Ο πήχης των προσδοκιών έχει τοποθετηθεί χαμηλά: κανείς δεν περιμένει ότι θα επιτευχθεί συμφωνία για το σχέδιο ανάκαμψης της ΕΕ, από την πανδημία του κορωνοϊού κατά τη σημερινή (19/6), τηλεσύνοδο κορυφής των «27». Ως μία «αρχική ανταλλαγή απόψεων» την προανήγγειλε η Ανγκελα Μέρκελ, ως «έναν ενδιάμεσο σταθμό, ώστε να γίνουν αντιληπτές με μεγαλύτερη σαφήνεια οι διαφορές μεταξύ ορισμένων ηγετών» την περιέγραψε ο Ευρωπαίος επίτροπος Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων Πάολο Τζεντιλόνι. Ταυτόχρονα, ωστόσο, ο πήχης βρίσκεται ψηλά, πολύ ψηλά.
Όπως γράφει η Κίττυ Ξενάκη στα Νέα, από την έκβαση της σημερινής συνόδου, και της (τουλάχιστον μιας ακόμη) συνόδου που θα ακολουθήσει τον Ιούλιο, θα κριθεί το αν η Ευρώπη θα βγει από την υγειονομική κρίση, και τη χειρότερη ύφεση που (θα) έχει γνωρίσει, ισχυρότερη, πιο φεντεραλιστική πιο ολοκληρωμένη, πιο αλληλέγγυα – ή αν θα κατρακυλήσει στον κατήφορο της διάλυσης.
Στο τραπέζι βρίσκεται το φιλόδοξο ταμείο ανάκαμψης των 750 δισ. ευρώ που πρότεινε στις 27 Μαΐου η πρόεδρος της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, παράλληλα με έναν επταετή ευρωπαϊκό προϋπολογισμό ύψους 1,1 τρισ. ευρώ. Στο φόντο διακρίνεται ακόμα η κοινή γαλλογερμανική πρόταση της 18ης Μαΐου περί έκδοσης ενός κοινού ευρωπαϊκού δανείου ύψους 500 δισ. για την επιχορήγηση των κρατών που έχουν πληγεί περισσότερο από την πανδημία αλλά και η αντιπρόταση που είχαν κάνει στις 23 Μαΐου οι «τέσσερις φειδωλοί» του Βορρά – Αυστρία, Ολλανδία, Δανία, Σουηδία – να δοθούν μόνο «ευνοϊκά δάνεια» στα κράτη – μέλη και όχι επιχορηγήσεις. Η πρόταση της Κομισιόν προβλέπει τη διανομή συνολικά 500 δισ. ως επιχορηγήσεων, και τη διάθεση 250 δισ. ως δανείων. Οπως επισημαίνει λοιπόν η Monde, αναμένεται ένα τεράστιο παζάρι ανάμεσα στους «27»: «ΟΙ “ΦΕΙΔΩΛΟΙ” δεν πρόκειται να κατεβάσουν τα όπλα χωρίς να λάβουν ισχυρά ανταλλάγματα. Οι χώρες του Νότου, οι χειρότερα πληγείσες από τη σημερινή κρίση – με την Ιταλία επικεφαλής – θα χρησιμοποιήσουν την απειλή μιας διάλυσης της Ευρώπης. Οι εταίροι τους της Ανατολικής Ευρώπης θα φροντίσουν ώστε να μη θυσιαστούν σε αυτή την υπόθεση. Γαλλία και Γερμανία θα προσπαθήσουν να παίξουν ρόλο διαιτητή».
Οι χθεσινές δηλώσεις της Ανγκελα Μέρκελ, πάντως, επιβεβαιώνουν τη μεγάλη στροφή που έχει κάνει τους τελευταίους μήνες η Γερμανία – κατηγορηματικά αντίθετη, μέχρι και τη σύνοδο κορυφής της 26ης Μαρτίου, στην οποιαδήποτε ιδέα αμοιβαιοποίησης χρέους. Εκκληση προς τους ευρωπαίους ηγέτες να καταλήξουν σε συμφωνία, πριν από τις καλοκαιρινές διακοπές, απηύθυνε η καγκελάριος, επισημαίνοντας τον κίνδυνο «να προκληθεί βαθύ ρήγμα στην Ευρώπη» και προειδοποιώντας πως «η αειφόρος ανάπτυξη σε όλες τις περιοχές είναι το μόνο πολιτικό εργαλείο εναντίον λαϊκιστών και ακραίων».
Οι «27» καλούνται να συμφωνήσουν σε πέντε σημεία – κλειδιά. Καταρχήν, η έκδοση ενός κοινού χρέους, ύψους 750 δισ. ευρώ. Μέχρι τώρα, οι έξοδοι της Κομισιόν στις αγορές υπήρξαν πάντα περιορισμένες – και οι Συνθήκες υποχρεώνουν την ΕΕ να παρουσιάζει ισοσκελισμένο προϋπολογισμό. Η Γερμανία είναι πλέον πρόθυμη να δώσει στην Κομισιόν δημοσιονομική αυτονομία. Οσο για τους «τέσσερις φειδωλούς» – η εναντίωσή τους σε μία αμοιβαιοποίηση του χρέους είναι λιγότερο έντονη από ό,τι θα μπορούσε να είναι – επί του παρόντος επικεντρώνουν τη μάχη τους στο συνολικό ύψος της πίστωσης-που είναι υπερβολικά υψηλό στα μάτια τους. Και θα δώσουν αναμφισβήτητα δριμεία μάχη όσον αφορά την αναλογία δανείων και επιχορηγήσεων, το δεύτερο σημείο – κλειδί, φροντίζοντας να εξαργυρώσουν τις όποιες παραχωρήσεις τους.
