέρες αναφορικά με τα αποτελέσματα της πρόσφατης Συνόδου Κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Προσωπική μου άποψη είναι ότι εάν μπει κάποιος στη διαδικασία να κρίνει τα αποτελέσματα με όρους εφήμερης επιτυχίας ή αποτυχίας, βαδίζει σε ένα εξαιρετικά λανθασμένο και παραπλανητικό μονοπάτι. Απλά και μόνο γιατί «χάνει» τη συνολική θεώρηση του πράγματος.

Του Μακάριου Β. Λαζαρίδη

Τι εννοώ με αυτό; Εννοώ ότι εκείνοι οι οποίοι σπεύδουν να «βαφτίσουν» αποτυχία το γεγονός ότι δεν είχαμε απόφαση με αυστηρές κυρώσεις σε βάρος της Τουρκίας, αφενός πλανώνται πλάνην οικτρά και αφετέρου προβαίνουν σε μια εθνικά αντιπαραγωγική στάση – το οποίο ασφαλώς και δεν αποτελεί έκπληξη εφόσον μιλάμε για την αξιωματική αντιπολίτευση, εν προκειμένω.

Ας σκεφτούμε, λοιπόν, δύο φορές. Μια Σύνοδος Κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι μια συνάντηση των ηγετών της Ευρώπης, η οποία δεν γίνεται εν κενώ, δεν αποτελεί «τέλος διαδρομής». Αντίθετα, αποτελεί μια στάση σε μια μακρά διαδρομή πολιτικής ωρίμανσης αναφορικά με την χρονική επιλογή της λήψης αποφάσεων.

Το δεύτερο είναι ότι σε αυτό το πλαίσιο η αποκαλούμενη «επιτυχία» έρχεται μέσα από την σχετική πρόοδο για ένα ζήτημα. Υπήρχε λοιπόν πρόοδος; Ασφαλώς και ναι. Ισχυρή απόδειξη προς τούτο αποτελεί το γεγονός ότι η προκλητική συμπεριφορά της Τουρκίας δεν εκλαμβάνεται πλέον ως ένα διμερές ζήτημα μεταξύ της Ελλάδας και της γειτονικής μας χώρας αλλά έχει εξελιχθεί σε ζήτημα απέναντι από το οποίο τοποθετούνται όλες οι ευρωπαϊκές χώρες. Είναι δηλαδή πλέον ευρω-τουρκικό ζήτημα.

Η ιστορία, άλλωστε, της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει αποδείξει ότι το άθροισμα του συνόλου των εθνικών συμφερόντων των κρατών – μελών δεν συμπίπτουν με το συνολικό συμφέρον της ίδιας της Ένωσης. Για το λόγο αυτό και η διαδικασία λήψης αποφάσεων γίνεται με βραδεία βήματα καθώς η παραμικρή πρόοδος αποτελεί προϊόν επίπονων διαπραγματεύσεων και εξισορροπητικών συμβιβασμών. Είναι μια πορεία μέσα από σκληρή διαπραγμάτευση από τα ελάσσονα μέχρι τα μείζονα. Χωρίς απόλυτα κερδισμένους και χωρίς απόλυτα χαμένους. Όσο μικρά και αν είναι τα βήματα, σημασία έχει να είναι προς τα μπροστά.

Συνεπώς, το γεγονός και μόνο ότι η προκλητική συμπεριφορά της Τουρκίας απασχολεί το σύνολο των κρατών – μελών και συναρτάται με το μεταναστευτικό, την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας και την επιβολή κυρώσεων αποτελεί εθνική νίκη. Η, δε, απειλή επιβολής κυρώσεων, το προσεχές χρονικό διάστημα δίνει ένα ισχυρό μήνυμα στην Τουρκία να αλλάξει συμπεριφορά, καθώς τη θέτει υπό καθεστώς σκληρής επιτήρησης μέχρι τον Μάρτιο.

