Η επίσκεψη του Βολοντίμιρ Ζελένσκι στην Αθήνα και οι συμφωνίες που υπογράφηκαν ανάμεσα στην ελληνική και την ουκρανική κυβέρνηση ασφαλώς και δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. Και παρά τις αντιδράσεις που προκάλεσαν από διάφορους εγχώριους αριστερο-δεξιούς πολιτικούς κύκλους – οι οποίοι έχουν κοινό παρονομαστή τόσο τη ρωσοφιλία τους όσο και τον υπερπατριωτισμό τους– αποδεικνύουν ότι σε πείσμα των ιδίων η Ελλάδα, υπό την καθοδήγηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, κινείται στη σωστή πλευρά της ιστορίας.
Γράφει η Έρση Παπαδάκη
Η σταθερή υποστήριξη της Αθήνας προς το Κίεβο εδώ και σχεδόν τέσσερα χρόνια, ύστερα δηλαδή από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, αποδεικνύεται εκ των πραγμάτων ότι και τοποθετεί την Ελλάδα ξεκάθαρα σ’ αυτήν τη σωστή πλευρά της ιστορίας και τούτο αναγνωρίζεται σε διεθνές επίπεδο, αναβαθμίζοντας τον ρόλο της χώρας μας στο διπλωματικό και στο γεωπολιτικό στερέωμα. Αυτό δείχνει άλλωστε και η αντιμετώπιση της Αθήνας και των πολιτικών της τόσο από τις Βρυξέλλες όσο και από την Ουάσιγκτον και ιδίως η αναγνώριση της Ελλάδας ως στρατηγικού εταίρου των ΗΠΑ στο ευρύτερο ενεργειακό και γεωπολιτικό παιχνίδι στην περιοχή της ΝΑ Μεσογείου.
Είναι άλλωστε γεγονός ότι η εξωτερική πολιτική μιας χώρας πρέπει να είναι περισσότερο ξεκάθαρη παρά μονοδιάστατη και αυτό έχει καταφέρει η κυβέρνηση τα τελευταία χρόνια. Να έχει μια καθαρή θέση και τούτο ν’ αναγνωρίζεται στη διεθνή σκακιέρα παρά να καταφεύγει σε αφηγήματα – όπως οι τάχα ιστορικοί ή θρησκευτικοί δεσμοί που συνδέουν την Ελλάδα π.χ. με τη Μόσχα θα πρέπει να επιβάλλουν και τη στάση της.
Ειδικά δε στην περίπτωση της Ουκρανίας, κάτι τέτοιο θα μπορούσε να αποβεί καταστροφικό για την ελληνική διπλωματία και τα εθνικά μας συμφέροντα, καθώς θα οδηγούσε στην προφανή απομόνωση της Ελλάδας σε διεθνές επίπεδο και θα την απέκλειε πλήρως από τα διεθνή fora – με ό,τι θα μπορούσε να σημαίνει αυτό για την υπεράσπιση των δικαίων της και τις συμμαχίες που εξασφαλίζει σε άλλα επίπεδα, όπως οι ελληνοτουρκικές σχέσεις και το Κυπριακό.
Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με το Ισραήλ στην κρίση της Μέσης Ανατολής και την καθαρή θέση που πήρε από την αρχή η Αθήνα, παρά τις εξαιρετικά έντονες επικρίσεις που έχει δεχθεί και δέχεται η κυβέρνηση για τη στάση της απέναντι στους Παλαιστίνιους και ιδίως τους αμάχους.
Η σχετική συζήτηση όμως δημιουργεί εν τέλει πλαστές αντιθέσεις και διλήμματα, δεδομένου ότι ουδέποτε η κυβέρνηση και η ελληνική διπλωματία τάχθηκαν εναντίον των δικαιωμάτων των Παλαιστινίων ή της προστασίας των αμάχων στη Λωρίδα της Γάζας. Αυτό στο οποίο αντιτάχθηκε εξαρχής με σθένος και αποφασιστικότητα η ελληνική πλευρά ήταν η τρομοκρατική δράση και οι φρικαλεότητες της Χαμάς και αναγνωρίστηκε το αυτονόητο δικαίωμα του Ισραήλ στην αυτοάμυνα και την υπεράσπιση των εδαφών του και της ασφάλειας και της ζωής των πολιτών του.
Η σωστή πλευρά της ιστορίας λοιπόν είναι κάθε φορά αυτή που αντιτίθεται στον φανατισμό και στη μισαλλοδοξία και στην παραποίηση των δικαίων και της ιστορίας – κάτι που έχει βιώσει στο παρελθόν με οδυνηρό τρόπο κι εξακολουθεί να βιώνει π.χ. με το Κυπριακό η Ελλάδα. Χωρίς αστερίσκους, χωρίς υποσημειώσεις και χωρίς εκπτώσεις και συμβιβασμούς, όπως επιδίωκαν στο παρελθόν και εξακολουθούν να επιδιώκουν σήμερα όλοι αυτοί οι πολιτικοί και υπερπατριωτικοί κύκλοι.
Οι οποίοι, την ίδια στιγμή που ήθελαν να… χορέψουν στους ρυθμούς τους τις αγορές και κοιτούσαν προς τη Μόσχα ή το Πεκίνο, δεν ήθελαν να κόψουν τις γέφυρες με τις Βρυξέλλες ή την Ουάσιγκτον. Είναι εκείνοι που εν τέλει απλώς αναζητούν λόγους και τρόπους για ν’ ασκήσουν «κούφια» κριτική στην κυβέρνηση και όχι να συμβάλουν με επιχειρήματα και ουσιαστικό τρόπο στον δημόσιο διάλογο, τον οποίο παρ’ όλα αυτά η κυβέρνηση εξακολουθεί να επιδιώκει με τις θεσμικές ενημερώσεις του ΥΠΕΞ και της Βουλής των Ελλήνων.