Εκατοντάδες άνθρωποι περιμένουν σε μία ουρά πολλών μέτρων στο φουαγιέ του συνεδριακού κέντρου Ιωάννης Βελλίδης για να πάρουν ένα ...αυτόγραφο από έναν «σταρ» που βρέθηκε στη Θεσσαλονίκη. Νωρίτερα, στη διπλανή αίθουσα, είχαν την ευκαιρία να τον ακούσουν να μιλά για τη ζωή και το έργο του και ορισμένοι από αυτούς να του απευθύνουν ερωτήσεις. Πρόκειται για τον συγγραφέα και «ροκ σταρ της σύγχρονης αστυνομικής λογοτεχνίας» Jo Nesbo, τα βιβλία του οποίου ξεπερνούν σε πωλήσεις τα 60 εκατομμύρια αντίτυπα παγκοσμίως και εκδίδονται σε περισσότερες από 50 χώρες.
Με τα βιβλία του ανά χείρας λοιπόν, το αναγνωστικό κοινό της πόλης υποδέχθηκε, χθες βράδυ, τον Νορβηγό συγγραφέα, ο οποίος μέσα από μία συζήτηση που είχε ενώπιον του κοινού με τον δημοσιογράφο Δημήτρη Καραθάνο, αποκάλυψε πολλές ιστορίες που του έδωσαν την έμπνευση για να γράψει, για τη ζωή του πριν από τη συγγραφή, για το πρόσφατο, αλλά και για το επόμενο μυθιστόρημά του, όπως και για τη σειρά με τον βασικό του ήρωα Χάρι Χόλε, η οποία θα προβληθεί στο Netflix το 2026.
«Όταν ήμουν παιδί στο σπίτι ενός φίλου μου, τηλεφωνούσαμε σε τυχαίους αριθμούς που βρίσκαμε στον τηλεφωνικό κατάλογο. Σε μία από αυτές τις κλήσεις απάντησε ένας άντρας που η φωνή του ήταν τόσο τρομακτική, που έκλεισα αμέσως το τηλέφωνο. Εκείνο το βράδυ έβλεπα εφιάλτες με αυτόν τον άντρα», είπε ο Τζο Νέσμπο, αποκαλύπτοντας μία αθώα τηλεφωνική φάρσα που έκανε ως παιδί. Χρόνια αργότερα, η σκηνή αυτή αποτέλεσε το σημείο εκκίνησης της ιστορίας, που φιλοξενεί το τελευταίο του βιβλίο «Το νυχτόσπιτο».
«Είναι μια ιστορία τρόμου, όπου δύο συμμαθητές πηγαίνουν σε έναν τηλεφωνικό θάλαμο και ο κύριος χαρακτήρας, ο Ρίτσαρντ, λέει στο άλλο αγόρι να τηλεφωνήσει και να πει "είμαι ο διάβολος. Είσαι έτοιμος να πεθάνεις;". Εμείς δεν μπορούμε να ακούσουμε την απάντηση, αλλά ο Ρίτσαρντ βλέπει τον συμμαθητή του να χλωμιάζει, φοβάται πάρα πολύ και ενώ προσπαθεί να απομακρύνει το τηλέφωνο από το αφτί του φίλου του, αυτό έχει κολλήσει, αρχίζει να τρέχει αίμα και συνειδητοποιεί ότι το τηλέφωνο τον καταβροχθίζει αργά και με πολύ έντονους ήχους μέχρι που τον ρουφάει ολόκληρο», περιέγραψε ο συγγραφέας, λέγοντας στο κοινό πως «αν διαβάσετε τις πρώτες 10-15 σελίδες και εξακολουθεί να σας αρέσει το βιβλίο, θα πρέπει να συνεχίσετε. Διαφορετικά, μπορείτε απλώς να σταματήσετε εκεί».
Το γέλιο του κοινού προκάλεσε και λίγο αργότερα, όταν ζήτησε από τον κόσμο να υποστηρίξει την άποψή του ότι «Το νυχτόσπιτο» θα έπρεπε να λέγεται «Το σαρκοφάγο τηλέφωνο», αλλά όλοι θεωρούσαν πως ήταν πολύ αστείος τίτλος για μυθιστόρημα τρόμου.
Ο Νέσμπο τόνισε πως καθοδηγείται από ιδέες, οι οποίες είναι το μοναδικό του ...αφεντικό. Έτσι λοιπόν, η σκηνή με το τηλέφωνο και τα αγόρια ήταν αρκετή για να χτίσει την υπόλοιπη ιστορία, η οποία, όπως λέει, περιλαμβάνει διαφορετικά είδη γραφής. «Είναι ένα βιβλίο με τη λεγόμενη ανατρεπτική προσδοκία του είδους, που σημαίνει ότι ξεκινά με λογοτεχνία τρόμου, ο αναγνώστης πείθεται ότι αυτό είναι το ύφος, αλλά μετά παραβιάζω και καταρρίπτω τουλάχιστον δύο φορές τους κανόνες αυτού του είδους. Θα έλεγα ότι στο τέλος είναι ένα βιβλίο που δεν αναφέρεται σ' αυτό το παιδί, αλλά στον Ρίτσαρντ ως ενήλικο, που κοιτάζει πίσω», υπογραμμίζει ο συγγραφέας.