Στο πλαίσιο αυτό η καταδίκη της τουρκικής προκλητικότητας και επιθετικότητας απέναντι στην Ε.Ε. και στα κράτη – μέλη της, ιδιαίτερα στην Ανατολική Μεσόγειο, υπήρξε απόλυτη και σαφής, ενώ η ειδική αναφορά – καταδίκη της Τουρκίας αναφορικά με τις ερευνητικές δραστηριότητες και συγκεκριμένα τη δράση του Oruc Reis, η οποία συνδέεται με την επανέναρξη των διερευνητικών επαφών αποτελεί σαφή επιτυχία προς το σκοπό της μείωσης της τουρκική προκλητικότητας. Αλλά και το γεγονός ότι η Ε.Ε. καλεί την Τουρκία για την υπεύθυνη διαχείριση των μεταναστευτικών ροών και παράλληλα την καλεί να εντείνει τις προσπάθειές της για την καταπολέμηση των μεταναστευτικών δικτύων μεταναστών είναι μία ακόμα αναμφισβήτητη εθνική επιτυχία.

Όπως επίσης και οι αναφορές στο Κυπριακό που είναι εμφανώς πιο σκληρές  για την Τουρκία, καθώς καταδικάζονται οι παράνομες ενέργειές της στα Βαρώσια και ταυτόχρονα τονίζεται η ανάγκη ταχείας επανέναρξης των διαπραγματεύσεων υπό την αιγίδα του Ο.Η.Ε. και στόχο τη συνολική διευθέτηση.

Και ασφαλώς αυτό δεν γίνεται τυχαία. Αποτελεί απόδειξη της ορθότητας της εθνικής διαπραγματευτικής γραμμής. Και εδώ θα ήθελα να προσθέσω ένα σημείο αναφορικά με τη δυνατότητα της χώρας μας να διαπραγματεύεται. Η αλλαγή, για παράδειγμα, του κειμένου συμπερασμάτων που αρχικά δεν κάλυπτε τις ελληνικές θέσεις δεν είναι απλή υπόθεση. Στην  προκειμένη συγκυρία, το κύρος και η εμπιστοσύνη που έχει προσδώσει στη χώρα η Κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, έχει οδηγήσει στην αλλαγή της ατμόσφαιρας υπέρ της Ελλάδας – και όσοι γνωρίζουν από διαπραγματεύσεις αντιλαμβάνονται την σπουδαιότητα της έννοιας αυτής.

Ας μην ξεχνάμε ότι στο πρόσφατο παρελθόν – επί ΣΥΡΙΖΑ – η χώρα μας είχε βρεθεί παντελώς απαξιωμένη και βασανιστικά μόνη. Σήμερα, χάρη στην επίμονη επένδυση στη διπλωματία, στην υπεύθυνη διαχείριση της πανδημίας και στην απαρέγκλιτη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων στο εσωτερικό είναι σε θέση να μπορεί να μετατρέπει αυτές τις επιτυχίες σε διαπραγματευτική ισχύ. Ενώ σήμερα είναι σε θέση να διαπραγματεύεται ισότιμα με τα κράτη μέλη της Ε.Ε. και να επενδύει σε μια διπλωματική πολυμέρεια τόσο στην Ανατολική Μεσόγειο και την Μέση Ανατολή, με την Αίγυπτο, το Ισραήλ και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, αλλά και να επικαιροποιεί τη στρατηγική της σπουδαιότητα και σχέση με τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Όσον αφορά τέλος το προσεχές μέλλον της διαπραγμάτευσης στην Ε.Ε., ο  Ύπατος Εκπρόσωπος για την Εξωτερική Πολιτική της Ένωσης Ζοζέ Μπορέλ, το έθεσε πολύ χαρακτηριστικά: «η Ευρώπη είναι ένα υπερωκεάνιο … δεν στρίβει με την ταχύτητα ενός ταχυπλόου, αλλά από τη στιγμή που θα στρίψει και αλλάξει πορεία θα την κρατήσει σταθερά». Και σε αυτή τη στροφή η διαπραγματευτική δεινότητα του Έλληνα πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη έχει συμβάλλει τα μέγιστα.


Βουλευτής Π.Ε. Καβάλας Νέας Δημοκρατίας
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στη Real News