Προκειμένου να κάνει την κατάποση του χαπιού της αλληλεγγύης πιο εύκολη στον Βορρά, η Κομισιόν έχει προβλέψει πως οι χώρες που θέλουν να επωφεληθούν των μεταβιβάσεων θα πρέπει να καταθέσουν έως το 2024 ένα πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων, που η ίδια η Επιτροπή και τα κράτη – μέλη θα πρέπει να επικυρώσουν, με τη χορήγηση των ενισχύσεων να γίνεται τμηματικά και ανά έτος: οι «τέσσερις φειδωλοί» θα επιχειρήσουν αναμφισβήτητα να υποχρεώσουν μέσω αυτού του όρου τις δικαιούχους χώρες σε μία (ακόμα) μεγαλύτερη δημοσιονομική πειθαρχία. «Είναι ένα σχέδιο ανάκαμψης, όχι λιτότητας!», ξεκαθάρισε εντούτοις το Παρίσι. Μαζί με τα προγράμματα μεταρρυθμίσεων, όμως, η Κομισιόν προβλέπει και την κατάθεση αναλυτικών σχεδίων δημοσίων επενδύσεων, με προτεραιότητα την πράσινη μετάβαση, την ψηφιακή ατζέντα και την ενίσχυση της «ανθεκτικότητας» των ευρωπαϊκών οικονομιών απέναντι σε μελλοντικά σοκ. Θέτει έτσι τις βάσεις μιας ευρωπαϊκής βιομηχανικής πολιτικής – ακόμη ένα αλλοτινό ταμπού. Και το τελευταίο σημείο τριβής: η Κομισιόν έχει εισηγηθεί την αποπληρωμή του κοινού ευρωπαϊκού δανείου μέσω της δημιουργίας νέων ροών εσόδων, από ποικίλους νέους φόρους, απευθείας στα ταμεία της ΕΕ. Αλλη μία επανάσταση, στον δρόμο μιας περισσότερο ομοσπονδιακής Ευρώπης, για την οποία ωστόσο η Γερμανία δεν είναι ακόμα έτοιμη. Αλλά επ’ αυτού, οι «27» έχουν την πολυτέλεια να πάρουν τον χρόνο τους: η Κομισιόν θα αρχίσει να αποπληρώνει το δάνειο το 2028.
Τι θα ζητήσει ο Μητσοτάκης
Όπως ήδη έκανε σαφές στη Σύνοδο Κορυφής των ηγετών του ΕΛΚ, ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα υπερασπιστεί την αναγκαιότητα επίτευξης συμφωνίας εντός του Ιουλίου σχετικά με την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το Ταμείο Ανάκαμψης, ενώ σε σχέση με την επιθετική συμπεριφορά της γειτονικής χώρας θα ζητήσει να σταλεί από την Ευρωπαϊκή Ενωση κοινό αυστηρό μήνυμα προς την Αγκυρα.
Ο πρωθυπουργός θα επιμείνει ότι η πρόταση της Κομισιόν πρέπει να επισημοποιηθεί σε επίπεδο Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, να οριστικοποιηθεί το ποσό που προτείνεται και να παραμείνουν οι βασικοί κανόνες που σχετίζονται με μεγαλύτερη συμμετοχή επιχορηγήσεων και λιγότερα δανεικά. Οπως τονίζει ο Ελληνας πρωθυπουργός, σε αυτή την πρόταση αντανακλάται η φιλόδοξη νοοτροπία που οφείλει να έχει η Ευρώπη ώστε να ανακάμψει μετά την πανδημία και τις πολύ σημαντικές επιπτώσεις που έχει προκαλέσει στις οικονομίες όλων των ευρωπαϊκών χωρών.
Παράλληλα θα θέσει και το ζήτημα της τουρκικής προκλητικότητας, σε συνέχεια τόσο των επιστολών που έχει απευθύνει προς τους προέδρους του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σαρλ Μισέλ και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα Φον Ντερ Λάιεν, όσο και της επικοινωνίας που είχε προ ημερών με τον κ. Μισέλ.
Ηδη έχει καταστήσει σαφές ότι το ενδεχόμενο κλιμάκωσης από πλευράς της Τουρκίας δεν θα οδηγήσει σε ελληνοτουρκική, αλλά σε κρίση συνολικά των σχέσεων της Τουρκίας με την Ε.Ε., ενώ έχει διαμηνύσει πως «αν η Τουρκία επιχειρήσει να παραβιάσει τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελληνικής Δημοκρατίας δεν θα λάβει μόνο την απάντηση της Ελλάδας, αλλά και από την Ευρώπη».