Για πρώτη φορά μετά την κατάθεση της στον εισαγγελέα για τον βιασμό που δέχθηκε από παράγοντα της Ομοσπονδίας Ιστιοπλοΐας η Σοφία Μπεκατώρου μίλησε στην εκπομπή του Νίκου Ευαγγελάτου.
Όπως είπε η Ολυμπιονίκης της Ιστιοπλοΐας: «Η πρώτη πρόκριση για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Σίδνευ ήταν το 1998 στην Ισπανία. Ήταν η πρώτη φορά που ερχόταν μαζί μας ένας παράγοντας.
Επειδή μέχρι τότε είχαμε πόλεμο με την Ομοσπονδία. Υπήρχαν παράγοντες οι οποίοι , μας είχαν εκφοβίσει. Σε διάφορες συναντήσεις με την Ομοσπονδία μου είχαν επιτεθεί, μου έλεγαν ότι είμαι ένα τίποτα, ότι δεν θα φέρω καμία διάκριση. Εγώ συνέχιζα με την Αιμιλία την δουλειά μας και προσπαθούσαμε να φέρουμε μια καλή επίδοση. Ενας εκ των παραγόντων της Ομοσπονδίας ήταν πιο φιλικός και σε αυτόν είχαμε στρέψει όλες μας τις ελπίδες γιατί θεωρούσαμε ότι μπορούσε να προασπίσει τα δικά μας τα δικαιώματα γιατί κάθε φορά που πηγαίναμε στην Ομοσπονδία έπρεπε να διαπραγματευθούμε για πράγματα που είχαμε δικαίωμα να πάρουμε. Να πάμε κάποια ταξίδια να εκπροσωπήσουμε την χώρα μας, να έχουμε χρήματα για αυτές τις αποστολές και φυσικά να έχουμε και κάποια υλικά.
Μέχρι τότε νομίζαμε πως αυτός ο άνθρωπος ήταν με το μέρος μας. Ήταν ο μοναδικός που δεν ήταν κακοπροαίρετος. Όταν είχαμε κάποια προβλήματα με την Αιμιλία μιλάγαμε περισσότερο μαζί του γιατί αυτός μιλούσε στον πρόεδρο και λυνόντουσαν. Όταν μάθαμε ότι θα ήταν μαζί μας σε εκείνη την αποστολή ανακουφιστήκαμε όλοι. Η πρόκριση δεν πήγε όπως την περιμέναμε, αλλά και τα δύο σκάφη καταλάβαμε την πέμπτη θέση και έτσι πετύχαμε την πρόκριση. Για εμένα θα ήταν η πρώτη φορά σε Ολυμπιάδα και ήμουν η πιο μικρή της ομάδας.
Την τελευταία μέρα αποφασίσαμε να βγούμε έξω να γιορτάσαμε όλοι μαζί. Στο τέλος επιστρέψαμε στο ξενοδοχείο ανά δύο. Εμείς με τον παράγοντας μείναμε τελευταίο και μιλάγαμε.
Γυρνώντας στο ξενοδοχείο κάποια στιγμή γύρισε και με φίλησε. Πάγωσα, έμεινα έκπληκτη. Δεν μπορούσα να καταλάβω από που ξεκίναγε αυτή η συμπεριφορά. Δεν ήξερα τι να κάνω. απομακρύνθηκα από κοντά του. Ο ένας στο ένα ξενοδοχείο και ο ένας στο άλλο.
Στο ασανσέρ, εγώ έμενα σε πιο πάνω όροφο, όταν σταματήσαμε στο δικό του μου είπε να πάω στο δωμάτιο του. Του είπα ότι δεν υπάρχει λόγος. Ήμουν πολύ διστακτική και μου είπε ‘έλα φοβάσαι;’. Με έπιασε το παράπονο. Δεν ήμουν κανένα κοριτσάκι που δεν είχε προσωπικότητα, θεωρούσα ότι μπορώ να ανταπεξέλθω σε κάθε δυσκολία.
Στην αρχή μιλούσαμε για τους αγώνες. Μετά με πλησίαζε περισσότερο. Εγώ άρχισα να αμύνομαι. Προσπάθησε να με πείσει. Άρχισε να με φιλάει, να με ρίχνει στο κρεβάτι. Του λέω ‘δεν θέλω’, μου λέει ‘έλα μωρέ δεν είναι τίποτα’. Προσπάθησα να του δείξω με τον τρόπο μου ότι δεν υπάρχει αμοιβαία επιθυμία, ότι δεν υπάρχει συνέναιση. Προσπαθούσε να με βγάλει τρελή. Κάποια στιγμή έτσι όπως ήταν πάνω μου του λέω ‘δεν μπορώ να το πιστέψω ότι δεν καταλαβαίνεις ότι σου λέω δεν θέλω’. Εκείνος συνέχισε. Το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα ήταν να τον σπάσω στο ξύλο, μετά σκέφτηκα ότι είχε πολύ μεγάλη θέση στην Ομοσπονδία και εκείνη την ώρα δεν ήταν κανένας για να δει. Όλοι θα έλεγαν ‘γιατί γύρισες μαζί του πίσω;’.