Άλλωστε, δεν θεωρεί τον εαυτό του ως έναν συγγραφέα που ακολουθεί πιστά και μόνο το ύφος του αστυνομικού μυθιστορήματος, παρόλο που είναι ένας από τους πλέον επιτυχημένους συγγραφείς του είδους στον πλανήτη και δημιουργός μιας διάσημης λογοτεχνικής σειράς δεκατριών μυθιστορημάτων με πρωταγωνιστή τον δημοφιλή επιθεωρητή Χάρι Χόλε, τα οποία βρίσκονται στην κορυφή της λίστας των best sellers. «Το αστυνομικό μυθιστόρημα σε μεγάλο βαθμό έχει να κάνει με την επίλυση γρίφων, με το να στήνεις παγίδες στον αναγνώστη τις οποίες καλείται να επιλύσει μέχρι να φτάσει σε ένα τελικό αποτέλεσμα, ενώ η λογοτεχνία τρόμου σε μεγάλο βαθμό σου ζητά να εμπιστευτείς τον συγγραφέα και να τον ακολουθήσεις σε ένα μονοπάτι το οποίο συχνά είναι οριακά μη πίστευτο», σημείωσε.
Η τέλεια έμπνευση συνήθως τον πιάνει ...στον ύπνο
Ο Τζο Νέσμπο μίλησε για το πιο ευχάριστο στάδιο συγγραφής μιας ιστορίας, λέγοντας πως αυτό είναι όταν είναι ακόμη ανολοκλήρωτη μέσα στο μυαλό του και προσπαθεί να δημιουργήσει τα στοιχεία της και να την συνθέσει. «Το καλύτερο μέρος της διαδικασίας είναι όταν σχεδιάζεις το βιβλίο, είσαι ξάγρυπνος και μισοξύπνιος στο κρεβάτι σου στις 5 το πρωί κι έχεις όλες αυτές τις ιδέες να τρέχουν και να μιλάνε μέσα στο μυαλό σου. Εσύ τις συναρμολογείς και πιστεύεις ότι, εντάξει, έχω μια ιστορία, έχω μια υπέροχη ιστορία! Τη στιγμή όμως που βρίσκεις την τέλεια ιστορία και αρχίζεις να γράφεις, εκεί σε παίρνει η ...κατηφόρα, γιατί δεν μπορείς ποτέ να δεις καθαρά τι υπήρχε στο μυαλό σου στις 5 το πρωί», είπε, χαρακτηρίζοντας τη μεταφορά της ιδέας στο χαρτί ως μία κοπιώδη και σε μεγάλο βαθμό εξουθενωτική διαδικασία.
Όπως είπε, την ίδια άποψη με τον ίδιο, έχει και ο σκηνοθέτης των ταινιών Seven και Fight Club. «Μόλις πριν από λίγες εβδομάδες είχα το προνόμιο να δειπνήσω με έναν από τους αγαπημένους μου σκηνοθέτες, τον Ντέιβιντ Φίντσερ. Του έθεσα την ίδια ερώτηση και απάντησε το ίδιο, ότι του αρέσει ο σχεδιασμός, ο προγραμματισμός και στο τέλος το μοντάζ των ταινιών, όχι όμως το ενδιάμεσο στάδιο με τα γυρίσματα».
Μάλιστα, είπε ότι το ίδιο του συμβαίνει και ως μουσικό. «Θα έλεγα ότι είμαι πολύ μέτριος μουσικός, είμαι εντάξει τραγουδοποιός και το πρόβλημά μου είναι ότι η μουσική που ακούω μέσα στο μυαλό μου, όταν τη γράφω, είναι πάντα καλύτερη από τη μουσική που μπορώ πραγματικά να παίξω. Έτσι κι ως συγγραφέας πλησιάζω τις ιδέες μου, αλλά και πάλι δεν μπορώ να διαβάσω αυτή την τελειότητα, όταν γράφω», κατέληξε.
Το ντεμπούτο στη συγγραφή
Στην ηλικία περίπου των 30 ετών, ο Νέσμπο μαζί με τον αδερφό του και κάποιους φίλους είχαν μία ροκ μπάντα και όπως περιέγραψε ο ίδιος στο κοινό, επειδή γνώριζαν τον ιδιοκτήτη ενός μπαρ όπου σύχναζαν, του ζητούσαν να τους αφήνει να παίζουν μουσική εκεί. «Το μαγαζί αυτό δεν είχε live, δεν είχε καν σκηνή, ήμασταν απλώς στο πάτωμα και παίζαμε. Από εκεί όχι μόνο δεν πληρωνόμασταν, αλλά πληρώναμε ακόμα και τα ποτά μας! Ήμασταν τόσο κακοί που για να ξαναέρθουν οι πελάτες, κάθε φορά που θα παίζαμε, αλλάζαμε το όνομα του συγκροτήματός μας», σημείωσε με αυτοσαρκασμό.
