Αναμφίβολα, θα ήταν θετικό οι πολιτικές δυνάμεις του δημοκρατικού τόξου να βρίσκονται σε διαλεκτική αντιπαράθεση απόψεων, θέσεων και ιδεών και να κατέληγαν σε γόνιμη σύνθεση. Θα ήταν σπουδαίο να υπάρχει συνένωση δυνάμεων και προσπαθειών για την επίτευξη κοινών εθνικών, οικονομικών και κοινωνικών στόχων. Πώς, όμως, να γίνει κάτι τέτοιο όταν ο ένας τραβάει για την Ανατολή και ο άλλος για τη Δύση. Οταν ο ένας θεωρεί αναγκαία την αμυντική θωράκιση και ο άλλος επιλέγει το ρίσκο. Οταν ο ένας θέλει αύξηση και ο άλλος μείωση των φόρων. Οταν ο ένας επενδύει στη βιβλιοθήκη και ο άλλος αβαντάρει τη βαριοπούλα. Πώς να υπάρξει προσέγγιση όταν κάποιοι απορρίπτουν όλα όσα κάνει ο άλλος και τα καταψηφίζουν. Οταν αρνούνται ακόμη και να ανταποκριθούν σε μια πρόσκληση συνάντησης. Οταν οχυρώνονται πίσω από την εξωφρενική θέση ότι πρωθυπουργός δεν πρέπει να είναι ο αρχηγός του μεγαλύτερου κόμματος, αλλά εκείνος που θα υποδείξει ο αρχηγός του τρίτου.
Με αυτά τα δεδομένα εγείρονται σειρά ερωτημάτων για τη δυνατότητα και τη σκοπιμότητα συγκρότησης κυβερνήσεων συνεργασίας. Κατά πόσο δηλαδή μια τέτοια κυβέρνηση θα μπορούσε να ανταποκριθεί στις ανάγκες που εγείρονται από το ασταθές διεθνές περιβάλλον και τις ιδιαιτερότητες που αντιμετωπίζει η χώρα μας. Πόσο γρήγορα θα μπορούσε να παίρνει αποφάσεις σε έκτακτες καταστάσεις και σε ποια κατεύθυνση. Πώς θα απέφευγε την αιχμαλωσία σε ατέρμονα κομματικά παζάρια. Πώς να μην καθηλώνεται στην αναζήτηση ενός ελάχιστου κοινού παρονομαστή, την ώρα που τα γεγονότα τρέχουν. Και τι θα γίνει αν την ώρα που απαιτούνται γρήγορες αποφάσεις δεν μπορεί να πάρουν καμιά.
Είναι προφανές πως μπροστά σε όλα αυτά μια κυβέρνηση συνεργασίας θα ήταν παραπάνω λάθος. Ενδεχομένως κάτι τέτοιο να ήταν όχι μόνο ανώφελο, αλλά και επικίνδυνο για τα εθνικά μας συμφέροντα, την οικονομία και την πορεία της χώρας σε συννεφιασμένους καιρούς. Γι’ αυτό η αυτοδυναμία –που διεκδικεί και μπορεί να κατακτήσει η Νέα Δημοκρατία– δεν είναι στόχος κομματικής σκοπιμότητας, αλλά εθνικής αναγκαιότητας. Στόχος που υπηρετεί το εθνικό συμφέρον και το συλλογικό καλό.
Με αυτά τα δεδομένα η κάλπη της 21ης Μαΐου είναι εξαιρετικά κρίσιμη. Αυτή θα καθορίσει ποιος θα κυβερνήσει τη χώρα την επόμενη τετραετία, ποιο κόμμα και ποιος πρωθυπουργός. Από αυτήν την κάλπη θα κριθεί αν θα προχωρήσουμε μπροστά ή θα γυρίσουμε πίσω. Αν θα κατοχυρώσουμε τις επιτυχίες της οικονομικής πολιτικής μας ή θα επιστρέψουμε σε ένα περιβάλλον υψηλών φόρων και μηδενικής ανάπτυξης. Αν θα συνεχίσουμε να προστατεύουμε τα σύνορά μας ή θα γυρίσουμε σε μία Ελλάδα-«ξέφραγο αμπέλι». Αν η φωνή της πατρίδας μας θα μετράει στην Ευρώπη ή όχι. Αν θα συνεχίσουμε να εμπιστευόμαστε και να ενισχύουμε τις ένοπλες δυνάμεις ή θα τις εγκαταλείψουμε θεωρώντας πως «η άμυνα δεν είναι αυτοσκοπός».
Ο Σταύρος Καλαφάτης είναι Υφυπουργός Εσωτερικών (Μακεδονίας-Θράκης)