Όταν τελείωσε, συνειδητοποίησα πως με είχε βιάσει. Ό,τι και αν του είπα αυτός δεν σταμάτησε. Όπως και να του είπα ότι δεν επιθυμώ αυτή την συνεύρεση δεν το άκουσε. Και τελικά είχα γίνει θύμα. Όταν σηκώθηκε από πάνω μου, έφυγα γρήγορα. Ανέβηκα στο δωμάτιο μου, η συναθλήτρια μου κοιμόταν. Έκανα μπάνιο, ένιωθα τόσο βρώμικη. Ήθελα να βγάλω τη σάρκα από πάνω. Ένιωθα ντροπιασμένη, πληγωμένη, μόνη, αδικημένη και πολύ θυμωμένη που δεν είχα αντιδράσει, που δεν είχα βάλει τις φωνές, που δεν τον είχα διώξει χτυπώντας τον με όλη μου την δύναμη. Είχε όμως γίνει.
Το μοιράστηκα με τον σύντροφό μου. Εκείνος μου είπε ότι ήθελε να αντιδράσει, να πει να τον χτυπήσει, να τσακωθεί. Εγώ δεν τον άφησα. Ήταν και εκείνος αθλητής και ποιος θα με πίστευε; Και πώς θα συνεχίζαμε;
Ένιωθα ανήμπορη, σαν ένα πιόνι που δεν ορίζω εγώ το παιχνίδι. Ένιωθα εγκλωβισμένη και του ζήτησα να μην μιλήσει και εκείνος το δέχθηκε.
Ο παράγοντας ζήτησε να με συναντήσει μετά από δύο εβδομάδες. Προφανώς είχε συνειδητοποιήσει ότι ήμουν εξοργισμένη και ότι θα μίλαγα.
Μιλήσαμε έξω από τα Αστέρια, πάνω στην παραλιακή στην Γλυφάδα και μπαίνοντας στο αυτοκίνητο προσπαθούσε να δει πώς εγώ το έχω πάρει, πώς θα αντιδράσω. Να καταλάβει τι θα έκανα. Εγώ το πρώτο που τον ρώτησα είναι ‘πώς μπόρεσες να μου το κάνεις αυτό; Να εκμεταλλευτείς την εμπιστοσύνη που σου είχα; Φαντάζεσαι να το έκανε κάποιος στο παιδί σου;’. Κατάλαβε ότι είχα συνειδητοποιήσει τον βιασμό και προσπαθούσε να με ηρεμήσει. Να μου δείξει ότι θα απομακρυνθεί και θα ανακατευτεί πια.
Του ζήτησα να μην με ενοχλήσει ξανά, να μην με ξαναπάρει τηλέφωνο αλλά ήξερα ότι αυτό δεν μπορούσε να γίνει. Τον απείλησα ότι αν ποτέ με πλησίαζε ξανά θα τον καταγγείλω. Έτσι δεν μίλησα ξανά ποτέ για αυτό το θέμα.
Συναντηθήκαμε πολλές φορές ξανά, να διαπραγματευθούμε, να συζητήσουμε. Εμένα φυσικά η στάση μου άλλαξε, άλλαξε η ζωή μου για πάντα. Τη στιγμή του βιασμού έχασα ότι εκτίμηση είχα για τον εαυτό μου. Δεν μπορούσα να συγχωρήσω ότι έκανα αυτό το λάθος. Δεν φώναξα, δεν τον χτύπησα, δεν τον κατήγγειλα αμέσως. Ένιωθα εγκλωβισμένη. Ή θα μίλαγα και ελευθέρωνα την ψυχή μου ή θα έπρεπε να χάσω το όνειρό μου. Με την Αιμιλία είχαμε δουλέψει πάρα πολύ. Ένιωθα μεγάλο βάρος της ευθύνης. Δεν ήθελα αυτό να το καταστρέψει και δεν ήθελα να φύγω από τον χώρο της ιστιοπλοΐας γιατί είναι η ζωή μου. Αποφάσισα να το θάψω πολύ βαθιά και να κάνω ότι δεν υπήρχε.