Με την πάροδο των χρόνων όμως η μπάντα βελτιώθηκε και ο κόσμος ρωτούσε «πότε θα παίξουν αυτοί οι τύποι;» κι έτσι το συγκρότημα απέκτησε μόνιμο πλέον όνομα, εμπνευσμένο από τους ...θαυμαστές του και λεγόταν «Those guys». Επιπλέον, εμφανίστηκαν δύο δισκογραφικές εταιρείες που τους πρόσφεραν συμβόλαιο, επειδή τους άρεσαν τα δικά τους τραγούδια. Ο Νέσμπο, χρηματιστής τότε, δεν ένιωθε σίγουρος γι' αυτήν την πορεία, γι' αυτό ήταν ο μόνος από το συγκρότημα που δεν εγκατέλειψε τη βασική δουλειά του. Η πίεση αυτή όμως τον εξάντλησε κι έτσι ...παραιτήθηκε και από τις δύο δουλειές και πήγε για διακοπές στην Αυστραλία με έναν φίλο.
«Μία κοπέλα από έναν εκδοτικό οίκο που της άρεσαν οι στίχοι μου, μου πρότεινε να γράψω ένα βιβλίο για τις περιοδείες που κάναμε με το συγκρότημα. Εγώ απάντησα πως "ό,τι γίνεται στο δρόμο, μένει στο δρόμο, αλλά ίσως σου γράψω κάτι άλλο". Μετά από δύο εβδομάδες ο φίλος μου έφυγε για να επιστρέψει στη δουλειά του, εγώ έμεινα στην Αυστραλία και είχα μια ιδέα για ένα αστυνομικό μυθιστόρημα με έναν επιθεωρητή που επίσης ταξιδεύει στην Αυστραλία», δηλώνει ο Τζο Νέσμπο, δηλώνοντας ουσιαστικά το πώς «γεννήθηκε» ο Χάρι Χόλε, αλλά και το πρώτο του μυθιστόρημα «Η νυχτερίδα». Όπως λέει, έως σήμερα δεν έχει καταλήξει αν αυτός ακολούθησε τα βήματα του ήρωά του ή το αντίθετο. Ανέφερε ακόμα πως τα πρώτα του γραπτά τα υπέγραφε με ψευδώνυμο γιατί φοβόταν μήπως διακυβεύεται η φήμη του ως ροκ μουσικού, όμως από τον εκδοτικό οίκο του απάντησαν ότι δεν γνωρίζουν καν «Αυτούς τους τύπους»...
«Ο Βασιλιάς» διαδέχεται «Το βασίλειο» και θυμίζει ελληνικούς οικογενειακούς δεσμούς
Το αμέσως επόμενο βιβλίο του Νέσμπο αναμένεται να κυκλοφορήσει στις 26 του μήνα από τις εκδόσεις Μεταίχμιο και είναι «Ο Βασιλιάς». Πρόκειται για το δεύτερο βιβλίο της σειράς των αδελφών Καρλ και Ρόι Όπγκαρντ, που γνώρισαν οι αναγνώστες μέσα από «Το βασίλειο», ένα βιβλίο που θέτει ζητήματα ηθικής και διλήμματα που έχουν να κάνουν με τους κανόνες της κοινωνίας, όταν διακυβεύεται η πίστη απέναντι στην οικογένεια.
Όπως είπε ο συγγραφέας, το βιβλίο είναι εμπνευσμένο σε έναν βαθμό από την ιστορία του δικού του αδερφού, με τον οποίο έπαιζαν μαζί ποδόσφαιρο και στη συνέχεια συμμετείχαν στο συγκρότημα, ο οποίος έφυγε από τη ζωή πριν από δέκα χρόνια, αλλά και από τον πατέρα τους. «Ο Ρόι μιλάει με τον πατέρα του ο οποίος του λέει ότι στο τέλος της ημέρας οι γείτονές σου δεν θα σε φροντίσουν, η κοινωνία σίγουρα δεν θα σε φροντίσει, οι φίλοι σου θα σε αφήσουν κι αν χρειαστεί, το μόνο πράγμα στο οποίο μπορείς να βασιστείς είναι η οικογένεια. Αυτό στάθηκε η αφορμή να εξερευνήσω μια ιστορία γύρω από τις οικογενειακούς δεσμούς», είπε χαρακτηριστικά, σημειώνοντας πως όταν ήρθε για πρώτη φορά στην Ελλάδα, αυτό που αντιλήφθηκε ως μεγάλη διαφορά με τη Νορβηγία, είναι το πόσο ισχυροί είναι εδώ οι οικογενειακοί δεσμοί.
Επειδή τη συντριπτική πλειοψηφία των χωρών που «πρωταγωνιστούν» στα μυθιστορήματά του την έχει επισκεφθεί, απαντώντας σε ερώτηση του κοινού, για το τι θα τόνιζε σε μια ιστορία που ενδεχομένως να εξελίσσεται στη χώρα μας, ο Τζο Νέσμπο είπε «την υπέροχη φιλοξενία, την υπέροχη αίσθηση του χιούμορ, το υπέροχο φαγητό και την απαίσια γραφειοκρατία».
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