«Θέλουμε να διατηρήσουμε το δημόσιο χαρακτήρα των υπηρεσιών παροχής ύδατος, είτε πόσιμου νερού στις πόλεις, είτε αρδευτικού νερού στις καλλιέργειες», ανέφερε ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας Κώστας Σκρέκας, αρκετές φορές, κατά τη διάρκεια της σημερινής συνεδρίασης της επιτροπής Παραγωγής και Εμπορίου της Βουλής.
Αντικείμενο της συζήτησης ήταν το νομοσχέδιο το οποίο, μεταξύ άλλων, διευρύνει τις αρμοδιότητες της ΡΑΕ στις υπηρεσίες ύδατος, στον τομέα διαχείρισης αστικών αποβλήτων και στην ενίσχυση της υδατικής πολιτικής. Με αυτό το σκεπτικό και τις πρόνοιες του νομοσχεδίου, η ΡΑΕ μετονομάζεται σε Ρυθμιστική Αρχή Αποβλήτων, Ενέργειας και Υδάτων. Το ζήτημα του νερού απασχόλησε μεγάλο μέρος των παρεμβάσεων των βουλευτών, αλλά και των φορέων που είχαν κληθεί σε ακρόαση.
«Το νομοσχέδιο, σε κανένα σημείο δεν αναφέρει ή δεν περιγράφει πρόθεση ή διάθεση της κυβερνήσεως, για να ιδιωτικοποιήσουμε τους παρόχους ύδατος», επανέλαβε ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας Κώστας Σκρέκας. Όπως εξάλλου υπογράμμισε, αυτό που προτείνει το νομοσχέδιο είναι μια οριζόντια αρχή να εποπτεύει τους φορείς που παρέχουν τις υπηρεσίες ύδατος, ενώ σήμερα στην εποπτεία αυτή εμπλέκονται περισσότερα από έξι υπουργεία.
«Θέλουμε την εποπτεία και τον έλεγχο. Δεν στοχοποιούμε τις επιχειρήσεις. Οι επιχειρήσεις ύδρευσης κάνουν καλά τη δουλειά τους, άλλες πολύ καλά, άλλες καλά. Αυτό όμως δεν το γνωρίζουμε συστηματικά. Μόλις το 40% των επιχειρήσεων αυτών καταχωρούν τα απαιτούμενα στοιχεία στην αντίστοιχη πλατφόρμα του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας», ενημέρωσε την επιτροπή της Βουλής ο κ. Σκρέκας.
Παράλληλα, εξήγησε ότι «υπάρχουν ΔΕΥΑ σήμερα, που τιμολογούν έως και 190% το κόστος του νερού. Δηλαδή, υπάρχουν πολίτες – δημότες που πληρώνουν 40% και 50% παραπάνω το νερό από ό,τι θα έπρεπε σύμφωνα με το νόμο, σύμφωνα με την ΚΥΑ της τιμολόγησης. Πρέπει να το παραδεχτούμε ότι υπάρχει πλημμελής έλεγχος. Δεν φταίνε οι εργαζόμενοι. Φταίει η δημόσια διοίκηση. Θέλουμε να το αλλάξουμε αυτό, θέλουμε να αλλάξουμε μια κακή λειτουργία. Ερχόμαστε και λέμε σε μία δημόσια Ανεξάρτητη Αρχή, ότι θα ασκεί έλεγχο και εποπτεία – τίποτε περισσότερο και τίποτα λιγότερο – ώστε μετά, μέσα από τις δράσεις που θα αναλάβουμε, να μπορέσουμε να βελτιώσουμε τις υπηρεσίες».