Ξεκίνησε σήμερα στη Σουηδία η δίκη σε δεύτερο βαθμό του Χαμίντ Νουρί, πρώην δικαστικού αξιωματούχου στο Ιράν, ο οποίος σε πρώτο βαθμό έχει καταδικαστεί σε ισόβια κάθειρξη για τον ρόλο του στις μαζικές εκτελέσεις κρατουμένων το 1988 από την Τεχεράνη.
Η καταδίκη του τον Ιούλιο «για εγκλήματα κατά του διεθνούς δικαίου» και «φόνους», η πρώτη παγκοσμίως για τα γεγονότα αυτή, χαιρετίστηκε ως «ιστορική» από τον ΟΗΕ και Ιρανούς αντιφρονούντες που πρόσκεινται στο κίνημα Μουτζαχεντίν του Λαού (MEK).
Η δίκη αυτή έχει προκαλέσει την οργή του Ιράν, το οποίο καταγγέλλει συχνά τις «πολιτικές» διώξεις και «τις αβάσιμες και κατασκευασμένες κατηγορίες» εναντίον της Τεχεράνης για την υπόθεση αυτή.
Ο 61χρονος Νουρί ήταν το 1988 βοηθός εισαγγελέα σε φυλακή κοντά στην Τεχεράνη, όμως έχει δηλώσει ότι την περίοδο των συμβάντων ήταν σε άδεια.
Σε πρώτο βαθμό είχε κριθεί ένοχος επειδή, χρησιμοποιώντας ψευδώνυμο και «σε συνεργασία με άλλους» «ενεπλάκη στις εκτελέσεις», τις οποίες είχε ζητήσει «με φάτουα ο ανώτατος ηγέτης του Ιράν», ο αγιατολάχ Χομεϊνί.
Αν και ο κατηγορούμενος είχε δευτερεύοντα ρόλο, αυτή είναι η πρώτη φορά που Ιρανός αξιωματούχος δικάζεται και καταδικάζεται για τις αιματηρές αυτές διώξεις που είχαν στόχο κυρίως τους Μουτζαχεντίν του Λαού.
Η υπόθεση είναι ιδιαίτερα ευαίσθητη διότι ο νυν πρόεδρος του Ιράν Εμπραχίμ Ραϊσί κατηγορείται από οργανώσεις προάσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ότι συμμετείχε σε «επιτροπές θανάτου» που αποφάσιζαν για τις εκτελέσεις.
Μη κυβερνητικές οργανώσεις εκτιμούν ότι τουλάχιστον 5.000 κρατούμενοι εκτελέστηκαν το καλοκαίρι του 1988 μετά τις αποφάσεις που λάμβαναν οι «επιτροπές θανάτου». Οι MEK από την πλευρά τους κάνουν λόγο για 30.000 θύματα.
Η δίκη του Νουρί, που ξεκίνησε το 2021, όξυνε τις σχέσεις μεταξύ Σουηδίας και Ιράν και προκάλεσε ανησυχία για το ενδεχόμενο αντιποίνων εναντίον Δυτικών κρατουμένων από το ισλαμικό καθεστώς, κυρίως εναντίον του Ιρανοσουηδού πανεπιστημιακού Αχμεντρεζά Ντζαλαλί.
Ο κατηγορούμενος είχε συλληφθεί το 2019 στο αεροδρόμιο της Στοκχόλμης.