Παγωμένες υποθέσεις τρομοκρατίας, απαγωγών και δολοφονιών μπήκαν στην… απόψυξη του ελληνικού CSI. Στη Διεύθυνση Εγκληματολογικών Ερευνών ψηφιοποιείται όλη η χαρτούρα αποτυπωμάτων αστυνομικών υπηρεσιών της περιφέρειας, με αποτέλεσμα την εξιχνίαση Cold Cases ακόμη και 18 χρόνια μετά. Από 64 σταθμούς εισαγωγής δεδομένων της Διεύθυνσης Εγκληματολογικών Ερευνών σε 104 σημεία εισόδου στη χώρα, από την ψηφιοποίηση έχει δημιουργηθεί μια τράπεζα δεδομένων με 1.600.000 αποτυπώματα.

Η ψηφιοποίηση κατήργησε και το μελάνι, καθώς τα αποτυπώματα δραστών λαμβάνονται πλέον ψηφιακά. Τα ψηφιακά μηχανήματα καταχώρισης αποτυπωμάτων έχουν τη δυνατότητα λήψης και πλαϊνού αποτυπώματος χεριού για την περίπτωση που ο δράστης έχει ακουμπήσει, έτσι, σε χώρους εγκλήματος. Το 2021 πολλοί αστυνομικοί που θα περιπολούν σε δρόμους της Αθήνας θα έχουν τη δυνατότητα καταχώρισης και ταυτοποίησης αποτυπωμάτων σε κινητό τηλέφωνο.

Tο 2019 από την ψηφιοποίηση εξιχνιάστηκαν 25 κακουργηματικές πράξεις και περίπου 150 πλημμεληματικές, ενώ ίδιος είναι ο αριθμός μόνο το πρώτο εξάμηνο του 2020.

«Θαμμένα» αποτυπώματα

Στα άδυτα των εγκληματολογικών εργαστηρίων επικεφαλής είναι η η υποστράτηγος Πηνελόπη Μηνιάτη η οποία αναφέρει χαρακτηριστικά: «Ξέρετε τι είναι να έχουμε κάποιον να περνάει συνοδείες για να πάει στον εισαγγελέα και να βλέπουμε ότι αυτός ο κάποιος, το 2002, το 2005, έχουμε πολύ καλά στοιχεία σε πολύ καλό πειστήριο και πολύ καλή πιθανότητα να έχει διαπράξει μια ανθρωποκτονία, κάτι το οποίο ήταν θαμμένο μέχρι τώρα. Στον Βόλο μιλάμε για μια ανθρωποκτονία το 2002. Για τον συγκεκριμένο άνθρωπο δημιουργήθηκε φάκελος το 2003 για κάποιον άλλον λόγο, όχι για ανθρωποκτονία, και ψηφιοποιήθηκε τον Ιούλιο του 2020 και εξιχνιάστηκε μία δολοφονία του 2002».

To 2014 η Διεύθυνση Εγκληματολογικών Ερευνών υλοποίησε δύο παράλληλες δράσεις για την ψηφιοποίηση του εγκληματολογικού αρχείου της χώρας, οι οποίες χρηματοδοτήθηκαν διαμέσου ΕΣΠΑ και με τη συνδρομή της Κοινωνίας της Πληροφορίας. Το 2017, όταν πλέον ενεργοποιήθηκε το AFIS και ολοκληρώθηκε η ψηφιοποίηση της Αθήνας, ξεκίνησε και αυτή των περιφερειακών υπηρεσιών.

«Οι δράστες κινούνται σε όλη την Ελλάδα. Θα δώσω ένα παράδειγμα. Έχουμε έναν φάκελο που “κάθεται” σε ένα γραφείο ή μια ντουλάπα, ο οποίος ψηφιοποιείται, χωρίς να ξέρει σε ποιον ανήκει. Βάζοντας το αποτύπωμα “χτυπάει” στην κεντρική μας βάση των λανθανόντων και η κεντρική υπηρεσία μπορεί να κάνει αυτή την ταύτιση, του αποτυπώματος που έχει εισαγάγει ο άνθρωπος στο Αγρίνιο, και κάνοντας την ταύτιση να αφορά μια κακουργηματική υπόθεση στη Δράμα. Αρχικά μπορεί να είχε τον φάκελο στο Αγρίνιο, μπορεί να έχει φθάσει στη Δράμα και μετά να έχει πάει στη Σάμο ή στη Μύκονο. Μπορεί αυτός να είχε περάσει συνοδεία για παράβαση του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας και να έχουμε βρει αργότερα ότι αυτό το άτομο εμπλέκεται ή τουλάχιστον χρειάζεται να διερευνηθεί σε μια ανθρωποκτονία στη Δράμα ή στον Έβρο ή στην Πελοπόννησο», επισημαίνει εμφατικά η διοικήτρια της Διεύθυνσης Εγκληματολογικών Ερευνών.

