Η Βαβέλ στο Κοινοβούλιο με πολλές κοινοβουλευτικές ομάδες και ανεξάρτητους βουλευτές αλλά και οι… επαγγελματίες της διαμαρτυρίας και της «κούφιας» καταγγελίας είναι κάποιοι από τους λόγους που φέρνουν και πάλι στο προσκήνιο σενάρια για αλλαγή του εκλογικού συστήματος.
Κρίσιμο διακύβευμα για τη χώρα και τον ρόλο της, σε μία συγκυρία με βασικές παραμέτρους τη γεωπολιτική ρευστότητα και τη διατήρηση των θετικών επιδόσεων στην οικονομία και στις ενεργειακές προοπτικές, είναι η πολιτική σταθερότητα.
Οι υπέρμαχοι αυτής της οπτικής επιμένουν ότι στο όνομα της πολιτικής σταθερότητας, η αύξηση του ορίου εισόδου στη Βουλή από το 3% στο 5% είναι ικανή και αναγκαία συνθήκη.
Στο συρτάρι πάντως παραμένουν τα όποια σενάρια αλλαγής του εκλογικού συστήματος, καθώς πάγια θέση του πρωθυπουργού είναι η μη αλλαγή των κανόνων του παιχνιδιού, πριν από τις κάλπες.
Οι υποστηρικτές μιας ενδεχόμενης αλλαγής στο όριο εισόδου των κομμάτων στη Βουλή προβάλλουν δύο βασικά επιχειρήματα. Επικαλούνται τις νέες πολιτικές και κοινωνικές ισορροπίες που, όπως υποστηρίζουν, επιχειρούν να διαμορφώσουν πολιτικές δυνάμεις που επενδύουν στο χάος και θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε φαινόμενα αστάθειας ή ακυβερνησίας.
Δεύτερον, παραπέμπουν σε παραδείγματα άλλων ευρωπαϊκών χωρών, όπου το όριο για την αυτοδυναμία είναι σημαντικά χαμηλότερο από το ελληνικό και το όριο εισόδου στη Βουλή υψηλότερο. Σε 26 χώρες στην Ευρώπη (μεταξύ των οποίων και η Γερμανία) ισχύει το 5% ή μεγαλύτερο. Σε άλλες έξι ισχύει το 4% και μόνο σε οκτώ χώρες ισχύει το 3%.
Στον αντίποδα, υπάρχουν εισηγήσεις στο κυβερνητικό επιτελείο που επεξεργάζονται διάφορες εκδοχές αλλαγής του εκλογικού συστήματος, αλλά απορρίπτουν την αύξηση του ορίου εισόδου στη Βουλή, εκτιμώντας ότι θα μπορούσε να οδηγήσει αφενός σε κινήσεις συσπείρωσης στον χώρο της αντιπολίτευσης –πιθανώς και γύρω από τον Αλέξη Τσίπρα– και αφετέρου να διεγείρει την… κοινωνική συμπάθεια για τους μικρότερους πολιτικούς σχηματισμούς σε ρόλο «θύματος» των αλλαγών στο εκλογικό σύστημα.
Υπό εξέταση είναι η πιθανότητα τροποποίησης του συστήματος μπόνους εδρών, με την πρόσθετη ενίσχυση σε περίπτωση μεγάλης διαφοράς –άνω του 10%– μεταξύ πρώτης και δεύτερης παράταξης, εκτός από το υφιστάμενο πριμ για το πρώτο κόμμα.
Αφορμή για την αναζωπύρωση των συζητήσεων περί αλλαγής του εκλογικού συστήματος είναι η εικόνα που διαμορφώνουν οι δημοσκοπήσεις, με το πρώτο κόμμα με μεγάλη διαφορά μεν από το δεύτερο αλλά και με απόσταση από τα ποσοστά αυτοδυναμίας.
Πυρήνας των συζητήσεων είναι να χαμηλώσει ο πήχης της αυτοδυναμίας, είτε με τη διευκόλυνση του μπόνους εδρών για το πρώτο κόμμα είτε με την αύξηση του εκλογικού ορίου για είσοδο στη Βουλή από το 3% στο 5%.
Με τον ισχύοντα εκλογικό νόμο, το πρώτο κόμμα, εφόσον συγκεντρώσει ποσοστό τουλάχιστον 25%, παίρνει μπόνους 20 εδρών και μία έδρα επιπλέον για κάθε 0,5% παραπάνω ποσοστό μέχρι τη συμπλήρωση 50 εδρών μπόνους. Δηλαδή, για να πάρει και τις 50 έδρες, το πρώτο κόμμα πρέπει να συμπληρώσει ποσοστό 40%.
Αν στις εκλογές του 2023 ίσχυε το 5% αντί για το 3% για την είσοδο ενός κόμματος στη Βουλή θα είχαμε μόνο τέσσερα κόμματα στα κοινοβουλευτικά έδρανα: ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ και ΚΚΕ.
Αυτήν τη στιγμή δεν υπάρχει συναίνεση από την αντιπολίτευση (συγκεκριμένα, ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ, Πλεύση Ελευθερίας και ΚΚΕ) για να προκύψει στήριξη από 200 βουλευτές και να ισχύσουν πιθανές αλλαγές στον εκλογικό νόμο από τις επόμενες κάλπες.
Συνταγματολόγοι, πάντως, υπογραμμίζουν ότι με την αλλαγή του ορίου εισόδου στη Βουλή «δεν θίγεται το εκλογικό σύστημα και δεν χρειάζονται συνταγματικά 180 βουλευτές και 200 βουλευτές για να ισχύσει με την επόμενη εκλογική αναμέτρηση».
Ωστόσο προσθέτουν πως «πέρα από το τυπικό γράμμα του συντάγματος, υπάρχει μια ηθικοπολιτική διάσταση που αναδύεται από το σύνταγμα, και μια τέτοια τροποποίηση επιβάλλει τη μεγαλύτερη δυνατή συναίνεση, διαφορετικά θα ήταν πολιτικά άστοχη».
Ανάμεσα στα σενάρια που εξετάζονται είναι η επαναφορά του λεγόμενου «νόμου Παυλόπουλου», που ίσχυε πριν από την απλή αναλογική που έφερε η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και προσφέρει 50 έδρες στο πρώτο κόμμα, ανεξάρτητα από το ποσοστό που θα λάβει στις εκλογές.
Επίσης εξετάζεται εν μέρει επαναφορά του «νόμου Παυλόπουλου», με σύνδεση του μπόνους με τη διαφορά μεταξύ πρώτου και δεύτερου κόμματος. Αν η διαφορά είναι μεγαλύτερη από 8%, θα μπορεί να παίρνει το πρώτο κόμμα τις 50 έδρες.
Ταυτόχρονα μελετάται να διατηρηθεί το υπάρχον εκλογικό σύστημα και να μειωθεί ο συντελεστής 0,5% για κάθε επιπλέον έδρα. Κομβικής σημασίας για την ενίσχυση της πιθανότητας αυτοδύναμης κυβέρνησης είναι να αυξηθεί το όριο εισόδου ενός κόμματος στη Βουλή από 3% σε 5%, ώστε να αυξηθούν οι αδιάθετες έδρες κι έτσι να ενισχυθεί το πρώτο κόμμα, ρύθμιση η οποία θα μπορούσε να συνδυαστεί με την επαναφορά του «νόμου Παυλόπουλου» ή με τη μείωση του συντελεστή για επιπλέον έδρες στο 0,3.