Συμπληρώνει, επίσης, πως «στο εξωτερικό έστω και μία παλιά υπόθεση να εξιχνιαστεί μέσω οποιουδήποτε τεχνολογικού μέσου τη θεωρούν πολύ σημαντική, έστω και μία επειδή αφορά μια οικογένεια, έναν άνθρωπο, αυτό που έχει υποστεί κάποιος. Στα νούμερα καμιά φορά χάνουμε την ουσία, όταν για κάθε πράξη έχει κάποιος υποφέρει».

Πώς γίνεται η ψηφιοποίηση

Τον τρόπο ψηφιοποίησης και ταυτοποίησης αποτυπωμάτων εξηγεί ο Αστυνόμος Α’ Παναγιώτης Κοπιτσής: «Παίρνουμε το αποτύπωμα που υπάρχει μέσα στον φάκελό του, το οποίο σκανάρεται σε συγκεκριμένη ανάλυση κατάλληλη για το σύστημα και περνάει ψηφιακά, τραβάει το σύστημα τις εικόνες που θέλει και καταχωρίζει στο σύστημα αναγνώρισης και ταύτισης αποτυπωμάτων που έχουμε, προκειμένου να καταχωριστεί και να αναζητηθεί με τη βάση του. Στέλνει τα αποτυπώματα που βάλαμε εδώ προς τη βάση όλων των λανθανόντων που δεν είχαμε ταυτοποιήσει».

Στη συνέχεια βγαίνει το σκορ ταυτοποίησης με παλαιότερα αποτυπώματα χώρων εγκλήματος με τον παρακάτω τρόπο: «Το σύστημα αξιολογεί τα σημεία αυτά και βγάζει ένα συγκεκριμένο σκορ, μετά είναι στο χέρι του χειριστή, που είναι εκπαιδευμένος, είναι αυτή η δουλειά του και έχει ειδικότητα να το κάνει, και κοιτά ένα-ένα τα σημεία, τα επιβεβαιώνει και ταυτίζει το αποτύπωμα. Το σύστημα υποδεικνύει ένα πιθανό, όσο υψηλότερο το σκορ βέβαια τόσο πιο πιθανόν αυτό που υποδεικνύει το σύστημα να είναι και το σωστό».

Το αποτύπωμα, που ανήκει σε έναν συγκεκριμένο άνθρωπο και είναι μοναδικό, είναι και μία μοναδική εγγραφή για το σύστημα, με τις πληροφορίες που έχουν καταχωριστεί να μην είναι προσβάσιμες μόνο για την υπηρεσία που είχε τον «χάρτινο» φάκελο, αλλά από όλες τις υπηρεσίες που ασχολούνται με την εγκληματολογική σήμανση: υπηρεσίες ασφαλείας, υπηρεσίες που ασχολούνται με την καταπολέμηση του εγκλήματος. Δηλαδή πολλοί αστυνομικοί έχουν τη δυνατότητα να μπουν και να πάρουν ό,τι πληροφορίες χρειάζονται για να δουλέψουν μια προανάκριση που μπορεί να σχετίζεται με ένα συγκεκριμένο άτομο.

Τα 165.000 «ορφανά»

Η ίδια εφαρμογή στο σύστημα αναγνώρισης αποτυπωμάτων, πέρα από την καταχώριση των αποτυπωμάτων που βρίσκονται στον χώρο εγκλήματος και ανήκουν σε κάποιον δράστη, δημιουργεί και μία άλλη βάση με τα «ορφανά»-λανθάνοντα. Για την οποιαδήποτε νέα καταχώριση σεσημασμένου από την ψηφιοποίηση, το σύστημα αναζητεί τυχόν ταυτοποίηση με τη βάση των «ορφανών» από χώρους εγκλήματος, με αποτέλεσμα τη σύνδεσή τους με εγκληματικές ενέργειες που έχουν γίνει στο παρελθόν. Κάθε νέα εγγραφή ψάχνεται με τη βάση περίπου 165.000 ορφανών αποτυπωμάτων.

Σημαντικό ρόλο στην εξιχνίαση διαφόρων εγκλημάτων έχει το Τμήμα Βαλλιστικών Ερευνών. Εκεί εξετάζονται τα πιο απίθανα όπλα. Στιλό, μπρελόκ ακόμη και μέσα σε βιβλία. Αντίστοιχο ρόλο έχει το εργαστήριο DNA όπου διαχωρίζεται το γενετικό υλικό πάνω από πειστήρια με φυσικό τρόπο αλλά και με ρομποτικό…

Πηγή: ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